Απτά αποτελέσματα έχει φέρει ήδη φέτος η στρατηγική θέση που έχει η Ελλάδα στη νέα «γεωγραφία» της τροφοδοσίας της Ευρώπης με φυσικό αέριο, η οποία μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία αναδεικνύει σε κυρίαρχη «οδό» ανεφοδιασμού τη μεταφορά αερίου από τον Νότο στον Βορρά, όταν τις προηγούμενες 10ετίες η διέλευση ακολουθούσε αντίθετη κατεύθυνση.
Έτσι, ο ρόλος «κλειδί» που έχει η Ελλάδα στην «υποδοχή» φορτίων LNG που καταφθάνουν στη Μεσόγειο, για την τροφοδοσία με αέριο ενός μεγάλου αριθμού χωρών της Ευρώπης που φτάνουν βόρεια έως και την Ουκρανία, έχει ως συνέπεια από το 2022 να καταγράφεται κυριολεκτική εκτίναξη των εξαγωγών καυσίμου από τη χώρα μας.
Η εκτίναξη αυτή σημαίνει πως το 11μηνο του 2022 που προηγήθηκε, οι εξαγωγές αερίου έφτασαν τις 26 Τεραβατώρες, κινούμενες σε υπερτριπλάσια επίπεδα από όλο το 2021. Πέρυσι, οι εξαγωγές είχαν αγγίξει μόλις τις 7,6 Τεραβατώρες.
Εξαιτίας της αύξησης των εξαγωγών, ένα ποσοστό 30% της εγχώριας ζήτησης το 2022 αφορούσε φορτία LNG τα οποία εισήλθαν στο εγχώριο σύστημα μεταφοράς με προορισμό τις εξόδους του ΕΣΜΦΑ στα βόρεια σύνορα. Κάτι που σημαίνει πως περίπου 1 στις 3 Τεραβατώρες καυσίμου που έφτασε στην Ελλάδα, κατέληξε εκτός συνόρων. Αντίθετα, πέρυσι οι εξαγωγές κατέλαβαν λίγο λιγότερο από το 10% (9,8%).
Χωρίς επιστροφή η στροφή στο LNG
Όπως είναι φυσικό, η αύξηση των εξαγωγών συνοδεύεται και από την ενισχυμένη χρήση των εγχώριων υποδομών από ξένες εταιρείες. Είναι ενδεικτικό ότι, από τα 10 φορτία LNG που είναι προγραμματισμένα να «υποδεχτεί» τον Δεκέμβριο η Ρεβυθούσα, τα 3 από αυτά έρχονται για λογαριασμό ξένης εταιρείας και, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, για εξαγωγές. Επομένως, στις ποσότητες που φέτος διήλθαν από την Ελλάδα, θα προστεθούν επιπλέον 0,36 Τεραβατώρες έως το τέλος του έτους.
Αν και η αύξηση των εξαγωγών είναι αλματώδης, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο γεγονός ότι δίνει απλώς μία πρόγευση του ακόμη πιο διευρυμένου ρόλου που αναμένεται να παίξει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια, ως διαμετακομιστικός κόμβος αερίου για την νοτιοανατολική και την κεντρική Ευρώπη. Διεύρυνση που θα προέλθει από το γεγονός ότι, όπως έχει γράψει το energypress, ο πόλεμος στην Ουκρανία πρόκειται να μεταβάλει άρδην και αμετάκλητα τις πηγές τροφοδοσίας της Γηραιάς Ηπείρου, με τη μαζική «στροφή» στις εισαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Μάλιστα, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, η δραστική μείωση των προμηθειών από τη Ρωσία είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή, που χαράσσει αυτή τη στιγμή η Ευρώπη. Κι αυτό γιατί θα παραμείνει για αρκετά χρόνια το ψυχροπολεμικό κλίμα το οποίο έχει πλέον δημιουργηθεί μεταξύ της Ε.Ε. και της Μόσχας, παγιώνοντας επομένως την «απομάκρυνση» των ευρωπαϊκών αγορών από το ρωσικό αέριο.
Για εξαγωγές το 50% της ζήτησης το 2025
Σε αυτό το πλαίσιο, το γεγονός ότι το 2023 θα είναι το πρώτο πλήρες έτος λειτουργίας του IGB (ο οποίος έκανε «πρεμιέρα» τον Οκτώβριο) αναμένεται να συμβάλει στην αύξηση των εξαγωγών ήδη από το επόμενο έτος. Μάλιστα, ήδη δρομολογείται η τεχνική λύση για την οποία έγραφε το energypress, ώστε μέσω του IGB να μπορούν να πραγματοποιηθούν εξαγωγές αερίου που θα καταφθάνει στο FSRU Αλεξανδρούπολης από την πρώτη στιγμή λειτουργίας της υποδομής της Gastrade, δηλαδή στα τέλη του 2023. Επομένως, η νέα «πύλη εισόδου» LNG θα έχει εξαρχής η δυνατότητα εξαγωγής των φορτίων που «υποδέχεται», μέσω του αγωγού.
Παράλληλα, έως το τέλος του έτους η Motor Oil αναμένεται να λάβει την Τελική Επενδυτική Απόφαση για το FSRU Διώρυγα Gas, ενώ την τελική ευθεία βρίσκεται το FID και της Elpedison για το FSRU που σχεδιάζει να εγκαταστήσει στη Θεσσαλονίκη, ανοικτά του Θερμαϊκού Κόλπου. Την ίδια στιγμή, έχει ξεκινήσει η μη δεσμευτική φάση του Market Test από την Mediterranean Gas για το «Αργώ FSRU» στον Βόλο, ενώ η Gastrade διερευνά το ενδεχόμενο για την προσθήκη ενός δεύτερου FSRU στην Αλεξανδρούπολη.
Όπως έχει δηλώσει η διευθύνουσα σύμβουλος του ΔΕΣΦΑ, Μαρία Ρίτα Γκάλι, επενδύσεις όπως οι παραπάνω αναμένεται να αυξήσουν την εξαγωγική ικανότητα του ΕΣΦΑ στα στα 8,5 bcm (83 TWh). Αν αυτή η δυναμικότητα αξιοποιηθεί για εξαγωγές, τότε θα υπερτριπλασιαστούν το 2025, συγκριτικά με τη φετινή «επίδοση», οι ποσότητες που θα καταφθάνουν στη χώρα μας με προορισμό βορειότερες αγορές.
Έτσι, στην περίπτωση που έως τότε η εγχώρια κατανάλωση παραμείνει στα υφιστάμενα επίπεδα, αυτό θα σημαίνει πως το 50% της εγχώριας ζήτησης θα αφορά σε εξαγωγές. Κάτι που πέρα από τα γεωστρατηγικά οφέλη θα έχει και άμεση επίπτωση στη μείωση του κόστους εφοδιασμού της εγχώριας αγοράς. Κι αυτό γιατί η αύξηση των ποσοτήτων καυσίμου που μεταφέρονται μέσω του ελληνικού δικτύου, ανεξάρτητα από το αν προορίζονται για κατανάλωση εντός ή εκτός συνόρων, ανοίγει τον δρόμο για τη μείωση των χρεώσεων του συστήματος.