Η σταδιακή άρση των περιορισμών, η χαλάρωση των μέτρων καταπολέμησης του COVID-19 και οι χαμηλές τιμές δεν αποτελούν εγγύηση ότι η κατακρήμνιση της ζήτησης θα επανέλθει στα προ-κορονοϊού επίπεδα.
Τα βάσανα για την πετρελαϊκή βιομηχανία και για τους έμμεσα και άμεσα εμπλεκόμενους κλάδους, όπως είναι οι εταιρείες εμπορίας καυσίμων, δεν θα τελειώσουν ακόμη και αν επιστρέψουμε χωρίς «παρενέργειες» στην κανονικότητα.
Η σταδιακή άρση των περιορισμών, η χαλάρωση των μέτρων καταπολέμησης του COVID-19 και οι χαμηλές τιμές δεν αποτελούν εγγύηση ότι η κατακρήμνιση της ζήτησης θα επανέλθει στα προ-κορονοϊού επίπεδα και αυτό δεν οφείλεται μόνο στην υγειονομική και οικονομική κρίση αλλά και στις πολιτικές που ήδη έχουν χαράξει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις για την ενεργειακή μετάβαση και τη μείωση χρήσης των ορυκτών καυσίμων μέσω πολιτικών ενίσχυσης των ΑΠΕ, της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης κλπ.
Κιουρτζής: Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία
Η άρση των περιοριστικών μέτρων στις μετακινήσεις δεν αποτελεί εγγύηση για ανάκαμψη της ζήτησης για έναν πολύ από λόγο: ο κόσμος έχει συνηθίσει να ζει με λιγότερα καύσιμα, ο φόβος του ιού δεν έχει εξαφανιστεί και οι μετακινήσεις ίσως να είναι σημαντικά πιο περιορισμένες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα από την άνοιξη και μετά.
Ο πρόεδρος του Σωματείου Πρατηριούχων Καυσίμων «Άγιος Χριστόφορος», Θέμης Κιουρτζής, μιλώντας στο insider.gr σημειώνει ότι έρχεται ένα δύσκολο καλοκαίρι για τον κλάδο. «Δεν υπάρχει καμία αισιοδοξία ότι θα βελτιωθεί αισθητά η κατάσταση. Η ζήτηση δεν μπορεί να ανακάμψει σημαντικά χωρίς ενοικιαζόμενα αμάξια το καλοκαίρι, χωρίς πούλμαν, χωρίς λεωφορεία και χωρίς Τουρισμό. Η πτώση θα είναι στο 30%, στην καλύτερη περίπτωση και η αγορά δεν θα επανέλθει, στο βαθμό που θα καταφέρει να επανέλθει, πριν από τον Οκτώβριο-Νοέμβριο», αναφέρει.
Όσον αφορά στην παράταση διάθεσης του πετρελαίου θέρμανσης έως τις 15 Μαΐου, ο κ. Κιουρτζής εκτιμά ότι «αυτό δεν θα κάνει κάποια ιδιαίτερη διαφορά για εμάς. Πρώτον, επειδή ουσιαστικά θεωρείται μια προαγορά, όσοι θα αγοράσουν τώρα είναι εκείνοι που θα αγόραζαν τον Οκτώβριο και δεύτερον, επειδή ποσοστό μεγαλύτερο από το 50% των πρατηρίων δεν κάνει διανομές. Φυσικά, λόγω της χαμηλότερης τιμής εμφανίστηκαν και καταναλωτές οι οποίοι είχαν να κάνουν αγορές εδώ και έξι ή επτά χρόνια. Αυτοί μπορούν να θεωρηθούν νέοι πελάτες αλλά αποτελούν πολύ μικρό ποσοστό».
Ο τζίρος των πρατηρίων αυτή τη στιγμή είναι μειωμένος κατά 80% όπως επισημαίνει ο κ. Κιουρτζής ενώ επιβαρυντικά στις επιχειρήσεις του κλάδου λειτουργεί η ένταξή τους στην τρίτη κατηγορία ΚΑΔ καθώς όπως υπογραμμίζει «αυτό μας αφαίρεσε προνόμια όπως είναι η έκπτωση 25% στις φορολογικές υποχρεώσεις». Αναλύοντας κάποια πιο τεχνικά θέματα, ο κ. Κιουρτζής εξηγεί ότι το γεγονός ότι στις 31 Δεκεμβρίου 2019 τα πρατήρια είχαν μεγαλύτερα αποθέματα ενώ στις 31 Μαρτίου είχαν φθηνότερα και λίγα αποθέματα (ειδικά αμόλυβδη), αυτό δημιουργεί τη λεγόμενη «διαφορά αποθήκης», διαφορά στο ΦΠΑ ύψους 30% την οποία καλούνται οι πρατηριούχοι να πληρώσουν.
Όπως εκτιμά ο κ. Κιουρτζής, η ελάφρυνση της φορολογίας των καυσίμων θα λειτουργούσε ενισχυτικά στη ζήτηση και κατ’ επέκταση στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. «Αυτές τις ημέρες αποδείχθηκε ότι όταν η τιμή είναι χαμηλή ο κόσμος αγοράζει. Επομένως, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της τελικής τιμής των καυσίμων αποτελείται από φόρους και επιβαρύνσεις, η μείωση της φορολογίας θα ωφελούσε καταναλωτές και επιχειρήσεις», αναφέρει ο κ. Κιουρτζής.
Διεθνείς αναλυτές: Μπορεί να μην υπάρχει επιστροφή….
Η πετρελαϊκή βιομηχανία θα καθυστερήσει να αποτινάξει την επίδραση της κρίσης. Τα διεθνή αεροπορικά ταξίδια παραμένουν περιορισμένα, οι οδικές μετακινήσεις εντός και εκτός συνόρων επίσης, ενώ οι κυβερνήσεις αναμένεται να λάβουν ακόμη πιο δραστικά μέτρα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, κάτι το οποίο αποτελεί σίγουρο πλήγμα για τον κλάδο του πετρελαίου.
Διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι η παγκόσμια ζήτηση δεν επιστρέφει ποτέ στο υψηλό ρεκόρ του 2019, μια τρομακτική προοπτική για τις εταιρείες πετρελαίου και για όσους απασχολούνται σε αυτές σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου από τις ΗΠΑ μέχρι την Ευρώπη, τη Ρωσία, τη Νιγηρία και τη Σαουδική Αραβία.
«Νομίζω ότι η πίεση για επιτάχυνση των μέτρων την ενεργειακή μετάβαση θα αυξηθεί ως αποτέλεσμα αυτής της κρίσης», δήλωσε ο Mark Lewis, από την BNP Paribas Asset Management στο Παρίσι.
Η απειλή ενός δεύτερου κύματος μολύνσεων το φθινόπωρο εξακολουθεί να αποτελεί ένα σενάριο το οποίο λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν οι παραγωγοί.
Οι τιμές έχουν ήδη πέσει στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών, καθώς οι πετρελαϊκές εταιρείες βρίσκονται αντιμέτωπες με την υπερπροσφορά και το σοκ που έχει υποστεί η ζήτηση.
Πριν από την πανδημία, οι αναλυτές προέβλεπαν ότι η ζήτηση θα φθάσει στο peak το 2040 λόγω της αύξησης των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, της αυξημένης ενεργειακής απόδοσης και της μετάβασης σε εναλλακτικές πηγές.
Αλλά ο κορονοϊός ίσως αναιρέσει πολλές παραδοχές για το μέλλον του πετρελαίου. Η βιομηχανία θα κάνει χρόνια για να ξεπεράσει σοκ της κρίσης του COVID-19.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας αναμένει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα μειωθεί κατά 9,3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2020, αποτέλεσμα των προσπαθειών για τον περιορισμό της μετάδοσης σε 187 χώρες.
«Το βασικό ερώτημα είναι πόσο γρήγορα θα συγκρατηθεί η πανδημία Covid-19 και πότε θα τελειώσει. Αυτό κανείς δεν το ξέρει ακόμη», σημειώνει ο Jim Burkhard, από την IHS Markit.
Οι τρέχουσες προβλέψεις της Wall Street για τη ζήτηση βασίζονται σε δύο κύριες παραδοχές: ότι οι κυβερνήσεις θα άρουν γρήγορα τους περιορισμούς και το lockdown και ότι η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει πολύ γρήγορα αφότου αρθούν οι περιορισμοί.
Σε αυτήν την περίπτωση, η ζήτηση θα μπορούσε να επιστρέψει στα επίπεδα του 2019 το 2022, σύμφωνα με την IHS Markit.
(της Πένης Χαλάτση, insider.gr)