Σαν μια από τις χώρες που παραμένουν σημαντικά εξαρτημένες από τα στερεά καύσιμα, και συγκεκριμένα από το λιγνίτη, χαρακτηρίζει την Ελλάδα στην έκθεσή του ο ΟΟΣΑ.
Στο ενεργειακό σκέλος της έκθεσης, επισημαίνεται χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες με τα μεγαλύτερα μέτρα ενθάρρυνσης παραγωγής και κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων(παραγωγή λιγνίτη) ως μέρος των κρατικών δαπανών και των συνολικών φόρων.
Και σε αυτό το σημείο η Ελλάδα περιγράφεται ως χώρα που στηρίζει την ανάπτυξη εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής με καύσιμο το λιγνίτη, όταν άλλες κινούνται προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση.
"Μόνο η σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης των ορυκτών καυσίμων θα επιταχύνει τη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και θα διευκολύνει την εφαρμογή της νέας Οδηγίας για το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ και της βιομηχανικές εκπομπές", σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Σχετικά με τη διείσδυση των ΑΠΕ, η έκθεση αναφέρει ότι το μερίδιο της τελικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές βρίσκεται πλέον στο 15%, πλησίον του μέσου όρου της ΕΕ- 28. Το κατά κεφαλήν μάλιστα επίπεδο ηλιακής ενέργειας στην Ελλάδα (τόσο για φωτοβολταϊκά όσο και για ηλιακά), βρίσκεται πλέον μεταξύ των πέντε κορυφαίων στον κόσμο (REN21, 2017).
Εκτενή αναφορά γίνεται στον ρόλο του CO2, όπου επισημαίνεται ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην Ελλάδα έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, και πλέον βρίσκονται αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Σαν αιτία προβάλλεται φυσικά η πολυετής ύφεση, δηλαδή η μειωμένη βιομηχανική παραγωγή, όπως και η μείωση μετακινήσεων κατά τη διάρκεια της τελευταίας οκταετίας.
Τέλος στο κεφάλαιο της φορολογίας καυσίμων, η έκθεση αναφέρει ότι η Ελλάδα είναι μία από τις λίγες χώρες όπου τα έσοδα που σχετίζονται με το περιβάλλον έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία σε σχέση με το ΑΕΠ. Ωστόσο, τα έσοδα από άλλους τομείς που άπτονται του περιβάλλοντος, πέραν του ηλεκτρισμού και των μετακινήσεων με αυτοκίνητο, παραμένουν αμελητέα.