Οι έρευνες για υδρογονάνθρακες έχουν βρεθεί στο περιθώριο παρά τις προοπτικές που εκτίμησε ο επικεφαλής της ΕΔΕΥ
Τόσο οι έρευνες για υδρογονάνθρακες όσο και η ιδιωτικοποίηση των Ελληνικών Πετρελαίων δεν συζητούνται πλέον από κανέναν.
Πριν δύο μήνες ο νέος επικεφαλής της ΕΔΕΥ αφιχθείς από τη Νορβηγία κ. Αριστοφάνης Στεφάτοςείχε δώσει ένα στίγμα, το οποίο προς στιγμήν δημιούργησε την αίσθηση, ότι οι υδρογονάνθρακες θα επανέρχονταν στο προσκήνιο.
Είχε πει σε ημερίδα της ΙΕΝΕ : "Υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η Ελλάδα -και ειδικότερα η Κρήτη- θα μπορούσε να φιλοξενεί σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου. Αποστολή μας είναι να ενθαρρύνουμε με κάθε τρόπο τους επενδυτές να προχωρήσουν γρήγορα στις απαραίτητες σεισμικές και γεωλογικές έρευνες για να υπάρξει σαφήνεια για την ύπαρξη, το μέγεθος και τη δυνητική αξίατων κοιτασμάτων αυτών».
Αυτό σημαίνει, κατέληξε, ότι η Ελλάδα έχει στην παρούσα φάση μια μοναδική ευκαιρία να αναπτύξει δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης για κοιτάσματα φυσικού αερίου, συμβάλλοντας στην προώθηση της «πράσινης» μετάβασης και της ασφάλειας εφοδιασμού και αποκομίζοντας στην πορεία σημαντικά οικονομικά και γεωστρατηγικά οφέλη».
Είχε προηγηθεί στο τριήμερο 7-9 Οκτωβρίου η μεγάλη συγκέντρωση των εκπροσώπων μεγάλων πετρελαϊκών εταιριών στην Αθήνα. Συγκεκριμένα εκπρόσωποι πετρελαϊκών εταιριών που είχαν υπερβει τους 70, μεταξύ των οποίων όλοι οι μεγάλοι επενδυτές των γεωτρήσεων, όπου ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΔΕΥ κ. Στεφάτος παρουσίασε τις προοπτικές για τα ελληνικά κοιτάσματα. Αυτό κατά παρατηρητές και αναλυτές έδειχνε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε αποφασίσει να επαναδραστηριοποιηθεί στις έρευνες για τους υδρογονάνθρακες. Όπως ανέφεραν, αυτό άλλωστε ήταν επιβεβλημένο από την συγκυρία, όπου η αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου αλλά και οι μακροχρόνιες προοπτικές του, επιτάσσουν να προχωρήσουν οι έρευνες.
Η αποτίμηση των 250 δισ
Λίγες μέρες αργότερα ο κ. Στεφάτος μιλούσε για την δυνητική αξία των 250 δισ των ελληνικών κοιτασμάτων.
Το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προβλέπει αύξηση της ζήτησης αερίου κατά 40%, είπε ο κ. Στεφάτος τονίζοντας τα οφέλη που θα μπορούσαν να προκύψουν για την Ελλάδα από την «κεφαλαιοποίηση» (monetization) των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου. Σύμφωνα με μελέτες της ΕΔΕΥ η δυνητική αξία των ελληνικών κοιτασμάτων είναι της τάξης των 250 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 25 ετών. Μάλιστα η εκτίμηση αυτή έχει γίνει με τιμή αναφοράς τα 50-60 δολ/βαρέλιπετρελαίου και όχι με τα σημερινά δεδομένα της εκτίναξης των τιμών. Από το σύνολο των 250 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι τα έσοδα του ελληνικού δημοσίου θα μπορούσαν να φθάσουν στα 56 δισ. ευρώ και οι επενδύσεις στα 46 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό η ΕΔΕΥ επιδιώκει την επανενεργοποίηση των ερευνών ειδικά για φυσικό αέριο στα θαλάσσια πεδία που έχουν παραχωρηθεί, καθώς οι σχετικές διαδικασίες πάγωσαν με την πανδημία και τη βουτιά των διεθνών τιμών το 2020. Η ΕΔΕΥ θεωρεί ότι η τρέχουσα συγκυρία των υψηλών τιμών του αερίου αλλά και η σταδιακή αναγνώριση του φυσικού αερίου ως το καυσίμου «γέφυρα» για επίτευξη των στόχων για το Κλίμα αποτελεί μια ευκαιρία που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Οι διαφορετικές προτεραιότητες
Το μπαράζ αυτό δεν είχε συνέχεια και γρήγορα έχασε την λάμψη του. Μάλιστα αυτό που οι κυβερνητικές πηγές άφηναν να εννοηθεί, είναι η προτεραιότητα είναι τα Υπεράκτια Αιολικά. Όταν είχε ρωτηθεί σχετικά ο κ. Στεφάτος είχε πει, ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Ασφαλώς και αν θέλει κανείς να δει προβλήματα από τον συνδυασμό των δύο
κλάδων, δεν μπορεί παρά να εντοπίσει αρκετά ζητήματα που μπορεί να αναδειχθούν. Παράλληλα ο κλάδος του φυσικού αερίου αποτελεί μια παγίως μείζονα παράμετρο των τουρκικών προκλκήσεων, την ίδια ώρα που οι έρευνές στην κυπριακή ΑΟΖ βρίσκονται σε εξέλιξη. Το όλο θέμα προς το παρόν επίσημα δεν έχει κλείσει, όμως είναι σαφές ότι έχει περιθωριοποιηθεί.
Η ιδιωτικοποίηση που αυτο - ακυρώθηκε
Η ιδιωτικοποίηση των ΕΛΠΕ είναι μια από αυτές που είχαν ξεκινήσει από τις μνημονιακές περιόδους. Αυτή την υπόθεση την πήρε μαζί του ο κορωνοϊός, αφού κάθε συζήτηση σταμάτησε με την μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου και μετά τον Μάρτιο του 2020 δεν επανήλθε ποτέ.
Η μόνη σημαντική εξέλιξη είναι ότι η δίοικηση μετεβιβάσθη πλήρως στον όμιλο Λάτση που διατηρεί και το μεγαλύτερο ποσοστό στην εταιρία.
Θα ήταν ενδιαφέρον να εξέταζε κανείς αν θα μπορούσαν τα ΕΛΠΕ να προκαλέσουν επενδυτικό ενδιαφέρον με τα νέα δεδομένα, όπου πρόγραμμα Vision 25 δίνει τις νέες κατευθυντήριες γραμμες.
Το επενδυτικό πρόγραμμα του ομίλου είναι ιδιαίτερα φιλόδοξο, την ώρα που η κεφαλαιακή του διάρθρωση υπολείπεται έναντι των μεγάλων ενεργειακών ομίλων που έχουν βελτιώσει σημαντικά τις σχέσεις καθαρό χρέος προς EBITDA, καθώς και τον δείκτη ίδια/ξένα, όπως η ΔΕΗ, η Μυτιληναίος αλλά και η Motor Oil, ενώ η κεφαλαιοποίησή του έχει πάψει προ πολλού είναι η υψηλότερη του κλάδου.
Όπως έχει δείξει το 9μηνο τα ίδια κεφάλαια είναι στα 2 δισ και οι συνολικές υποχρεώσεις στα 5 δισ. Την ίδια ώρα οι ταμειακές ροές αρνητικές πάνω από 200 εκατ και η μείωση των διαθεσίμων κατά 298 εκατ.
Παρά τα δεδομένα αυτά θα πρέπει κανείς να δώσει χρόνο στην δίοικηση να υλοποιήσει το πρόγραμμά της που βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις ΑΠΕ και το Υδρογόνο.
Κομβικές θα είναι οι αναλύσεις των διεθνών οίκων, που μέχρι την πρόσφατη περίοδο τηρούσαν στάση αναμονής για τον Όμιλο.
www.worldenergynews.gr