Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο θα συνεχίσουν να είναι απαραίτητα στο ενεργειακό μας μείγμα για αρκετές ακόμη δεκαετίες.
Τα στοιχεία μεγάλων διεθνών οργανισμών και ξένων ενεργειακών ομίλων διαψεύδουν όσους υποστηρίζουν ότι οι έρευνες για υδρογονάνθρακες δεν είναι συμβατές με την πράσινη μετάβαση.
Τη στιγμή αυτή, σε περιοχές όπως η Β. Θάλασσα υπάρχει «οργασμός» ανάπτυξης ακόμη και ξεχασμένων, μεγάλων κοιτασμάτων πετρελαίου, ενώ στην Ολλανδία, η κυβέρνηση συνεχίζει να εκμεταλλεύεται το κοίτασμα Groningen, παρ’ ότι προβληματικό, λόγω της γεωλογίας και των πολλών παλαιών σπιτιών.
Η Ιταλία, μετά από χρόνια πάγου στο κεφάλαιο υδρογονανθράκων έχει ανοίξει ξανά τις έρευνες για φυσικό αέριο στην Αδριατική, ενώ προ μερικών μηνών στην Κροατία, η κρατική INA ανακοίνωσε την είδηση για ένα νέο κοίτασμα φυσικού αερίου.
Στο Ισραήλ, μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, ανακοινώθηκε η έναρξη παραγωγής σε ένα ακόμη κοίτασμα φυσικού αερίου, (Karish North) και μάλιστα από μια ελληνική εταιρεία, την Energean, που φτάνει έτσι να έχει παραγωγή από συνολικά τέσσερις γεωτρήσεις. Το πιο σημαντικό για τη συγκεκριμένη χώρα, την οποία συχνά μνημονεύουμε, για τις επιδόσεις της στην ενέργεια και την οικονομία, είναι οι χρόνοι ανάπτυξης των κοιτασμάτων που είναι εντυπωσιακά μικρότεροι σε σχέση με ό,τι συμβαίνει εδώ, παρ’ όλο που πρόκειται για πολύ μεγαλύτερες επενδύσεις και ας βρίσκεται σε πόλεμο.
Στην Αίγυπτο, το κράτος επιδιώκει σταθερά εδώ και δεκαετίες, ανεξαρτήτως ποιος κυβερνά, και επιτυγχάνει έρευνες και ανάπτυξη υδρογονανθράκων, με παρούσες όλες τις major εταιρείες του πλανήτη, όπως Eni (Zohr), Shell, BP, Exxon Mobil και άλλες. Στη Μαύρη Θάλασσα, οι προσπάθειες έρευνας και ανάπτυξης είναι συνεχείς, τόσο από τη Ρουμανία που παράγει εδώ και χρόνια φυσικό αέριο, όσο και από την Τουρκία, παρά τα προβλήματα που συναντά με την τελευταία ανακάλυψη στο κοίτασμα Sakarya,
Στη δε, Αλβανία, η Shell δουλεύει εντατικά για να αναπτύξει αυτά που έχει εντοπίσει στο υπέδαφος της χώρας, μερικά μόλις χιλιόμετρα πιο πέρα από τα σύνορα και από την Ήπειρο, όπου τα πάντα έχουν παγώσει. Έπειτα από την έγκριση των περιβαλλοντικών όρων το Νοέμβριο για την πραγματοποίηση ερευνητικής γεώτρησης από την Energean («Ήπειρος-1») στο Δήμο Ζίτσας Ιωαννίνων, η υπόθεση έχει εμπλακεί σε δικαστικές περιπέτειες, όπως συμβαίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με απρόβλεπτες συνέπειες. Η προσφυγή τοπικών συλλόγων και κατοίκων στο Συμβούλιο της Επικρατείας που κατατέθηκε στις αρχές του έτους, αναμένεται να εκδικαστεί τον Οκτώβριο του 2024.
Το έργο που το έχουμε ξαναδεί σε όσες περιοχές έχουν γίνει και επιχειρηθεί να γίνουν μέχρι σήμερα έρευνες στην Ελλάδα, είναι πολύ πιθανό ότι θα δούμε ξανά και στις στρατηγικής σημασίας περιοχές της Κρήτης, για τις οποίες διεξάγει αυτή την περίοδο τρισδιάστατα σεισμικά το πλοίο Ramform Hyperion, για λογαριασμό της κοινοπραξίας Helleniq Energy - Exxon Mobil.
Στην τηλεδιάσκεψη με τους αναλυτές, μετά την προ ημερών ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Helleniq Energy, η διοίκηση υπό τον διευθύνοντα σύμβουλο, Ανδρέα Σιάμισιη, ανακοίνωσε ότι για να γίνουν ερευνητικές γεωτρήσεις θα χρειαστούν 12-18 μήνες προετοιμασίας. Τούτο σημαίνει ότι αν το σχήμα λάβει, για παράδειγμα, την απόφαση στο δεύτερο εξάμηνο του έτους, απαιτούνται επιπλέον 12-18 μήνες προετοιμασίας.
Αμφιβάλλει κανείς ότι αν φτάσουμε στο σημείο έγκρισης περιβαλλοντικής άδειας για ερευνητική γεώτρηση στην Κρήτη ή στο Ιόνιο, δεν θα υπάρξουν κάποιοι που θα προσφύγουν στα δικαστήρια, ζητώντας να μπλοκάρουν οι έρευνες, ξεκινώντας μια νέα ατέρμονη διαδικασία; Ας μην ξεχνάμε ότι η Exxon Μobil ανέμενε μια διετία την απόφαση του ΣτΕ προκειμένου να διερευνήσει σεισμικές έρευνες στις κρητικές θάλασσες, ενώ στο μεταξύ η Total είχε μαζέψει τις βαλίτσες της και φύγει από την Ελλάδα.
Τα παραπάνω, δηλαδή αυτή η βιομηχανία προσφυγών που έχει στηθεί στην Ελλάδα, καθώς και άλλες γραφειοκρατικές ελλείψεις, όπως η απουσία προϋποθέσεων στα λιμάνια για να λειτουργήσουν ως βάσεις υποστήριξης, ανατρέπουν πλήρως τους όποιους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς και εξατμίζουν το συμβατικό χρόνο που έχουν στη διάθεσή τους οι εταιρείες. Αναγκάζει τις επιχειρήσεις να ζητούν συνεχώς παρατάσεις ή να εγκαταλείπουν περιοχές και τελικά η υπόθεση «υδρογονάνθρακες» παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Τον καιρό της κρίσης, η ελληνική μεγαβατώρα ξεπέρασε τα 300 ευρώ, όταν στο Ισραήλ, οι βιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν σταθερά 12-13 ευρώ. Ακριβώς επειδή εκεί υπάρχει εγχώρια παραγωγή.
Στην καρδιά της κρίσης, το 2022, τα κονδύλια για εισαγόμενα καύσιμα, δηλαδή πετρέλαιο και φυσικό αέριο, διαμορφώθηκαν περίπου στα… 30,8 δισ., ήτοι 14,7 δισ. περισσότερα σε σχέση με το 2021.
Την ίδια στιγμή που οι Έλληνες πολίτες πληρώνουν ούτως ή άλλως, για εισαγωγές φυσικού αερίου και πετρελαίου αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο, όσοι αντιδρούν στα ορυκτά καύσιμα, θα πρέπει να απαντήσουν κατά πόσο προτιμούν να συνεχίζουμε να βάζουμε το χέρι στην τσέπη ή να καταφέρουμε να μειώσουμε τα κόστη.
Ένα μεγάλο πολιτικό διακύβευμα, το οποίο έχει γίνει σαφές σε όλους τους γείτονες της χώρας μας, τόσο εντός ΕΕ, όσο και εκτός, και το οποίο δεν είναι σίγουρο ότι βοηθούν δηλώσεις όπως οι προ ημερών του ειδικού συμβούλου του πρωθυπουργού επί των ενεργειακών θεμάτων, Νίκου Τσάφου πως «δεν είμαστε μία χώρα πλούσια σε ορυκτά καύσιμα, αλλά είμαστε πλούσια χώρα σε ήλιο και άνεμο», όταν ακόμη δεν έχει μπει γεωτρύπανο και δεν έχουμε μια καθαρή εικόνα για το αν η χώρα διαθέτει ή όχι εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα.
Το πλέον προβληματικό πάντως παράδειγμα στη γειτονιά μας είναι αυτό της Κύπρου. Ενώ το εγχείρημα ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς, ακόμη και σήμερα, 12 χρόνια μετά τις πρώτες ανακαλύψεις, η χώρα ψάχνει ακόμη πώς θα στείλει στο εξωτερικό τις ποσότητες από το κοίτασμα Αφροδίτη, ενώ δεν έχει καταφέρει να εισάγει ούτε ένα κυβικό μέτρο αέριο. Το περίφημο έργο του τερματικού LNG στο Βασιλικό χαρακτηρίζεται ως σκάνδαλο πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων, μετά και τις αποκαλύψεις του Γενικού Ελεγκτή της Κυπριακής Δημοκρατίας.
(Αναδημοσίευση από το liberal.gr)