Σήμερα Τρίτη αναμένεται να αποσαφηνιστεί το σχέδιό των G7 για επιβολή πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου.
Αναμένεται λοιπόν η ομάδα των επτά πλουσιότερων χωρών του δημοκρατικού κόσμου να αποφασίσει ένα νέο πακέτο συντονισμένων ενεργειών, όπως η επιβολή ανώτατου ορίου στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου. Ο σκοπός; Να αυξηθεί η πίεση στη Ρωσία και να καταστεί δυσκολότερη η χρηματοδότηση του πολέμου.
Η Γερμανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία, η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς αντιπροσωπεύουν περίπου το 30% της παγκόσμιας ζήτησης. Με τα άλλα 2/3 τι γίνεται;
Για να έχει νόημα το σχέδιο των χωρών της G7 προϋποθέτει ότι θα συνεργαστούν με χώρες όπως η Ινδία, η Κίνα και η Ινδονησία που αυτή τη στιγμή αποτελούν το «άλλο μονοπάτι» για τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες προσφέροντας μια πολύτιμη εναλλακτική στον Πούτιν.
Κάτω από αυτό το πρίσμα μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο πρωθυπουργός της Ινδίας ο κ.Μόντι θα είναι ένας από τους πέντε ηγέτες των φιλοξενούμενων εθνών στη σύνοδο.
Κακά τα ψέματα. Ένα πλαφόν θα λειτουργούσε μόνο στην περίπτωση που θα συμμετείχαν όλες οι μεγάλες καταναλώτριες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και της Ινδίας και της Κίνας. Πόσες πιθανότητες όμως θα δίνατε να δημιουργηθεί πράγματι ένας τέτοιος συνασπισμός;
Μέσα από αυτό το πρίσμα αρκετοί ηγέτες, όπως ο καγγελάριος Ολαφ Σολτς, έχουν καταθέσει την άποψη ότι το πλαφόν είναι ένα πολύπλοκο μέτρο στην ουσιαστική εφαρμογή του και αποκλείεται να το αποδεχτούν χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα που εκμεταλλεύονται την τρέχουσα συγκυρία για να αγοράζουν φθηνό ρωσικό πετρέλαιο μεταπωλώντας ένα μέρος του σε υψηλότερη τιμή.
Στην ουσία υπάρχουν δύο προτάσεις όσον αφορά το πλαφόν της τιμής
Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να είναι από τους κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο, εντούτοις η αμερικανική παραγωγή από μόνη της δεν μπορεί να προστατεύσει τους Αμερικανούς καταναλωτές από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου παγκοσμίως.
Προκειμένου λοιπόν να προστατεύσουν την πολύτιμη αγοραστική δύναμη του Αμερικανού καταναλωτή, προτείνουν να επιβληθεί με πρωτοβουλία των καταναλώτριων χωρών ένα ανώτατο όριο τιμής πώλησης στο πετρέλαιο προκειμένου να σταματήσει η αύξηση των τιμών των καυσίμων.
Το Παρίσι αν και δεν είναι αντίθετο στην αμερικανική πρόταση για πλαφόν στην τιμή του πετρελαίου, εντούτοις πρότεινε η μέγιστη τιμή στο πετρέλαιο να προέρχεται από όλες τις χώρες παραγωγής και όχι από τις καταναλώτριες χώρες.
Πώς θα μπορούσαν όμως οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες να πειστούν για κάτι τέτοιο από τη στιγμή που οι προϋπολογισμοί τους όπως και οι επενδύσεις τους για την πράσινη μετάβαση βασίζονται κυρίως στα έσοδα από την πώληση του πετρελαίου;
Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η εξόρυξη πετρελαίου πλέον γίνεται ολοένα και σε μεγαλύτερο βάθος, κάτι που καθιστά ασύμφορη την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αν οι τιμές είναι κάτω από ένα minimum επίπεδο.
Μόνο μια light τιμή στο πλαφόν του πετρελαίου ίσως θα μπορούσε να πείσει τις πετρελαιοεξαγωγικές χώρες, όμως τι αποτέλεσμα θα είχε επί της ουσίας ένα τέτοιο πλαφόν στους στόχους για αποδυνάμωση της Ρωσίας;
Τι φοβάται η Ευρώπη
Ο προβληματισμός που κατέθεσε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψιν: «...Είμαστε έτοιμοι να μπούμε σε λεπτομέρειες και να λάβουμε από κοινού με τους εταίρους μας μια απόφαση, αλλά θέλουμε να βεβαιωθούμε ότι αυτό που θα αποφασίσουμε θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη Ρωσία και όχι σε εμάς».
Τι εννοεί ο ποιητής; Καταρχήν τον φόβο των αντιποίνων, δεδομένου ότι δεν υπάρχει τίποτα που να εμποδίζει τη Ρωσία να απαγορεύσει τις εξαγωγές πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων στις οικονομίες της G7 ως απάντηση στο ανώτατο όριο τιμών.
Όμως μια τέτοια κίνηση είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ειδικά η Ευρώπη, καθώς θα πρέπει να διαχειριστεί επιπλέον την έλλειψη πετρελαίου και διυλισμένων προϊόντων, τη στιγμή που ο Πούτιν συνεχίζει το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι όσον αφορά τις προσπάθειες της Ευρώπης να πληρώσει τις αποθήκες της με φυσικό αέριο.
Για όσους βιάζονται να απαντήσουν ότι όσον αφορά το πετρέλαιο υπάρχει πάντα για την Ευρώπη η επιλογή της ανακατεύθυνσης των προμηθειών από τα υπόλοιπα μέλη του ΟΠΕΚ+, θα πρέπει να έχουν υπόψιν τους τα εξής:
- Στην τελευταία συνεδρίασή του στις 2 Ιουνίου, ο ΟΠΕΚ+ συμφώνησε να ενισχύσει την παραγωγή κατά 648.000 βαρέλια ημερησίως τον Ιούλιο και τον Αύγουστο- το νούμερο αυτό αντιστοιχεί πέριξ στο 0,7% της παγκόσμιας ζήτησης - σε σύγκριση με το αρχικό σχέδιο για προσθήκη 432.000 βαρελιών το μήνα σε τρεις μήνες έως τον Σεπτέμβριο.
Όμως το πετρελαϊκό καρτέλ δεν κατάφερε καν να πιάσει τους πρότερους στόχους παραγωγής του Μαΐου, λόγω υποεπενδύσεων σε πετρελαιοπηγές από ορισμένα μέλη του ΟΠΕΚ και φυσικά λόγω των απωλειών στη ρωσική παραγωγή.
Σύμφωνα με την έρευνα της S&P Platts, πολλές χώρες του ΟΠΕΚ δεν κατάφεραν να ανταποκριθούν τον Απρίλιο και τον Μάιο στις συμφωνηθείσες ποσοστώσεις παραγωγής πετρελαίου. Για παράδειγμα, η παραγωγή στη Νιγηρία έπεσε τον Μάιο στο χαμηλότερο επίπεδο από τότε που η Platts μετρά την παραγωγή του ΟΠΕΚ, ενώ η Αγκόλα, η Ισημερινή Γουινέα και το Κονγκό παρήγαγαν επίσης πολύ κάτω από τις ποσοστώσεις, όπως άλλωστε και τα περισσότερα από τα μέλη του ΟΠΕΚ+ .
Μόνο τον Απρίλιο ο ΟΠΕΚ έχασε τον στόχο του κατά 2,7 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, ενώ τον Μάιο η βελτίωση ήταν οριακή,
Θα καταφέρει να πιάσει τους αυξημένους στόχους παραγωγής του Ιουλίου και του Αυγούστου;
-Η Σαουδική Αραβία θα μπορούσε να κάνει την ανατροπή αναλαμβάνοντας την κάλυψη της αδυναμίας των υπόλοιπων μελών. Είναι και η μόνη που μπορεί άλλωστε μαζί με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Κουβέιτ, καθώς έχουν πλεονάζουσα χωρητικότητα που μπορεί να αξιοποιηθεί γρήγορα για να καλυφθούν οι ελλείψεις. Ωστόσο, μπορεί να είναι απρόθυμοι να το κάνουν, τουλάχιστον σε έναν ικανοποιητικό βαθμό.
Εκτός... και αν το πλαφόν είναι πάνω από τα minimum επίπεδα που θέτουν οι χώρες αυτές σαν πρϋπόθεση ώστε να διατηρήσουν αλώβητο ένα μεγάλο μέρους του προϋπολογισμού τους.
Πόσο πάνω από αυτά τα επίπεδα λοιπόν θα μπορούσε να είναι το πλαφόν; Αυτό είναι το ένα ερώτημα. Το δεύτερο το θέσαμε και πιο πάνω: κατά πόσον ένα light πλαφόν προκειμένου να μη θιχτούν τα συμφέροντα της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΑΕ θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα στην τιθάσευση του ενεργειακού πληθωρισμού;
Έχει ο καιρός γυρίσματα....
Η μέχρι πρότινος στρατηγική του Λευκού Οίκου να απομονώσει μέσω των κυρώσεων στο πετρέλαιο τη Ρωσία το Ιράν και τη Βενεζουέλα, είχε σαν νομοτελειακό αποτέλεσμα την ενίσχυση της θέσης και της ισχύος της Σαουδικής Αραβίας
Η αύξηση των τιμών όμως του φυσικού αερίου και της βενζίνης έχουν πυροδοτήσει μεγάλα κύματα δυσαρέσκειας στον κοινωνικό ιστό, κάτι που δεν είναι το ζητούμενο ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών στις ΗΠΑ.
Μέσα από αυτή την οπτική γωνία είναι κατανοητό γιατί ο Αμερικανός Πρόεδρος αποφάσισε να πετάξει στη λήθη την προεκλογική του ρητορική άλλωστε η ηλικία του το «επιτρέπει» - και να προσεγγίσει τη Σαουδική Αραβία με διάθεση διαλόγου.
Για την ακρίβεια εδώ και εβδομάδες η κυβέρνηση Μπάιντεν καλεί τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του Κόλπου, ιδιαίτερα τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, να αντλήσουν περισσότερο πετρέλαιο.
Δεδομένου δε ότι το αίτημα του δεν έχει ακόμα ανταπόκριση, ο Αμερικανός Πρόεδρος έχει προγραμματίσει στα μέσα Ιουλίου περιοδεία στη Μέση Ανατολή.
Μάλιστα θα πραγματοποιήσει την πρώτη του επίσκεψη στο Ριάντ μετά από δύο χρόνια τεταμένων σχέσεων λόγω διαφωνιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, τον πόλεμο στην Υεμένη και τις προμήθειες όπλων των ΗΠΑ στο Βασίλειο.
Τι περιμένουμε για τις τιμές
Η Μόσχα, παρά τα εμπάργκο, συνεχίζει να αποσπά τεράστια έσοδα από την πώληση των πετρελαιοειδών της, καθώς η άνοδος των τιμών της ενέργειας αντισταθμίζει τη μείωση του όγκου των εξαγωγών της. Εν ολίγοις πουλάει λιγότερο αλλά σε υψηλότερη τιμή.
Για του λόγου το αληθές τον Μάιο, η Ρωσία ανακοίνωσε ότι αναμένει φέτος επιπλέον έσοδα 13,7 δισεκατομμυρίων ευρώ από τις εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Βάζοντας ένα χαμηλό πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου η Ρωσία σίγουρα θα «πονέσει» όμως τα αντίποινα του περιορισμού των ρωσικών εξαγωγών θα «πονέσουν» με τη σειρά τους την Ευρώπη, ασκώντας εκ νέου αυξητική πίεση στις τιμές.
Αυτός είναι και ο λόγος που παρά το γεγονός ότι έχει ξεκινήσει η κουβέντα για πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου και την ίδια στιγμή έχουν αυξηθεί η ανησυχίες για το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης που θα μειώσει τη ζήτηση του πετρελαίου, εντούτοις το brent παραμένει σταθερά πάνω από τα 107 δολάρια/βαρέλι.
Ούτε καν το γεγονός ότι η G7 ξανάνοιξε το κεφάλαιο της αναβίωσης των πυρηνικών συνομιλιών του Ιραν, προκειμένου να εισέλθει περισσότερο ιρανικό πετρέλαιο στην αγορά δεν μπόρεσε να φέρει –τουλάχιστον προς το παρόν- τον διεθνή δείκτη αναφοράς πέριξ του ψυχολογικού ορίου των 100 δολαρίων/βαρέλι.
Μέσα από αυτό το πρίσμα θα έχει ενδιαφέρον να δούμε τόσο τις λεπτομέρειες για το πλαφόν από τη σημερινή συνεδρίαση των G7 όσο και τις αποφάσεις του ΟΠΕΚ+, ο οποίος πραγματοποιεί την επόμενη σύνοδό του στις 30 Ιουνίου, οπότε και αναμένεται να αποφασίσει για την πολιτική παραγωγής του Αυγούστου.
Τα μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών και οι σύμμαχοί τους πιθανότατα θα επιμείνουν σε ένα σχέδιο για επιταχυνόμενες αυξήσεις της παραγωγής πετρελαίου τον Αύγουστο. Για να δούμε, θα γίνει εφικτή μια αποκλιμάκωση των τιμών έστω μέχρι τη ζώνη των 90-95 δολαρίων/βαρέλι;
(liberal.gr)