Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2022

Ελληνοτουρκικά: Η οδύσσεια των υδρογονανθράκων

Η 6η Μαρτίου 1985, ημέρα Τετάρτη, χαρακτηρίστηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου «ιστορική ημέρα». 





Παρουσία των μελών του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής και Αμυνας (ΚΥΣΕΑ) ο πρωθυπουργός, που ήταν και υπουργός Aμυνας, ανακοίνωσε την αγορά 80 μαχητικών αεροσκαφών με την υπογραφή προσυμφώνου για 40 F-16 και 40 Mirage 2000.

Hταν η «αγορά του αιώνα», το πιο φιλόδοξο αμυντικό πρόγραμμα της χώρας έως τότε, που αποφασίστηκε για να καλύψει τις αμυντικές ανάγκες έως το 2000.

Το αρχικό κόστος (που ξεχείλωσε αργότερα) ήταν 200 δισ. δραχμές ή, με βάση την τότε ισοτιμία, 1,3 δισ. δολάρια (πασατέμπος για τα σημερινά δεδομένα). Ας υπενθυμίσουμε ότι το 1985 το χρέος ως ποσοστό του συνολικού εθνικού πλούτου (ΑΕΠ) ήταν μόλις το 1/4 του σημερινού.

Σχεδόν 40 χρόνια μετά, οι αγορές του αιώνα έχουν γίνει ρουτίνα. Μετά τον τσουχτερό εκσυγχρονισμό των ακατάβλητων F-16, που αποφασίστηκε πριν από 4-5 χρόνια και στοίχισε περίπου 500 εκατ. ευρώ, και την παραγγελία συνολικά 24 Rafale, κόστους (μαζί με την υποστήριξη) περί τα 3,5 δισ. ευρώ, συζητείται τώρα η απόκτηση των αμερικανικών F-35, που κοστίζουν περίπου 120-140 εκατ. ευρώ έκαστο. Μόνο το κράνος του πιλότου ενός F-35 κοστίζει 400.000 ευρώ.

Οι αμυντικές δαπάνες ήταν πάντοτε υψηλές από την ίδρυση του κράτους και συνετέλεσαν καθοριστικά στις χρεοκοπίες, όπως έχει δείξει ο ιστορικός και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών Γιώργος Δερτιλής. Εντούτοις, συχνά λησμονούμε ότι από το 1922 έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70 δεν εκδηλώθηκε ελληνοτουρκική κρίση στη θάλασσα.

Τις διμερείς σχέσεις κλόνισαν τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το 1955 και οι εντάσεις στην Κύπρο μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τους Βρετανούς το 1960. Το Αιγαίο όμως μπήκε στο «παιχνίδι» ένα χρόνο πριν από την εισβολή στην Κύπρο και αυτό οφείλεται στην ανακάλυψη κοιτασμάτων πετρελαίου το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1973 στην περιοχή του Πρίνου.

Το «κόστος» των κοιτασμάτων

Oλες οι ιστορικές κρίσεις και οι παρ’ ολίγον πολεμικές συγκρούσεις που προέκυψαν μετά την εισβολή στην Κύπρο (1976, 1987, 1996 και 2019 έως σήμερα) είχαν ως επίκεντρο θαλάσσιες περιοχές και συμπίπτουν χρονικά με προαναγγελίες, προετοιμασίες ή απόπειρες ερευνών για κοιτάσματα που έγιναν από την ελληνική πλευρά σε ύδατα όπου η Τουρκία θεωρεί ότι προβάλλονται ασαφή κυριαρχικά δικαιώματα.

Για να μπορέσει να αντιμετωπίσει η Ελλάδα την ένταση που προκαλείται, διατηρεί τα τελευταία 50 χρόνια αμυντικές δαπάνες σχεδόν διπλάσιες ως ποσοστό του ΑΕΠ από τον μέσο όρο δαπανών των χωρών του ΝΑΤΟ. Δαπανούμε περίπου το 4% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο τα τελευταία 50 χρόνια σε εξοπλισμούς, με μόνη μείωση κατά μέσον όρο λίγο κάτω από το 3% την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Με σημερινές τιμές μιλάμε για περίπου 8 δισ. ευρώ τον χρόνο, που αν πολλαπλασιαστούν επί μισό αιώνα φτάνουμε στα 400 δισ. ευρώ δαπανών για εξοπλισμούς με σημερινές τιμές (δηλαδή όσο ακριβώς είναι σήμερα το δημόσιο χρέος). Η συνολική αξία των ελληνικών κοιτασμάτων (δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης) για τα οποία γίνεται τώρα μεγάλη συζήτηση είναι περίπου 250 δισ. ευρώ με τιμές προ κρίσης.

Μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αν η Ελλάδα είχε ειρηνικές σχέσεις με την Τουρκία, δεν θα είχε βεβαίως μηδενικές δαπάνες εξοπλισμών, αλλά δεν θα υπερέβαινε τον μέσο όρο του ΝΑΤΟ και σε αυτή την περίπτωση θα δαπανούσε σε εξοπλισμούς περίπου τα μισά.

Επομένως, η επί μισό αιώνα εκκρεμότητα επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών ήδη στοιχίζει περίπου 200 δισ. ευρώ (το μισό δημόσιο χρέος!), ποσό σχεδόν ίσο με το σύνολο των κεφαλαίων που μπορούμε να κερδίσουμε σε βάθος 2-3 δεκαετιών από τη δυνητική αξιοποίηση των κοιτασμάτων, η ύπαρξη των οποίων είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που συντηρούν την ένταση εξαιτίας της οποίας αγοράζουμε τα όπλα.

Κούρσα εξοπλισμών

Η τριγωνική σχέση ανάμεσα στην κούρσα των εξοπλισμών, στα προγράμματα ερευνών για την ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και στις ελληνοτουρκικές κρίσεις ξεκίνησε επί χούντας. Η πρώτη συμφωνία για την έρευνα υδρογονανθράκων υπογράφηκε το 1969 ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου και στη νεοσύστατη αμερικανική εταιρεία Oceanic Explorations, η οποία διατηρεί δικαιώματα ερευνών στο Β. Αιγαίο μέχρι σήμερα. Eπειτα από τρεις αποτυχημένες γεωτρήσεις, η τέταρτη, που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1973 και ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 1974, οδήγησε στην ανακάλυψη του κοιτάσματος «Πρίνος Ι».

Η Τουρκία αντέδρασε σχεδόν αμέσως. Τον Νοέμβριο του 1973, την ίδια περίοδο με την εξέγερση του Πολυτεχνείου, η Aγκυρα παραχώρησε στην εταιρεία TPAO 27 άδειες έρευνας για υδρογονάνθρακες σε περιοχές του Αιγαίου, που έως τότε δεν είχε αμφισβητηθεί ότι ανήκαν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα.

Η Αθήνα αποδέχθηκε για πρώτη φορά ότι θα πρέπει να αποσαφηνιστούν τα όρια της ελληνικής και της τουρκικής υφαλοκρηπίδας. Τον Ιούνιο του 1974, ένα μήνα πριν από την εισβολή στην Κύπρο και την κατάρρευση της δικτατορίας, η Τουρκία έστειλε στο Αιγαίο το υδρογραφικό «Τσανταρλί» συνοδεία 37 πολεμικών σκαφών. Μόλις ένα μήνα πριν η Ελλάδα, υπό τον σκιώδη δικτάτορα Ιωαννίδη, υπέγραψε τις συμβάσεις για 60 αεροσκάφη Α-7 Corsair και 40 Mirage F-1C.

Οι ελιγμοί Καραμανλή

Στις αρχές του 1975 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ήδη πρωθυπουργός για λίγους μήνες, έθεσε ως στόχο να επαναφέρει την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ μετά την εν θερμώ αποχώρηση του καλοκαιριού του 1974 λόγω της εισβολής της Τουρκίας στην Κύπρο, αλλά και να προωθήσει την ένταξη στην ΕΟΚ.

Γνώριζε ότι η Τουρκία, που ήταν μέλος του ΝΑΤΟ, θα μπορούσε να θέσει βέτο και οι μεγάλες δυνάμεις να τηρήσουν ουδετερότητα, και γι’ αυτό έλαβε την πρωτοβουλία να προτείνει στην Aγκυρα την από κοινού παραπομπή του θέματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η Τουρκία αρχικά δέχθηκε, αλλά κατά τη διάρκεια των διπλωματικών επαφών διαφώνησε με την Ελλάδα. Η Ελλάδα υποστήριζε τη σύνταξη συνυποσχετικού με αντικείμενο τις διαφωνίες επί της υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία συζητούσε για ένα διακανονισμό που θα οδηγούσε σε μια «συνολική συμφωνία» (package deal).

Το πετρέλαιο του Πρίνου διατήρησε την αντιπαλότητα, η οποία ξέσπασε τον Αύγουστο του 1976, όταν οι Τούρκοι έστειλαν στο Αιγαίο το «Σισμίκ Ι» (γνωστό ως «Χόρα»), που παραβίασε την ελληνική υφαλοκρηπίδα μεταξύ Λήμνου και Λέσβου. Οι διαπραγματεύσεις της Ελλάδας με την ΕΟΚ είχαν ξεκινήσει μόλις λίγες ημέρες πριν, στις 27 Ιουλίου 1976, και οι Τούρκοι ήθελαν να πάρουν ένα αντάλλαγμα: Θα έπαυαν να παρεμποδίζουν την ελληνική πορεία προς την ΕΟΚ προκαλώντας εντάσεις εφόσον σταματούσαν οι ελληνικές έρευνες. Προκειμένου λοιπόν να δοθεί η διαβεβαίωση στις μεγάλες δυνάμεις ότι στο Αιγαίο επικρατεί ηρεμία και ότι η ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και στην ΕΟΚ μπορεί να πραγματοποιηθεί απρόσκοπτα, ο Καραμανλής συμφώνησε με τον Τούρκο πρωθυπουργό Ντεμιρέλ στο περίφημο «Πρωτόκολλο της Βέρνης», βάσει του οποίου οι δύο χώρες θα απέχουν από ερευνητικές πρωτοβουλίες σε περιοχές οι οποίες «θα μπορούσαν να επηρεάσουν τις διαπραγματεύσεις για την υφαλοκρηπίδα».

Ο στόχος του πετρελαίου δεν εγκαταλείφθηκε. Η κυβέρνηση ψήφισε τον Νοέμβριο του 1976 τον νόμο 468/1976 «περί αναζήτησης, ερεύνης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων». Παράλληλα, ο Καραμανλής ανέθεσε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Πετρελαίου (BEICIP) τη σύνταξη έκθεσης για το Αιγαίο. Οι Γάλλοι πήραν όλα τα απόρρητα έγγραφα από τις έρευνες που είχαν πραγματοποιήσει οι Αμερικανοί επί δικτατορίας και έπειτα από αναλύσεις διεμήνυσαν ότι η περιοχή που έχει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι η θέση «Μπάμπουρας», δέκα μίλια ανατολικά της Θάσου. Πρόκειται για μια θέση που βρίσκεται πέραν των 6 μιλίων από την ακτή της Θάσου, άρα δεν ανήκει στην ελληνική κυριαρχία, αφού τα χωρικά ύδατα εκτείνονται έως τα 6 μίλια. Η δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων ενός κράτους πέρα από τα 6 μίλια υπήρχε, αλλά δεν είχε ενταχθεί στο Δίκαιο της Θάλασσας. Αυτή η πρόβλεψη προστέθηκε το 1982 στη Σύμβαση του Montego Bay (η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα το 1995). Κάποιες έρευνες εκτός των ελληνικών χωρικών υδάτων ξεκίνησαν, αλλά ανεστάλησαν τον Ιανουάριο του 1978 με διαταγή του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού (ΓΕΝ) σε εφαρμογή του άρθρου 6 του Πρακτικού της Βέρνης.

Το 1981 ο Στέφανος Μάνος ως υπουργός Ενέργειας έθεσε στο ΓΕΝ και στον υπουργό Αμυνας Ευάγγελο Αβέρωφ το ερώτημα αν η αναστολή των ερευνών εξακολουθεί να ισχύει, παρά το γεγονός ότι οι συζητήσεις με την Τουρκία για την υφαλοκρηπίδα είχαν σταματήσει από το 1980. Ο Αβέρωφ απάντησε ότι οι λόγοι «ήδη εξέλιπον», με αποτέλεσμα ο Μάνος να αποφασίσει στις 24 Αυγούστου 1981 ότι οι έρευνες μπορούν να αρχίσουν εκ νέου. Παρ’ όλα αυτά, δεν επικράτησε οργασμός δραστηριότητας, αφού η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ φημολογείτο ότι ετοιμαζόταν να διαπραγματευτεί εκ νέου ή ακόμη και να κρατικοποιήσει την εκμετάλλευση κοιτασμάτων. Κάποιες μυστικές έρευνες πραγματοποιήθηκαν επί ΠΑΣΟΚ, αλλά σταμάτησαν έπειτα από αντιδράσεις των Τούρκων.

Από τον Πρίνο στο Λιβυκό Πέλαγος

Το 1987 το ελληνικό κράτος εξαγοράζει μερίδια ξένων εταιρειών της Κοινοπραξίας Βορείου Αιγαίου. Ο Τούρκος πρέσβης στην Αθήνα αναζητεί διαβεβαιώσεις ότι δεν έχει αποφασιστεί επανέναρξη ερευνών, αλλά λαμβάνει την απάντηση, σε συνάντησή του στο ΥΠΕΞ με τον υφυπουργό Εξωτερικών Γιάννη Καψή, ότι η Ελλάδα έχει δικαίωμα να κάνει όσες έρευνες θέλει. Αυτό δεν σήμαινε ότι θα ξεκινούσαν έρευνες, αλλά οι Τούρκοι έτσι το ερμήνευσαν και έστειλαν το υδρογραφικό «Πίρι Ρέις», συνοδεία πέντε τουρκικών πολεμικών, έως τα ανοικτά της Χαλκιδικής. Το πλοίο επέστρεψε στον Μαρμαρά με σκοπό να ξαναβγεί στο Αιγαίο. Ο Παπανδρέου δίνει την αίσθηση ότι θα βυθίσει το «Πίρι Ρέις» σε περίπτωση που επιστρέψει και ότι θα οδηγήσει την Ελλάδα στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας (!). Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Εντμουντ Κίλι διαβεβαιώνει την Αγκυρα ότι δεν υπάρχει ελληνικό σχέδιο ερευνών. Το «Πίρι Ρέις» δεν επιστρέφει και η κρίση εκτονώνεται. 

Τον Φεβρουάριο του 1988, στο Νταβός, ο Παπανδρέου συναντά τον Τούρκο πρόεδρο Τουργκούτ Οζάλ και συμφωνούν στη φράση «μη πόλεμος». Ο «μη πόλεμος» αποκτά περιεχόμενο με το Μνημόνιο της Βουλιαγμένης (Μάιος 1988) και το Μνημόνιο της Κωνσταντινούπολης (Σεπτέμβριος 1988), με τα οποία οι υπουργοί Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας και Μεσούτ Γιλμάζ συμφωνούν ότι η Ελλάδα δεσμεύεται ότι δεν θα πραγματοποιεί έρευνες στο Αιγαίο πέρα από τα 6 μίλια των χωρικών υδάτων (δηλαδή «φρεσκάρουν» τη Βέρνη). Στο μεταξύ, η «αγορά του αιώνα» του 1985 φέρνει στην Ελλάδα τα πρώτα F-16 με την ίδρυση της 330 Μοίρας (Κεραυνός) το 1989, η οποία έγινε επιχειρησιακή τον Απρίλιο του 1990. Ακολούθησαν άλλες τρεις παραγγελίες F-16, με πρώτη την παραγγελία άλλων 40 F-16 από την κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1992. 

Πετρέλαιο και casus belli

Στις 23 Ιανουαρίου 1995 συζητείται στη Βουλή (και στις 8 Φεβρουαρίου 1995 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) ο νόμος 2289 που κατέθεσε στη Βουλή ο υπουργός Βιομηχανίας Κώστας Σημίτης με τίτλο «Αναζήτηση, έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων». Ο ν. 2289/95 ενσωματώνει την ευρωπαϊκή οδηγία 94/22/EC και εκσυγχρονίζει τον ν. 468/1976: Την ίδια περίοδο εισάγεται στη Βουλή η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας. Πρόκειται για την περίφημη σύμβαση του Montego Bay, η οποία υπογράφηκε στις 10/12/1982 (έπειτα από περισσότερα από 14 χρόνια διαβουλεύσεων μεταξύ κρατών σε όλο τον κόσμο), αλλά η έναρξη ισχύος της πραγματοποιήθηκε στις 14/11/1994. 

Η Σύμβαση κατατέθηκε προς κύρωση στην ελληνική Βουλή στις 26 Ιανουαρίου 1995, τρεις ημέρες μετά τη συζήτηση του νομοσχεδίου για το «φρεσκάρισμα» του πλαισίου για τους υδρογονάνθρακες. Μπορεί να ήταν σύμπτωση, αλλά ένας προσεκτικός παρατηρητής δεν θα απέκλειε τη ύπαρξη κάποιου μυστικού σχεδιασμού. Η σύμβαση αυτή προβλέπει για πρώτη φορά ρητώς ότι ένα κράτος έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα έως τα 12 μίλια. Η Βουλή ψηφίζει τη Σύμβαση στις 31 Μαΐου 1995 και, πριν ακόμη δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (κάτι που έγινε στις 23/6/1995 ως νόμος 2321/95), η τουρκική Εθνοσυνέλευση ψηφίζει διά βοής στις 8 Ιουνίου 1995 την εξουσιοδότηση προς την τουρκική κυβέρνηση να θεωρήσει αιτία πολέμου (casus belli) οποιαδήποτε επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια. 

Σημειώνεται ότι εάν τα ελληνικά χωρικά ύδατα επεκταθούν στα 12 μίλια, τότε το μεγαλύτερο μέρος της υφαλοκρηπίδας (που έχουμε αποδεχθεί ότι βρίσκεται υπό συζήτηση ήδη από τη δικτατορία) μετατρέπεται σε ελληνικό κυρίαρχο χώρο και δεν απομένει κάποια ιδιαίτερη θαλάσσια έκταση για να συζητηθεί με την Τουρκία. Η Αγκυρα προφανώς θεώρησε ότι ο εκσυγχρονισμός του θεσμικού πλαισίου για τους υδρογονάνθρακες συνδυάζεται με την εισαγωγή στο ελληνικό δίκαιο της σύμβασης του Montego Bay, έτσι ώστε να πραγματοποιηθεί η επέκταση στα 12 μίλια, να λυθεί αυτομάτως και υπέρ της Ελλάδας η συζήτηση για την υφαλοκρηπίδα και να ξεκινήσουν έρευνες σε περιοχές πέραν των 6 μιλίων (όπως π.χ. στη θέση «Μπάμπουρας»).

Το casus belli ανέβασε την ένταση, η οποία ξέσπασε επτά μήνες αργότερα με την κρίση των Ιμίων. Ο Κώστας Σημίτης ακολούθησε στη συνέχεια μια διπλή στρατηγική, αφενός με την αύξηση των αμυντικών δαπανών, αφετέρου με την άρση του βέτο για την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε. – Τουρκίας με αντάλλαγμα τη συναίνεση της Τουρκίας για την παραπομπή στη Χάγη των διαφορών για την υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο (Συμφωνία του Ελσίνκι).

Το 2004 ο Κώστας Καραμανλής επέτρεψε την έναρξη ευρωτουρκικών διαπραγματεύσεων χωρίς παραπομπή των διαφορών στη Χάγη, διότι εκτιμούσε ότι το Ελσίνκι αναγνωρίζει κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας στο Αιγαίο (έστω κι αν πολλοί θεωρούν ότι η αναγνώριση αυτή έχει ήδη συμβεί με το Πρωτόκολλο της Βέρνης του Κωνσταντίνου Καραμανλή) και κυρίως ότι η Χάγη μπορεί να λάβει αποφάσεις για την υφαλοκρηπίδα που να μην μπορεί να αποδεχθεί η ελληνική Βουλή. 

Εκεί στον Νότο

Στις 22/8/2011 δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο νόμος 4001 (νόμος Μανιάτη) που «φρεσκάρει» τον νόμο Σημίτη του 1995 και με τη σειρά του έχει εμπλουτιστεί από τον πρόσφατο ν. 4994/2022. Το 2011, επί κυβερνήσεως Γιώργου Παπανδρέου, η νορβηγική εταιρεία PGS προχώρησε σε έρευνες σε ολόκληρο το Ιόνιο έως την ανατολική ακτή της Κρήτης.

Παράλληλα, τον Σεπτέμβριο του 2011, ένα μήνα μετά τη συμφωνία της Κύπρου με την αμερικανική Noble, η Τουρκία αναθέτει σε νορβηγικές εταιρείες το «σκανάρισμα» περιοχών του Νοτιοανατολικού Αιγαίου κοντά στο Καστελλόριζο, όπου φέρεται να ανακαλύπτει ενδιαφέροντα πράγματα. Η συζήτηση περί υδρογονανθράκων άρχισε να «ανάβει» περισσότερο γιατί εκείνη την περίοδο πραγματοποιήθηκαν σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις που κατέστησαν εφικτές τις εξορύξεις σε μεγάλα βάθη. Μέχρι τότε το ενδιαφέρον περιοριζόταν το πολύ έως τα 500 μέτρα βάθος. 

Η ελληνική οικονομική κρίση, αλλά και οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και του αερίου, εξασθένισαν τους ρυθμούς προόδου, ωστόσο η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, πάλι με τον Γιάννη Μανιάτη υπουργό Ενέργειας, προχώρησε τα πράγματα.

Η κυβέρνηση Τσίπρα με τις περιβαλλοντικές ευαισθησίες της περιφρόνησε τους ενεργειακούς θησαυρούς. Κι έτσι φθάσαμε στο 2019, όπου οι μετέχοντες στην ενεργειακή συζήτηση αδημονούσαν να αναλάβει νέες πρωτοβουλίες η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Στις 30 Οκτωβρίου 2019, σε κλειστή συζήτηση του think tank «Κύκλος» του Ευάγγελου Βενιζέλου, ο διευθύνων σύμβουλος των ΕΛΠΕ Γιάννης Γρηγορίου παρουσίασε slide (που έμοιαζε σαν υπερηχογράφημα εμβρύου) με το κοίτασμα «Τάλως» νοτίως της Κρήτης, λέγοντας ότι πρέπει επιτέλους να αναληφθούν πρωτοβουλίες. Λίγες ημέρες αργότερα η Τουρκία ανέλαβε την πρωτοβουλία να υπογράψει με τη Λιβύη το τουρκολιβυκό μνημόνιο, που δεν αναγνωρίζει υφαλοκρηπίδα στην Κρήτη πέρα από τα χωρικά ύδατα των 6 μιλίων. Παράλληλα, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2020 το «Ορούτς Ρέις» έφθασε έως 6 μίλια από το Καστελλόριζο.

Ο χάρτης της «Γαλάζιας Πατρίδας» έρχεται να ενώσει όλα τα παραπάνω σε μια ενιαία τουρκική αφήγηση, βάσει της οποίας κανένα ελληνικό νησί δεν έχει υφαλοκρηπίδα και υφαλοκρηπίδα διαθέτει μόνο η ελληνική ηπειρωτική ακτή, η οποία σταματάει στο μέσο του Αιγαίου. 

Προ ημερών η κυβέρνηση Μητσοτάκη με δύο NAVTEX αμφισβήτησε στην πράξη το τουρκολιβυκό μνημόνιο και παραχώρησε  την άδεια στην ExxonMobil να πραγματοποιήσει για 30 ημέρες έρευνες σε περιοχές νοτιοδυτικά και δυτικά της Κρήτης. Παράλληλα, οι στρατηγικές συμφωνίες με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ και οι παραγγελίες νέων όπλων, όπως τα καταδιωκτικά Rafale και οι φρεγάτες FDI Belharra, εντάσσονται στο ίδιο τρίπτυχο –κοιτάσματα, κρίσεις, εξοπλισμοί– που αυτοτροφοδοτείται στο διηνεκές τα τελευταία 50 χρόνια.

(του Παύλου Παπαδόπουλου, Καθημερινή)