Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019

Η ΓΣΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΩΤΑΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ

Η αύξηση  του κατώτατου μισθού που ανακοινώθηκε, χρησιμοποιείται ως φύλλο συκής για τη μη αποδοχή του κυρίαρχου αιτήματος της ΓΣΕΕ, για άμεση επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ,χωρίς διακρίσεις και με ταυτόχρονη νομοθέτηση της αποκατάστασης της αρμοδιότητας του εφεξής καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, για όλους τους εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΓΣΣΕ).

Η ΓΣΕΕ θεωρεί επί της αρχής, ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού είναι επιβεβλημένη και κινείται σε θετική κατεύθυνση, θέτει όμως για μία ακόμα φορά τα ερωτήματα που αναδεικνύουν την πραγματικότητα:

1. Είναι πραγματική η αύξηση; Η αύξηση κατά περίπου 11% του κατώτατου μισθού αντισταθμίζει στο μισό την απώλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που επιβλήθηκε το 2012. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι   εάν παράλληλα εφαρμοστεί η ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολόγητου, η αύξηση αυτή θα εξανεμιστεί από τη φορολογία, λαμβάνοντας υπόψη ότι ήδη οι εργαζόμενοι είναι τα μεγάλα υποζύγια και πιθανά τα πιο συνεπή του φορολογικού συστήματος. Οι εργαζόμενοι θα κληθούν να επιστρέψουν στο Κράτος σχεδόν ολόκληρο το ποσό της αύξησης, καθώς μεγάλο μέρος του αφορολογήτου, μέχρι τώρα εισοδήματός τους ,θα φορολογείται πλέον με συντελεστή 22%, σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ισχύοντα.

2. Λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες βιοπορισμού των εργαζομένων; Είναι απαράδεκτο, ιδιαίτερα μετά την πολυδιαφημιζόμενη τυπική έξοδο από τα Μνημόνια, να ενεργοποιείται ο μνημονιακός νόμος του 2013 με προκλητική απουσία από τα κριτήρια αναφοράς της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού, όπως αυτό αναφέρεται στην απόφαση της επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης στην οποία προσέφυγε η ΓΣΕΕ. Τη δυνατότητα δηλαδή των εργαζομένων να καλύπτουν τις βιοτικές ανάγκες τους από το μισθό τους, δεδομένου μάλιστα ότι μετά τη διοικητική παρέμβαση της 6ης ΠΥΣ το 2012 και τις μειώσεις στους μισθούς και τα επιδόματα που επέβαλε στην τότε ισχύουσα ΕΓΣΣΕ, σε συνδυασμό και με την εκρηκτική αύξηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η αγοραστική ικανότητα του κατώτατου μισθού έχει μειωθεί δραματικά.

3. Η αύξηση αυτή θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα για το 2018; Η Κυβέρνηση αποφεύγει να πει κι εδώ την αλήθεια, ότι δηλαδή η αύξηση θα δοθεί εφάπαξ για  το 2019(και μάλιστα από 1/2/19 δηλ. για 11 μήνες), ενώ δεν θα πραγματοποιηθεί νέα διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού για το 2019. Κυβερνητικοί αξιωματούχοι έχουν δηλώσει ρητά, ότι επόμενη διαδικασία ρύθμισης του κατώτατου μισθού/ημερομισθίου θα γίνει το 2020. Επίσης η Κυβέρνηση δεν λέει ότι ο νόμος, που θριαμβολογώντας αξιοποιεί, δεν αναφέρεται σε «αύξηση» του κατώτατου μισθού, αλλά για «ρύθμισή» του με αποτέλεσμα ανά πάσα στιγμή και στα χέρια της όποιας Κυβέρνησης ο μηχανισμός αυτός να είναι εργαλείο νέας συμπίεσης του ελάχιστου εργατικού εισοδήματος. 

4. Διασφαλίζονται θεμελιώδεις συλλογικές κατακτήσεις των εργαζομένων; Η Κυβέρνηση θριαμβολογεί γιατί εφάρμοσε αυτό που το 2013, όταν θεσπίστηκε, ταυτιζόμενη  με τη ΓΣΕΕ, αναθεμάτιζε εμφατικά και καταψήφιζε ως αξιωματική αντιπολίτευση. Ο μνημονιακός αυτός μηχανισμός ρύθμισης του κατώτατου μισθού, που ξαναψήφισε η παρούσα Κυβέρνηση τον Αύγουστο του 2015 με το τρίτο μνημόνιο, θέλει το Κράτος σε ρόλο απόλυτου ρυθμιστή του εισοδήματος των εργαζομένων στον Ιδιωτικό Τομέα και συνεπώς επιδιώκει να κρατήσει αποδυναμωμένη τη δύναμη των συνδικάτων να διαπραγματεύονται, να πιέζουν και να ρυθμίζουν τελικά τον κατώτατο μισθό. Γιατί έτσι ελέγχει κυρίως ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνικής πολιτικής που σχετίζεται με τον κατώτατο μισθό, όπως τα επιδόματα ανεργίας και το κόστος των προγραμμάτων απασχόλησης. Αυτό όμως που δεν γίνεται αντιληπτό είναι ότι απομακρύνοντας τις εργοδοτικές οργανώσεις από το τραπέζι των πραγματικών συλλογικών διαπραγματεύσεων με τη ΓΣΕΕ, δίνουν τον τόνο στην εργοδοσία να  μην διαπραγματεύεται με όλες τις οργανώσεις των εργαζομένων που υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και εδώ η ευθύνη της είναι τεράστια.

5. Ποια είναι η πραγματικότητα για την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού σε βάρος των νέων εργαζομένων έως 25 χρονών; Η κατάργηση της επαίσχυντης διάταξης για τον υποκατώτατο μισθό των νέων έως 25 χρονών είναι υποχρέωση της Ελλάδας για συμμόρφωση ήδη από το 2017 στην καταδικαστικήαπόφαση για παραβίαση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του αρμόδιου ελεγκτικού οργάνου του Συμβουλίου της Ευρώπης, ύστερα από την προσφυγή το 2014 της ΓΣΕΕ. Όπως και η κατάργηση της δοκιμαστικής περιόδου των 12 μηνών χωρίς την καταβολή αποζημίωσης σε περίπτωση απόλυσης, οι παραβιάσεις στη ρύθμιση του χρόνου εργασίας των εργαζομένων, οι παραβιάσεις στην ίση μεταχείριση των νέων μαθητευομένων εργαζομένων, η παραβίαση του δικαιώματος των εργαζομένων να συμμετέχουν στον καθορισμό και τη βελτίωση των όρων και των συνθηκών εργασίας τους. Μετά την ιστορική αυτή απόφαση του Συμβουλίου της Ευρώπης, που ακολουθεί τις αποφάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για σοβαρές παραβιάσεις στη συνδικαλιστική ελευθερία, αλλά και την απόφαση 2307/2014 του Συμβουλίου της Επικρατείας, δικαιώνεται η αδιάκοπη και επίμονη προσπάθεια της ΓΣΕΕ από το 2010 για την ακύρωση των αντεργατικών μνημονιακών μέτρων και επιστρέφεται η λάσπη πίσω σε όσους προσπαθούν να συκοφαντήσουν τους αγώνες της.

6. Η αύξηση αυτή διασφαλίζει συνολικά την έννοια του κατώτατου μισθού και του κατώτατου ημερομισθίου για όλους τους εργαζόμενους; Με τη διαδικασία ρύθμισης του 2013 που εφαρμόζει η Κυβέρνηση, ως κατώτατος μισθός/ημερομίσθιο νοείται βάσει του νόμου «… μία μοναδική αξία ( ποσό ) αναφοράς». 

Η διάταξη αυτή απηχεί τη διατήρηση σε ισχύ της μνημονιακής δέσμευσης για φαλκίδευση του εισοδήματος των αμειβόμενων με τον κατώτατο μισθό, καθώς δεν περιλαμβάνονται οι δύο μεγάλες κατακτήσεις της εργατικής τάξης στην Εθνική Γενική ΣΣΕ, δηλαδή οι τριετίες και το επίδομα γάμου. Αποσιωπάται βέβαια η διατήρηση σε ισχύ της μνημονιακής διάταξης για το πάγωμα των τριετιών…μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από το 10%….

Το πλήγμα στην Εθνική Γενική ΣΣΕ και στις κατακτήσεις των εργαζομένων που συντελέσθηκε το 2012 παραμένει καίριο παρά την πολυδιαφημιζόμενη έξοδο από τα μνημόνια και την επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι πλήγμα σε έναν θεσμό διασφάλισης των ορίων ασφαλείας στην αμοιβή και τους όρους εργασίας όλων των εργαζομένων στην ελληνική επικράτεια, που μέσω αυτού κατορθώθηκε στη δίνη της κρίσης να διατηρηθούν αρχικά τα 751,39€ (βασικός μισθός) και τα 33,57€ (βασικό ημερομίσθιο) χωρίς ηλικιακό κριτήριο και υποκατώτατο μισθό, με το επίδομα γάμου και  με 3 τριετίες για τους υπαλλήλους και 6 για τους εργατοτεχνίτες. 

Η ΓΣΕΕ δίνει στη δημοσιότητα τους πλήρεις πίνακες της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στο πλαίσιο της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ, όπως σταθερά διεκδικεί.
Αυτές ήταν οι κατακτήσεις των αγώνων των εργαζομένων και μόνο αυτών μέσα στην κρίση. 
Γι’αυτές η ΓΣΕΕ ως συντονιστής των Ομοσπονδιών και των Εργατικών Κέντρων έχει υποχρέωση να συνεχίσει να αγωνίζεται και αυτό θα πράττει.