Στο πότε θα μπορούμε να γνωρίζουμε τι κρύβεται στο υπέδαφος των θαλάσσιων οικοπέδων δυτικά και νοτιοδυτικά της Κρήτης και πόσος χρόνος θα μεσολαβήσει από τις έρευνες μέχρι να φτάσουμε στο πιθανό σενάριο να μπορούμε να παράγουμε ενέργεια απαντά σε πρόσφατη συνέντευξή του στο flashnews.gr και τη δημοσιογράφο Τώνια Λιοδάκη ο Καθηγητής του Πολυτεχνείου Κρήτης και Διευθυντής του Ινστιτούτου Γεωενέργειας του ΙΤΕ, Νίκος Πασαδάκης.
Ο κ. Πασαδάκης αναφέρεται επίσης στο οικονομικό όφελος γενικά αλλά και το επιπρόσθετο όφελος ειδικά στην Κρήτη.
Από την πλευρά, της η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Γεωενέργειας του ΙΤΕ, Εβίνα Γοντικάκη, αναφέρθηκε στις ανησυχίες που έχουν διατυπωθεί για πιθανές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Η συνέντευξη έχει ως εξής:
Κύριε Πασαδάκη πόσες και ποιες φάσεις περιλαμβάνουν οι έρευνες για φυσικό αέριο στα θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης;
«Αυτή η διαδικασία είχε αρχικά ξεκινήσει το 2012 με τους διαγωνισμούς παραχώρησης περιοχών για έρευνες στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Τότε δεν υπήρξαν ανάδοχοι. Στη συνέχεια εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον της Τotal και της Exxon Mobil σε συνεργασία με τα Ελληνικά Πετρέλαια, να αναλάβουν έρευνες σε αυτή την περιοχή. Τελικά αυτό το ενδιαφέρον συμβασιοποιήθηκε το 2019. Από τότε «τρέχει» ένα χρονοδιάγραμμα το οποίο ήδη παρουσιάζει δυο χρόνια καθυστέρηση.
Έχουμε καθυστερήσει πάρα πολύ στον τομέα αυτό. Δεν είναι μόνο τα μεγάλα κοιτάσματα, υπάρχουν και μικρά που θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν ένα 20-30 % των ενεργειακών αναγκών και παρόλα αυτά δεν έχουμε κάνει τίποτα. Ανησυχώ για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε εδώ στην Ελλάδα την έρευνα των υδρογονανθράκων, σαν να είναι θέμα που μπορούμε να το ανακινούμε όποτε μας συμφέρει ή όχι. Είναι διαδικασίες που θέλουν χρόνο, συνέχεια και συνέπεια. Η Ελλάδα δεν τα έχει καταφέρει καθόλου σε αυτόν τον τομέα. Από τη δεκαετία του 80 έχουμε συνεχείς «καμπάνιες», αναθέτουμε, σηκώνουμε ψηλά τον πήχη και φοβάμαι ότι πολλά από αυτά τα κάνουμε για εσωτερική κατανάλωση. Θα πρέπει αυτή τη δεκαετία να έχουμε μια συνεπή πολιτική.
Ουσιαστικά τώρα ξεκινάμε από την αρχή. Στην παρούσα φάση, μια τέτοια παραχώρηση προβλέπει γεωφυσικές έρευνες Α’ φάσης, ενδεχομένως να χρειαστούν γεωφυσικές έρευνες Β’ φάσης και στη συνέχεια ερευνητικές γεωτρήσεις. Αν όλα πάνε καλά περνάμε στις εξορύξεις.
Αρχικά υπάρχει ένα γεωλογικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο εκτιμάται ότι σε αυτή την περιοχή έχουμε ενδείξεις ύπαρξης υδρογονανθράκων. Με τις γεωφυσικές έρευνες προσπαθούμε στην ουσία να επιβεβαιώσουμε ή όχι, αυτή την αρχική γεωλογική υπόθεση. Οι γεωφυσικές έρευνες είναι στην ουσία μια «ακτινογραφία» του υπεδάφους. Από τον τρόπο με τον οποίο επιστρέφει το ηχητικό σήμα που στέλνουμε κάτω, μπορούμε να γνωρίζουμε αν πρόκειται για ασβεστόλιθο ή για ψαμμίτη. Ψάχνουμε δηλαδή να δούμε αν υπάρχουν μεγάλες δομές οι οποίες έχουν υλικό το οποίο να μπορούμε να συσχετίσουμε με κάτι πορώδες, όπως ο ψαμμίτης και άρα να υποθέσουμε ότι εκεί είναι αποθηκευμένο πετρέλαιο.
Οι γεωφυσικές έρευνες είναι δυο και τριών διαστάσεων. Αν οι 2D έρευνες δώσουν ενδιαφέροντα στοιχεία, περνάμε στις 3D έρευνες. Αν θέλαμε να το παρομοιάσουμε θα λέγαμε ότι κατά κάποιο τρόπο είναι σαν να κάνουμε πρώτα μια «ακτινογραφία» και μετά να αποφασίζουμε να κάνουμε «μαγνητική». Οι 3D έρευνες θα βοηθήσουν να βρούμε και ακριβώς τα σημεία που θα πρέπει να τρυπήσουμε. Αν είναι θετικά τα στοιχεία και των τρισδιάστατων ερευνών τότε προχωράμε σε ερευνητικές γεωτρήσεις».
Πώς μεταφράζονται όλες αυτές οι φάσεις σε χρόνο;
«Αυτή τη στιγμή γίνονται γεωφυσικές έρευνες 2D. Απαιτείται περίπου 1 χρόνος για να γίνει και η επεξεργασία. Εάν περάσουμε καλώς εχόντων των πραγμάτων στις 3D μελέτες χρειάζεται επίσης περίπου 1 χρόνος ερευνών. Αν όλα τα αποτελέσματα είναι ικανοποιητικά, πάμε σε ερευνητική γεώτρηση.
Οι γεωτρήσεις δεν ξεκινούν από τη μια μέρα στην άλλη. Από τη στιγμή που θα πάρει την απόφαση η εταιρεία θα πρέπει να γίνουν διαδικασίες όπως να εγκατασταθεί το γεωτρύπανο και να φτιαχτούν αναγκαίες υποδομές υποστήριξης αυτών των δραστηριοτήτων από την ξηρά (σε αυτά τα βαθιά νερά δε μιλάμε για εξέδρα γεώτρησης). Περίπου άλλα 1 με 2 χρόνια απαιτούνται για τη γεώτρηση. Η συνήθης πρακτική είναι μια εταιρεία – ειδικά αν έχει καλά αποτελέσματα – να κάνει αμέσως και 2η και 3η γεώτρηση για να περιχαρακώσει το κοίτασμα και να δει πόσο μεγάλο είναι.
Εφόσον όλα πάνε καλά, προχωράμε στην ανάπτυξη του κοιτάσματος και την εκμετάλλευση. Αν είμαστε τυχεροί και έχουμε καλά ευρήματα, σε περίπου 6-7 χρόνια, δηλαδή στο τέλος της δεκαετίας θα είμαστε σε θέση να κάνουμε παραγωγή. Είναι ένα σενάριο και χρονοδιάγραμμα που θέλει αρκετή τύχη.
Έτσι δουλεύει η βιομηχανία του πετρελαίου. Οι εταιρείες τρυπάνε και 1 στις 8 – 10 γεωτρήσεις είναι πετυχημένες. Γι’ αυτό, αν υπάρχουν καλά γεωλογικά και γεωφυσικά στοιχεία, κανείς δεν απογοητεύεται αν δεν έχει μια καλή πρώτη γεώτρηση. Για παράδειγμα την περιοχή του τεράστιου κοιτάσματος ΖΟΡ στην Αίγυπτο χρειάστηκε να γίνουν πολλές γεωτρήσεις μέχρι να βρουν το φυσικό αέριο».
Οι υποθέσεις που διατυπώνονται δημοσίως για τα πιθανά αποθέματα φυσικού αερίου στην περιοχή, ακούγονται πολύ αισιόδοξες. Έχουν βάση αυτές οι εκτιμήσεις; Είναι όντως τόσο ενθαρρυντικές οι ενδείξεις;
«Ναι, οι ενδείξεις που έχουμε από ανάλογες δομές στην ανατολική Μεσόγειο, δείχνουν ότι υπάρχει πολύ φυσικό αέριο. Οι αισιόδοξες εκτιμήσεις που ακούγονται, έχουν κάποια βάση σε επίπεδο πάντα ενδείξεων».
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι τα μεγάλα βάθη στη συγκεκριμένη περιοχή λειτουργούν αποτρεπτικά;
«Αν ήταν αποτρεπτικά δε θα το συζητούσε κανείς. Δε θα έμπαινε η Exxon Mobil στη διαδικασία να υπόσχεται γεώτρηση αν ήξερε ότι αυτή δε γίνεται. Στην ανατολική Μεσόγειο δεν γίνονταν γεωτρήσεις πριν από πολλά χρόνια, γιατί δεν υπήρχε η τεχνολογία για τόσο βαθιά νερά. Τώρα εδώ έχουμε περίπου 3χλμ νερό και από εκεί και κάτω πρέπει να τρυπήσουν περίπου άλλα 3 χλμ. Είναι φαραωνικό έργο, αλλά υπάρχει πλέον η τεχνογνωσία. Στον κόλπο του Μεξικού τρυπάνε ήδη σε τέτοια βάθη».
Στην παρούσα διεθνή συγκυρία οι έρευνες για φυσικό αέριο εμφανίζουν χαρακτήρα επιτακτικό. Ωστόσο, με δεδομένο ότι η Ευρώπη στρέφεται τα τελευταία χρόνια στην πράσινη ενέργεια και στοχεύει στην απεξάρτηση από τον άνθρακα, κατά πόσο το εγχείρημα αυτό, μετά το τέλος της ενεργειακής κρίσης, δε θα «ξεπεραστεί» από τις ίδιες τις εξελίξεις;
«Ακόμα και στις καλύτερες στιγμές της πράσινης ευφορίας όλοι αναγνώριζαν ότι δεν μπορούμε από τη μια μέρα στην άλλη να περάσουμε σε παραγωγή ενέργειας από αμιγώς εναλλακτικές μορφές. Υπάρχουν πολύ μεγάλα τεχνολογικά εμπόδια για να γίνει αυτό. Οι ανανεώσιμες πηγές δεν έχουν δυνατότητα ακόμα να αποθηκεύσουν το προϊόν τους. Την ενέργεια θέλουμε να την έχουμε αδιάλειπτα όλο το 24ωρο. Η ικανότητα όμως που έχουμε να αποθηκεύουμε ρεύμα σε μπαταρίες είναι πεπερασμένη. Δεν μπορείς να φανταστείς αποθήκευση ρεύματος για μια ολόκληρη πόλη σε μπαταρίες από ανανεώσιμες πηγές. Επίσης το κόστος της αποθήκευσης είναι τεράστιο καθώς για να παραχθούν οι μπαταρίες που απαιτούνται, χρειάζεται να εξορυχθούν χιλιάδες τόνοι μεταλλευμάτων. Η εξόρυξη αυτή αφήνει επίσης μεγάλο περιβαλλοντικό αποτύπωμα. Δεν έχουμε λοιπόν λύσει το θέμα της αποθήκευσης και δεν έχουμε ακόμα την τεχνολογία ανακύκλωσης αυτών των υλικών σε μεγάλη κλίμακα άρα δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε αυτή τη στιγμή σταθερότητα στο ενεργειακό σύστημα από εναλλακτικές πηγές ενέργειας».
Στην περίπτωση που φτάσουμε στη φάση της παραγωγής σε τι ποσοστά θα ανέρχονται τα έσοδα για τη χώρα και αν θα υπάρξει επιπρόσθετο όφελος για την Κρήτη τόσο οικονομικά όσο και ερευνητικά;
«Σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, το 20% είναι φόρος για τις πετρελαϊκές εταιρείες από την παραγωγή, συν 5% πρόσθετος φόρος για την οικεία περιφέρεια. Μετά αναλόγως τη σύμβαση, το ποσοστό εσόδων του κράτους από την πώληση του αερίου κυμαίνεται συνήθως από 40% μέχρι ακόμα και 60%. Υπάρχουν όμως επιπλέον πολλαπλάσια κέρδη σε μια τέτοια βιομηχανία. Δεν πρέπει να μας ενδιαφέρουν μόνο οι θέσεις εργασίας αλλά πρέπει να μας ενδιαφέρουν και οι καλές θέσεις εργασίας. Δεν υποτιμάμε καμιά δουλειά, αλλά η τεχνογνωσία και η προστιθέμενη αξία που φέρνει η χωριάτικη σαλάτα και η τεχνογνωσία και η προστιθέμενη αξία που φέρνει μια εταιρεία που θα υποστηρίζει μηχανολογικά ένα γεωτρύπανο είναι διαφορετική. Αυτό έχει αντίκτυπο και στο ίδιο το «στήσιμο» της χώρας. Μια χώρα που έχει βιομηχανία, θα αναπτύξει την εκπαίδευση και την έρευνά της και είναι καλό να αναπτύσσεσαι σε αυτούς τους τομείς και όχι μόνο στο airbnb και στη χωριάτικη σαλάτα. Και αυτά φέρνουν χρήματα αλλά ας μη μένουμε μόνο εκεί».
Κίνδυνος ατυχήματος και αντίκτυπος στο περιβάλλον
Αναφορικά με τον πιθανό περιβαλλοντικό κίνδυνο η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Γεωενέργειας του ΙΤΕ, Εβίνα Γοντικάκη που εξειδικεύεται στη θαλάσσια οικολογία και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στο θαλάσσιο περιβάλλον οι γεωτρήσεις και εξορύξεις, ανέφερε τα εξής:
«Θεωρώ ότι εφόσον όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι θα βρούμε φυσικό αέριο και όχι πετρέλαιο, οι πιθανότητες για ένα ατύχημα καταστροφικό για το περιβάλλον είναι μικρές. Οι περιβαλλοντικές καταστροφές από εξορύξεις είναι συνυφασμένες με το πετρέλαιο γιατί αυτές έχουν και τη μεγαλύτερη επίπτωση. Με το φυσικό αέριο, όμως πιο πολύ θα ανησυχούσαμε στην περίπτωση ατυχήματος για την ασφάλεια των εργαζομένων στα καράβια και στις πλατφόρμες παρά για το περιβάλλον. Αν γίνει κάποια διαρροή φυσικού αερίου δε θα έχουμε μεγάλες επιπτώσεις, γιατί συνήθως αυτές είναι τοπικές, στον βυθό. Γενικά πάντως λαμβάνονται αρκετά μέτρα ασφάλειας. Εν ολίγοις, ακόμα και ατύχημα να γίνει, δε θα ζήσουμε αυτό που είδαμε στον κόλπο του Μεξικού».
Από την πλευρά του, ο κ. Πασαδάκης ανέφερε σχετικά τα εξής:
«Κάθε δραστηριότητα είναι μια επέμβαση στο περιβάλλον. Ακόμα και η πτήση ενός αεροπλάνου ή η κίνηση ενός αυτοκινήτου είναι επεμβάσεις στο περιβάλλον. Βάσει των στατιστικών μπορούμε να είμαστε ήσυχοι με την έννοια ότι τα ποσοστά ατυχημάτων είναι πάρα πολύ χαμηλά και η διαθέσιμη τεχνολογία είναι πάρα πολύ καλή. Δεν μπορούμε από τις εκατοντάδες χιλιάδες γεωτρήσεις που γίνονται σε όλο τον κόσμο να κρατήσουμε μόνο το ατύχημα στον κόλπο του Μεξικού. Με αυτή την έννοια θα έπρεπε αντίστοιχα να διαγράψουμε όλη την αεροπορική βιομηχανία και να θυμόμαστε μόνο ένα ατύχημα. Να είμαστε επίσης βέβαιοι, ότι δε θα ρισκάρει καμιά εταιρεία να κάνει ενέργειες που θα της χαλάσουν την επίδοση που έχει στους τομείς της ασφάλειας και του περιβάλλοντος. Όχι γιατί στις βιομηχανίες δραστηριοποιούνται «άγιοι» αλλά γιατί οι απαιτήσεις είναι τέτοιες που στο ιστορικό τους επιδιώκουν να έχουν ως βασικό δείκτη ποιότητας την ασφάλεια και χαμηλές περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Σε αυτό το σημείο βέβαια χρειάζεται να λειτουργεί και ένα σοβαρό κράτος που μπορεί να κάνει έλεγχο. Θα δώσω το παράδειγμα της Νορβηγίας και της Νιγηρίας. Και οι δυο χώρες έχουν πετρέλαιο, η μια όμως έγινε ευημερούσα ενώ η άλλη σπαράσσεται από εμφύλιο και έχει περιβαλλοντικές επιπτώσεις από διαρροές που δεν οφείλονται σε μεγάλα τεχνικά προβλήματα, αλλά θα μπορούσαν να είχαν αντιμετωπιστεί αν υπήρχε σοβαρό κράτος»