Η υιοθέτηση του νέου ευρωπαϊκού πλαισίου κρατικών ενισχύσεων CISAF (Clean Industrial Deal State Aid Framework) θεωρείται αναγκαία κίνηση για τη στήριξη της ευρωπαϊκής – και ελληνικής – βιομηχανίας στην πορεία προς την πράσινη μετάβαση.
Ωστόσο, οι περιορισμοί του πλαισίου εγείρουν ερωτήματα για την επάρκειά του σε κρίσιμους τομείς.
Το CISAF, το οποίο εγκρίθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή τον Ιούνιο του 2025, έρχεται να αντικαταστήσει το προσωρινό πλαίσιο TCTF και θα ισχύει έως το τέλος του 2030. Στόχος του είναι να καθορίσει με σαφήνεια ποιες κρατικές ενισχύσεις θεωρούνται αποδεκτές, προσφέροντας ένα ενιαίο και προβλέψιμο περιβάλλον στα κράτη-μέλη.
Ο ρόλος του γίνεται ακόμα εντονότερος αν αναλογιστεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι αντιμέτωπη με τις συνέπειες του διασυνοριακού φόρου άνθρακα (CBAM), αλλά και της εφαρμογής της β' φάσης του ETS από το 2027. Από την πλευρά τους, οι βιομηχανικές ενώσεις έχουν κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις συνέπειες σε όρους ανταγωνιστικότητας, άρα ο ορθός σχεδιασμός των μέτρων στήριξης θα έχει μεγάλη σημασία στα επόμενα χρόνια.
Το CISAF επικεντρώνεται στην επιτάχυνση της ανάπτυξης της καθαρής ενέργειας – ΑΠΕ και καυσίμων χαμηλών εκπομπών με απλοποιημένες διαδικασίες και ταχύτερη υλοποίηση, στην προσωρινή μείωση των τιμών ενέργειας για τους ενεργοβόρους χρήστες για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας τους σε διεθνές επίπεδο, στην απανθρακοποίηση των υφιστάμενων βιομηχανικών εγκαταστάσεων με εξηλεκτρισμό, CCUS και υδρογόνο, στην ανάπτυξη της παραγωγικής ικανότητας καθαρής τεχνολογίας και την μείωση του επενδυτικού ρίσκου στην καθαρή ενέργεια, την απανθρακοποίηση, την κατασκευή υποδομών καθαρών τεχνολογιών και έργα που στηρίζουν την κυκλική οικονομία.
To CISAF υιοθετεί την προσέγγιση «4*50», που επιτρέπει επιδότηση του ενεργειακού κόστους για ενεργοβόρες βιομηχανίες υπό όρους: για το 50% της κατανάλωσης, μπορεί να δοθεί επιδότηση έως 50%, υπό την προϋπόθεση ότι η τελική τιμή δεν πέφτει κάτω από τα 50 €/MWh και ότι το 50% της ενίσχυσης κατευθύνεται σε έργα πράσινης μετάβασης.
Παρότι το πλαίσιο κινείται στη σωστή κατεύθυνση και αναγνωρίζει κρίσιμες προτεραιότητες για την ενεργειακή μετάβαση και την ενίσχυση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας, εντοπίζονται ορισμένα τρωτά σημεία που ενδέχεται να περιορίσουν την αποτελεσματικότητά του. Ένα βασικό ζήτημα είναι η μονομερής έμφαση στο επενδυτικό κόστος, χωρίς την πρόβλεψη μηχανισμών για τη στήριξη του λειτουργικού κόστους.
Επιπλέον, η υιοθέτηση αυστηρών περιορισμών σε έργα που βασίζονται στο φυσικό αέριο δημιουργεί αβεβαιότητα για επενδύσεις που θα μπορούσαν να στηρίξουν τον εξηλεκτρισμό και την απανθρακοποίηση σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.
Ένα ακόμη εμπόδιο είναι η περιπλοκότητα στη χρήση και τον συνδυασμό των διαθέσιμων χρηματοδοτικών εργαλείων. Η απουσία ενιαίου πλαισίου και η ύπαρξη πολλαπλών διαδικασιών, κριτηρίων και φορέων υλοποίησης δυσχεραίνει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων.
Τέλος το πλαίσιο θα έπρεπε να είχε εστιάσει στην άμβλυνση των χωροταξικών περιορισμών, που συναντάνε τα νέα έργα ΑΠΕ, έτσι ώστε να τα επιτρέπει με απευθείας σύνδεση στη βιομηχανία, συνδυαστικά με PPAs που αντιστοιχούν σε υφιστάμενα έργα.
Με βάση τα παραπάνω, το όλο πακέτο έχει γίνει δεκτό με περιορισμένη αισιοδοξία από τους παίκτες της αγοράς. Η εικόνα αυτή τη στιγμή είναι ότι οι βιομηχανίες θα αξιοποιήσουν ότι μπορούν από το CISAF, αλλά δεν θα μπορέσουν να βρουν επαρκή στήριξη σε αρκετούς τομείς που ζητούσαν.
- Ο Δρ. Κώστας Ανδριοσόπουλος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών και Ενεργειακής Οικονομίας και Διευθυντής HELLENiQ ENERGY Center for Sustainability and Energy στο Alba Graduate Business School, Διευθύνων Σύμβουλος στην Akuo Energy Greece, Πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας στο ΕλληνοΑμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο.