Το μήνυμα ότι η ελληνική αγορά των ΑΠΕ γίνεται όλο και λιγότερο ελκυστική όχι μόνο για τους μικρούς, αλλά και για μεγαλύτερους παίκτες, εφόσον δεν είναι καθετοποιημένοι, στέλνει η δεύτερη αποχώρηση ξένου παίκτη από την Ελλάδα, μετά από εκείνη της πορτογαλικής EDPR, μέσα σε λιγότερο από ένα μήνα.
Σε μια συγκυρία όπου το σύνολο σχεδόν των φορέων του χώρου εκφράζουν έντονες ανησυχίες για την απουσία ορατότητας, η απόφαση της γερμανικής ABO Energy να αποχωρήσει από την Ελλάδα, πουλώντας την ελληνική της θυγατρική στην Helleniq Energy, μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα ακόμη προειδοποιητικό σήμα για τα «σύννεφα» που μαζεύονται πάνω από τον κλάδο, συν τα κακώς κείμενα που πρέπει να επιλυθούν.
Ειδικά όταν από το σύνολο των 15 χωρών όπου έχει παρουσία η ABO - από τον Καναδά μέχρι την Αργεντινή και τη Νότια Αφρική - η Ελλάδα φιγουράρει σε μια αρκετά καλή και υποσχόμενη θέση. Βρίσκεται στην 6η, με έργα σε διάφορες φάσεις ανάπτυξης, ισχύος 1,47 GW, όπως αναφέρει η γερμανική εταιρεία στην ιστοσελίδα της.
«Η πώληση της ελληνικής μας επιχείρησης δείχνει ότι μπορούμε να αποχωρήσουμε με επιτυχία από δεσμεύσεις όταν είναι λογικό να το κάνουμε», αναφέρει στη χθεσινή ανακοίνωση του γερμανικού ομίλου, ο επικεφαλής του Dr. Karsten Schlageter. Υπονοώντας προφανώς ότι μπόρεσε να πουλήσει σε καλό τίμημα και έφυγε από την Ελλάδα στη σωστή στιγμή.
Και δεν είναι τυχαίο ότι όπως και στη περίπτωση των Πορτογάλων που διατηρούν πολύ στενή συνεργασία με τη More της Motor Oil, έτσι και σε αυτή των Γερμανών, ο αγοραστής είναι και πάλι έλληνας καθετοποιημένος.
Στην ίδια ανακοίνωση ο γερμανικός όμιλος, αναφέρει ότι επέλεξε μεταξύ άλλων να εστιάσει σε έργα στη Γερμανία, με το μάνατζερ του να θυμίζει ότι «είχαμε καλά χρόνια στην Ελλάδα», εννοώντας τις παλαιότερες πολύ υψηλές αποδόσεις. Η ελληνική ωστόσο αγορά έχει πλέον περιορισμένα περιθώρια ανάπτυξης ειδικά όταν οι παίκτες δεν είναι καθετοποιημένοι.
Σε μια αγορά όπου οι τελευταίοι δεν επηρεάζονται από τη διακύμανση της χονδρικής, καθώς μπορούν με το ένα χέρι να «μπιντάρουν» ακόμη και σε αρνητικές τιμές στο χρηματιστήριο ενέργειας ξέροντας ότι με το άλλο θα πληρωθούν από τους πελάτες τους για τις κιλοβατώρες που παρήγαγαν, οι ξένοι βρίσκονται αναπόφευκτα σε μειονεκτική θέση.
Αν και η ερμηνεία δεν ταιριάζει με το μεγάλο περυσινό deal, της εξαγοράς από τη Masdar της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή που από μόνη της δεν είναι πλέον καθετοποιημένη, εντούτοις άνθρωποι του χώρου, συμμερίζονται σε γενικές γραμμές τους παραπάνω προβληματισμούς. Αλλωστε πολλά παλιά έργα της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, νομικά τουλάχιστον, είναι προστατευμένα, δηλαδή έχουν εγγυημένα έσοδα που δεν επηρεάζονται από τις περικοπές.
Τα διλήμματα μεγαλώνουν
Τα έργα με κλειδωμένες «ταρίφες» feed in tariff (με συμβάσεις ΣΠΗΕ και ΣΕΣΤ με τον ΔΑΠΕΕΠ και όχι ΣΕΔΠ), μένουν ως γνωστόν αλώβητα από τις περικοπές και τις αρνητικές τιμές, καθώς πληρώνονται από τον εγχώριο ΕΛΑΠΕ. Το ίδιο ισχύει και για όσους έχουν συνάψει μακροχρόνιες διμερείς συμβάσεις (PPAs) καθώς συναλλάσσονται σε προσυμφωνημένες τιμές και φυσικά για τους καθετοποιημένους που εξισορροπούν τα κόστη της αγοράς χονδρικής με τα τιμολόγια που παρέχουν στη λιανική.
Ακόμη και εδώ βέβαια, η προστασία έχει ένα όριο. Αν τυχόν κάποια στιγμή αυξηθούν πάρα πολύ οι περικοπές, αυτό σημαίνει λίγες παραγόμενες μεγαβατώρες, δηλαδή οδηγεί σε μικρότερο παρονόμαστη και άρα σε αυξημένο σταθμισμένο κόστος.
Ανησυχία καθόλου αβάσιμη. Το δείχνουν οι περικοπές μέσα στον Ιούνιο για τουλάχιστον 20 ημέρες, ανατρέποντας όσα μέχρι σήμερα ξέραμε, δηλαδή ότι αφορούν αποκλειστικά το φθινόπωρο και την άνοιξη. Το «ψαλίδι» έχει πλέον επεκταθεί και στο καλοκαίρι, όπως έγραψε χθες το Energypress και η αυξημένη ζήτηση λόγω ανόδου της θερμοκρασίας δεν αποτελεί πλέον παράγοντα ανάσχεσης των περικοπών.
Αποχωρήσεις και από τα θαλάσσια αιολικά
Στον χώρο των χερσαίων αιολικών και φωτοβολταικών, η αποχώρηση ξένων παικτών συνδέεται ευθέως με την αδυναμία τους να ανταγωνιστούν τους καθετοποιημένους. Στο χώρο των θαλάσσιων αιολικών, οι αιτίες είναι διαφορετικές.
Τρία χρόνια από τότε που ψηφίσθηκε ο νόμος για τα υπεράκτια αιολικά (Νόμος 4964/2022), καλλιεργώντας προσδοκίες ότι η Ελλάδα θα ανεβάσει ταχύτητα ώστε να εκμεταλλευτεί το υψηλό της θαλάσσιο δυναμικό, το project «Offshore Wind» αγνοείται παντελώς.
Τρία χρόνια μετά, και είκοσι μήνες από τον Οκτώβρη του 2023, όταν και ανακοινώθηκε με ντόρο το εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης των υπεράκτιων, παρότι έχει μεσολαβήσει ένα κύμα διαγωνισμών σε όλο τον κόσμο, η κρατούσα εικόνα για το θέμα αυτό στην Ελλάδα είναι λες και η συζήτηση δεν υπήρξε ποτέ.
Σαν φυσικό επακόλουθο έχουν χαθεί από τα «ραντάρ» όλα εκείνα τα ξένα ονόματα που είχαν αρχικά κάνει αισθητή την παρουσία τους στη χώρα. Από την Ocean Wind, δηλαδή τη κοινοπραξία των Engie και EDPR, μέχρι τη δανέζικη CIP, παίκτες που είχαν συστήσει τη περίοδο 2021-2022 κοινά σχήματα με αντίστοιχους έλληνες.
Η Κοινή Υπουργική Απόφαση που θα ενεργοποιήσει το πρόγραμμα παραμένει ακόμη κολλημένη στο ΥΠΕΞ, το τρένο φαίνεται να χάνεται και εφόσον το θέμα ξεμπλοκάρει, ο πρώτος διαγωνισμός δεν πρόκειται να γίνει πριν από το 2028, (ένα και πλέον χρόνο δηλαδή από το 2027 που προέβλεπαν τα αρχικά χρονοδιάγραμματα), όταν άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ιταλία, θα ολοκληρώνουν ήδη τα πρώτα σχετικά έργα.
Η απογοήτευση όσων είχαν εμπλακεί στους αρχικούς σχεδιασμούς είναι διάχυτη, όπως μεταφέρουν στους συνομιλητές τους, παρ’ ότι θέλουν να πιστεύουν ότι αν επανεκκινήσει η διαδικασία, το ξένο ενδιαφέρον θα επανακάμψει.