Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Στοιχεία σοκ με ύφεση ως 10% του ΑΕΠ και αύξηση ανεργίας στο 21,6% προβλέπει το ΙΝΕ – ΓΣΕΕ

Προσδιοριστικός παράγοντας της πορείας της οικονομίας μεσοπρόθεσμα θα είναι επίσης ο αντίκτυπος της ύφεσης στην ήδη εύθραυστη –ύστερα από δέκα έτη λιτότητας– χρηματοοικονομική συνοχή του ιδιωτικού τομέα.








Στοιχεία σοκ για την πορεία του δημόσιου χρέους, της ανεργίας (αύξηση 4,3%) και της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων,  που δημιουργεί η πανδημία του κορονοϊού, παρουσιάζει μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, στην οποία επισημαίνεται ότι η νέα οικονομική και κοινωνική πρόκληση απαιτεί την ταχύτερη δυνατή διαμόρφωση συνθηκών μετάβασης της οικονομίας σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. 

Σύμφωνα με το Ινστιτούτο θα υπάρξει σημαντική μείωση της απασχόλησης στον κλάδο του εμπορίου, της εστίασης, της παροχής καταλύματος, της αποθήκευσης και των μεταφορών δύσκολα μπορεί να αντισταθμιστεί με αύξηση της απασχόλησης σε άλλους κλάδους της οικονομίας.

Το  ΙΝΕ ΓΣΕΕ εκτιμά ότι η χρονική διάρκεια της ύφεσης και η προοπτική εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια νέα φάση στασιμότητας θα καθορίσουν τις πιθανές επιπτώσεις:
α) στον όγκο της απασχόλησης και στην αύξηση της υποαπασχόλησης,
β) στους μισθούς και στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας και γ) στις συνθήκες εργασίας των πιο ευάλωτων ομάδων εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης, εκείνων που εργάζονται με μη τυπικές μορφές απασχόλησης, των νέων και των γυναικών
Πιο συγκεκριμένα, οι άμεσες επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης είναι οι ακόλουθες:
1. Η εκτροπή της δημοσιονομικής προσαρμογής που επιτεύχθηκε τα τελευταία χρόνια, με το συνολικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης να αναμένεται για πρώτη φορά μετά το 2015 αρνητικό και να διαμορφώνεται στα 10,8 δισ ευρώ ή στο 6,4% του ΑΕΠ.
Το ύψος του ελλείμματος εκτιμάται ότι θα τροφοδοτηθεί από την αύξηση των δημόσιων δαπανών κατά 7,6% και τη συρρίκνωση των δημόσιων εσόδων κατά 7,8% έναντι του 2019.
Το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα, το οποίο ύστερα από τέσσερα έτη υπερ-αποδόσεων προβλέπεται ότι θα κλείσει το τρέχον έτος σε αρνητικό έδαφος, στα -5,7 δισ ευρώ ή στο -3,4% του ΑΕΠ.
Στο ενδιάμεσο σενάριο (συρρίκνωση ονομαστικού ΑΕΠ κατά 7%), ο λόγος δημόσιο χρέος/ΑΕΠ αυξάνεται κατά 13,3%  έναντι του 2019, ανερχόμενος στο 189,9%.
Στο πιο αισιόδοξο σενάριο, η άνοδος του δείκτη παραμένει σημαντική (7,4%), ενώ στην περίπτωση ύφεσης της τάξης του 10% το ποσοστό του δημόσιου χρέους ανέρχεται στο 196,2% του ΑΕΠ.
Αντίστοιχη είναι η εκτίμηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία, έχοντας ως δεδομένο μια οριακή αύξηση του όγκου του χρέους το 2020 κατά 800 εκατ. ευρώ, εκτιμά το ύψος του στο 196,4% του ΑΕΠ.
2. Το πρόγραμμα Pandemic Crisis Support του ESM θα μπορούσε ενδεχομένως να στηρίξει την αναχρηματοδοτική ικανότητα της οικονομίας με κεφάλαια 3,75 δισ. Ευρώ μόνο όμως στην περίπτωση που η προσφυγή σε αυτό δεν θα συνοδευόταν από δεσμεύσεις για μέτρα λιτότητας και εποπτικές διαδικασίες πλην εκείνων που σχετίζονται με την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ο κίνδυνος για την ελληνική οικονομία σχετίζεται με την επίπτωση που πιθανά θα έχει μεσοπρόθεσμα το δημοσιονομικό σοκ της πανδημίας στο ρίσκο φερεγγυότητας και στο πιστωτικό ρίσκο του Δημοσίου.
Το μέγεθος του κινδύνου θα εξαρτηθεί από μια σειρά παραμέτρων:
Πρώτον, από το βάθος της ύφεσης το τρέχον έτος και τη δυναμική της ανάκαμψης τα επόμενα έτη στον βαθμό που αυτά θα επηρεάσουν τα δημοσιονομικά μεγέθη της οικονομίας, τις χρηματοδοτικές ανάγκες και το πιστωτικό προφίλ του δημόσιου τομέα.
  • Ευνοϊκό σενάριο (μείωση ΑΕΠ κατά 4%): Ανεργία 19,02%
  • Ενδιάμεσο σενάριο (μείωση ΑΕΠ κατά 7%): Ανεργία  20,3%
  • Απαισιόδοξο σενάριο (μείωση ΑΕΠ κατά 10%): Ανεργία 21,6%
Προσδιοριστικός παράγοντας της πορείας της οικονομίας μεσοπρόθεσμα θα είναι επίσης ο αντίκτυπος της ύφεσης στην ήδη εύθραυστη –ύστερα από δέκα έτη λιτότητας– χρηματοοικονομική συνοχή του ιδιωτικού τομέα, καθώς αυτό, όπως αναλύσαμε παραπάνω, θα επηρεάσει τη συμπεριφορά της ιδιωτικής δαπάνης και την περαιτέρω ενεργοποίηση ροών εισοδήματος στην οικονομία.
Κομβικό ρόλο στη δυναμική της μεγέθυνσης και στο πιστωτικό ρίσκο της οικονομίας θα έχουν, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, και οι εξελίξεις στην αγορά εργασίας, που θα καθορίσουν την εξέλιξη του διαθέσιμου εισοδήματος.
Δεύτερον, από τις θεσμικές εξελίξεις όσον αφορά το καθεστώς δημοσιονομικής προσαρμογής και επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας μετά το τέλος της κρίσης.
Ο κίνδυνος για την οικονομία θα είναι μεγάλος εάν τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής τα οποία πιθανόν να απαιτηθούν επηρεάσουν τη χρηματοπιστωτική ευστάθεια των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και του τραπεζικού τομέα, που με τη σειρά τους θα προσδιορίσουν καθοριστικά τη δυναμική ανάκαμψης της οικονομίας και τον βαθμό πιστοληπτικής της φερεγγυότητας.
Η προοπτική αυτή θα εξαρτηθεί βέβαια και από το καθεστώς επιστροφής της οικονομίας στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας. Ενδεχόμενη επαναφορά των δημοσιονομικών δεσμεύσεων, χωρίς να έχει προηγηθεί εξομάλυνση των δανειακών υποχρεώσεων του Δημοσίου και αναπροσαρμογή της χρονοσειράς αποπληρωμής τους, θα ενισχύσει το ρίσκο λιτότητας της χώρας, υπονομεύοντας έτσι μεσομακροπρόθεσμα και την πιστοληπτική αξιοπιστία του δημοσιονομικού της συστήματος.

www.bankingnews.gr