Νέα έκθεση του WWF Ελλάς, με τίτλο «Ελληνικές επιδοτήσεις στα ορυκτά καύσιμα», που δημοσιεύεται σήμερα, ρίχνει φως σε, όχι έναν, ούτε δύο, αλλά 10 άμεσους και έμμεσους μηχανισμούς, μέσω των οποίων έχει δοθεί στήριξη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.
Η έκθεση επιχειρεί να καλύψει ένα μεγάλο κενό διαφάνειας στην πληροφόρηση, τόσο του κοινού, όσο και των θεσμικά υπεύθυνων χάραξης ενεργειακής πολιτικής στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, υπολογίζεται πως συνολικά 15,4 δισεκ. ευρώ έχουν αντληθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό, τους λογαριασμούς ενέργειας και τους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μέσα σε ένα διάστημα 10-15 ετών, έχουν δοθεί με μορφή επιδότησης της βρόμικης βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων, χωρίς να συνυπολογίζεται η επιβάρυνση για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Τα ευρήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφενός καταδεικνύουν πως αντίστοιχες μελέτες που ήταν γνωστές έως σήμερα υποεκτιμούσαν σημαντικά τα συνολικά ποσά επιδότησης και αφετέρου, επιβεβαιώνουν την παντελή έλλειψη διαφάνειας που προκύπτει από τη μη δημοσίευση των απαραίτητων στοιχείων. Δεδομένου αυτού, το ποσό των 15,4 δισεκ. ευρώ αποτελεί τη χαμηλότερη εκτίμηση για το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα των επιδοτήσεων δίνεται μέσω των λογαριασμών ρεύματος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής αναγραφή του σχετικού τιμήματος. Ως αποτέλεσμα, το κόστος χρηματοδότησης των επιδοτήσεων μετακυλίεται ουσιαστικά στον καταναλωτή, χωρίς διευκρίνιση για το τι πληρώνει, αλλά και ποια υπηρεσία και ποιος είναι ο τελικός αποδέκτης αυτής της πληρωμής.
Οι βασικοί ωφελούμενοι από τις επιδοτήσεις
Πρωταθλητής των επιδοτήσεων αναδεικνύεται το πετρέλαιο στα μη διασυνδεδεμένα νησιά έχοντας λάβει το μεγαλύτερο ποσό επιδοτήσεων, συνολικού ύψους 6,2 δισεκ. ευρώ περίπου. Είναι λογικό σε αυτή την κατηγορία να έχουν εντοπιστεί τα μεγαλύτερα ποσά επιδότησης, καθώς ο μηχανισμός των λεγόμενων Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) που αφορά στην κάλυψη του επιπλέον κόστους για την ηλεκτροδότηση των νησιών, αποτελεί τον πλέον διαφανή λογαριασμό. Ακολουθούν η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή που έχει λάβει πάνω από 5 δισεκ. ευρώ, και το φυσικό αέριο που έχει «ενισχυθεί» με περίπου 4,3 δισεκ. ευρώ τα τελευταία 10-15 χρόνια.
Αντίστοιχα, η ΔΕΗ εμφανίζεται να έχει λάβει σχεδόν το 96% των επιδοτήσεων, κάτι που σχετίζεται με τον επί δεκαετίες κυρίαρχο ρόλο της στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή. Η ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων μονάδων της ΔΕΗ είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο αρκετών μηχανισμών ενίσχυσης, όπως και η επιδότηση μονάδων ακόμα κι όταν αυτές είχαν ελάχιστη συνεισφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της επιβάρυνσης που συντελείται στο περιβάλλον, αλλά και τη δημόσια υγεία, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη, τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να μπει ένα τέλος στις κρυφές αυτές επιδοτήσεις που συνεχίζουν να ωφελούν τη διαιώνιση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Μάλιστα, ήδη 30 κράτη έχουν υιοθετήσει εθνικές πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση.
«Το τέλος των ορυκτών καυσίμων είναι μονόδρομος για την προστασία απέναντι στη μεγαλύτερη απειλή του 21ου αιώνα, την κλιματική αλλαγή. Οι εξελίξεις εξάλλου στην ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία και η πρόοδος στις τεχνολογίες των ΑΠΕ και της αποθήκευσης ενέργειας καθιστούν τη χρήση ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή και οικονομικά ασύμφορη. Η κατάργηση των επιδοτήσεων προς τα ορυκτά καύσιμα θα απελευθερώσει πολύτιμους πόρους για τη στήριξη της στροφής του ενεργειακού μοντέλου της χώρας στις ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και για τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών που εξαρτώνται ακόμα σε μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης υπεύθυνος Τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς.
Δείτε εδώ το πλήρες κείμενο της έκθεσης.
Η έκθεση επιχειρεί να καλύψει ένα μεγάλο κενό διαφάνειας στην πληροφόρηση, τόσο του κοινού, όσο και των θεσμικά υπεύθυνων χάραξης ενεργειακής πολιτικής στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, υπολογίζεται πως συνολικά 15,4 δισεκ. ευρώ έχουν αντληθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό, τους λογαριασμούς ενέργειας και τους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μέσα σε ένα διάστημα 10-15 ετών, έχουν δοθεί με μορφή επιδότησης της βρόμικης βιομηχανίας των ορυκτών καυσίμων, χωρίς να συνυπολογίζεται η επιβάρυνση για το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία. Τα ευρήματα αυτά αποκτούν ιδιαίτερη σημασία, καθώς αφενός καταδεικνύουν πως αντίστοιχες μελέτες που ήταν γνωστές έως σήμερα υποεκτιμούσαν σημαντικά τα συνολικά ποσά επιδότησης και αφετέρου, επιβεβαιώνουν την παντελή έλλειψη διαφάνειας που προκύπτει από τη μη δημοσίευση των απαραίτητων στοιχείων. Δεδομένου αυτού, το ποσό των 15,4 δισεκ. ευρώ αποτελεί τη χαμηλότερη εκτίμηση για το συνολικό ύψος των επιδοτήσεων στα ορυκτά καύσιμα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι το μεγαλύτερο τμήμα των επιδοτήσεων δίνεται μέσω των λογαριασμών ρεύματος, χωρίς ωστόσο να υπάρχει σαφής αναγραφή του σχετικού τιμήματος. Ως αποτέλεσμα, το κόστος χρηματοδότησης των επιδοτήσεων μετακυλίεται ουσιαστικά στον καταναλωτή, χωρίς διευκρίνιση για το τι πληρώνει, αλλά και ποια υπηρεσία και ποιος είναι ο τελικός αποδέκτης αυτής της πληρωμής.
Οι βασικοί ωφελούμενοι από τις επιδοτήσεις
Πρωταθλητής των επιδοτήσεων αναδεικνύεται το πετρέλαιο στα μη διασυνδεδεμένα νησιά έχοντας λάβει το μεγαλύτερο ποσό επιδοτήσεων, συνολικού ύψους 6,2 δισεκ. ευρώ περίπου. Είναι λογικό σε αυτή την κατηγορία να έχουν εντοπιστεί τα μεγαλύτερα ποσά επιδότησης, καθώς ο μηχανισμός των λεγόμενων Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) που αφορά στην κάλυψη του επιπλέον κόστους για την ηλεκτροδότηση των νησιών, αποτελεί τον πλέον διαφανή λογαριασμό. Ακολουθούν η λιγνιτική ηλεκτροπαραγωγή που έχει λάβει πάνω από 5 δισεκ. ευρώ, και το φυσικό αέριο που έχει «ενισχυθεί» με περίπου 4,3 δισεκ. ευρώ τα τελευταία 10-15 χρόνια.
Αντίστοιχα, η ΔΕΗ εμφανίζεται να έχει λάβει σχεδόν το 96% των επιδοτήσεων, κάτι που σχετίζεται με τον επί δεκαετίες κυρίαρχο ρόλο της στην εγχώρια ηλεκτροπαραγωγή. Η ευνοϊκή μεταχείριση συγκεκριμένων μονάδων της ΔΕΗ είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό στοιχείο αρκετών μηχανισμών ενίσχυσης, όπως και η επιδότηση μονάδων ακόμα κι όταν αυτές είχαν ελάχιστη συνεισφορά στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της επιβάρυνσης που συντελείται στο περιβάλλον, αλλά και τη δημόσια υγεία, είναι πλέον επιτακτική η ανάγκη, τόσο σε διεθνές όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να μπει ένα τέλος στις κρυφές αυτές επιδοτήσεις που συνεχίζουν να ωφελούν τη διαιώνιση της χρήσης των ορυκτών καυσίμων. Μάλιστα, ήδη 30 κράτη έχουν υιοθετήσει εθνικές πολιτικές προς αυτή την κατεύθυνση.
«Το τέλος των ορυκτών καυσίμων είναι μονόδρομος για την προστασία απέναντι στη μεγαλύτερη απειλή του 21ου αιώνα, την κλιματική αλλαγή. Οι εξελίξεις εξάλλου στην ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία και η πρόοδος στις τεχνολογίες των ΑΠΕ και της αποθήκευσης ενέργειας καθιστούν τη χρήση ορυκτών καυσίμων στην ηλεκτροπαραγωγή και οικονομικά ασύμφορη. Η κατάργηση των επιδοτήσεων προς τα ορυκτά καύσιμα θα απελευθερώσει πολύτιμους πόρους για τη στήριξη της στροφής του ενεργειακού μοντέλου της χώρας στις ΑΠΕ και την εξοικονόμηση ενέργειας, καθώς και για τη στήριξη των τοπικών κοινωνιών που εξαρτώνται ακόμα σε μεγάλο βαθμό από την εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων», δήλωσε ο Νίκος Μάντζαρης υπεύθυνος Τομέα ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής του WWF Ελλάς.
Δείτε εδώ το πλήρες κείμενο της έκθεσης.