Σε παγκόσμιο επίπεδο βρίσκονται σε εξέλιξη διαδικασίες μετάβασης προς τη βιώσιμη ενέργεια. Αλλά πόσο έχουμε προχωρήσει; Είναι σαφές ότι οι σχετικές δράσεις πρέπει να επιταχυνθούν, αλλά σε ποιους τομείς προτεραιότητας και πόσο;
Η παρακολούθηση των δεικτών ενεργειακής μετάβασης σε επίπεδο τόσο αποτελεσμάτων (π.χ. εκπομπές CO2), όσο και παραγόντων που ενισχύουν τη μετάβαση αυτή (π.χ. επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια) είναι σημαντική για να κατανοήσουμε με σαφήνεια πόσο έχουμε προχωρήσει, αλλά και για να ενισχύσουμε τις φιλοδοξίες και τις δράσεις μας. Σύμφωνα, εξάλλου, με το ρητό: «ότι μετράται, βελτιώνεται».
Φέτος, τα κράτη σε παγκόσμιο επίπεδο έχουν τη σημαντικότατη υποχρέωση να αξιολογήσουν την παγκόσμια πρόοδο προς την κατεύθυνση της επίτευξης των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού. Η διαδικασία αυτή -γνωστή ως Διάλογος Talanoa- έχει ως επιδίωξη όχι μόνο να κεφαλαιοποιήσει την πρόοδο που έχει συντελεστεί έως τώρα, αλλά και να συμβάλλει στην πληροφόρηση και την αύξηση των φιλοδοξιών ενόψει του επόμενου γύρου δεσμεύσεων των κρατών στο πλαίσιο των Εθνικά Καθορισμένων Συνεισφορών (Nationally Determined Contributions - NDCs) για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Η αύξηση των φιλοδοξιών που θα υπηρετούν οι δεσμεύσεις αυτές είναι επιτακτική: ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) εκτιμά ότι οι τρέχουσες NDCs θα θέσουν τον πλανήτη σε τροχιά αύξησης της θερμοκρασίας κατά περίπου 2,7°C έως το 2100, υπερβαίνοντας κατά πολύ τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού που προβλέπουν τη συγκράτηση της ανόδου της θερμοκρασίας σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα των 2°C και την ανάληψη δράσης ώστε αυτή να περιοριστεί στους 1,5°C.
Ως βασική συνεισφορά στο Διάλογο Talanoa και στις ευρύτερες προσπάθειες παρακολούθησης των δεικτών ενεργειακής μετάβασης, ο IEA θα εκδώσει στις 22 Μαΐου την έκθεση Tracking Clean Energy Progress 2018, στην οποία θα παρέχονται τα πλέον πρόσφατα δεδομένα που αφορούν στους κύριους ενεργειακούς δείκτες, θα εκτιμάται η σημερινή πρόοδος σε σύγκριση με όσα χρειάζεται να έχουν επιτευχθεί έως το 2030 και θα υπογραμμίζονται οι ευκαιρίες για περαιτέρω ανάπτυξη της τεχνολογίας και της καινοτομίας.
Ο Διάλογος Talanoa διαρθρώνεται γύρω από τρία ερωτήματα: Πού βρισκόμαστε; Πού θέλουμε να φτάσουμε; Πώς θα φτάσουμε εκεί; Η πλήρης απάντηση του ΙΕΑ σε αυτά τα ερωτήματα περιέχεται στην αρχική επίσημη εισήγησή μας στο Διάλογο Talanoa.
Πού βρισκόμαστε;
Ο IEA εκτιμά ότι το 2017, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που σχετίζονται με τον ενεργειακό τομέα αυξήθηκαν κατά 1,4%, φθάνοντας στο ιστορικό υψηλό των 32,5 Gt. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει ότι η καθήλωσή τους στα ίδια επίπεδα κατά την περίοδο 2014-2016 δε μπορεί να ερμηνευτεί ως επίτευξη του μέγιστου επιπέδου τους. Αν και η αύξηση των εκπομπών το 2017 μπορεί να χαρακτηριστεί συγκρατημένη σε σύγκριση με ιστορικά ποσοστά, καθιστά ακόμη σημαντικότερη την πρόκληση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σύντομα. Η ανάλυση του IEA δείχνει ότι οι εκπομπές πρέπει να παρουσιάσουν μέγιστο περίπου το 2020 και στη συνέχεια να μειωθούν απότομα, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού.
Η αύξηση των εκπομπών κατά το προηγούμενο έτος αντανακλά την ισχυρή αύξηση της ενεργειακής ζήτησης, η οποία εκτιμάται ότι το 2017 αυξήθηκε κατά 2,1%, ποσοστό αύξησης διπλάσιο του αντίστοιχου για το 2016. Ενώ η ενεργειακή ένταση -δηλαδή η ζήτηση πρωτογενούς ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ- μειώνεται προοδευτικά, η μείωση αυτή επιβραδύνθηκε στο 1,7% το 2017, σε σύγκριση με 2,3% που ήταν κατά μέσο όρο τα τρία προηγούμενα έτη. Επισημαίνεται ότι η μείωση κατά 1,7% της ενεργειακή έντασης ανταποκρίνεται μόλις στο μισό του ετήσιου ρυθμού βελτίωσης που απαιτείται για να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού.
Ο δεύτερος κρίσιμος παράγοντας είναι η ένταση άνθρακα του ενεργειακού εφοδιασμού, δείκτης που παρακολουθεί τις εκπομπές CO2 ανά μονάδα συνολικής παροχής πρωτογενούς ενέργειας. Το 2017, ο Δείκτης Έντασης Άνθρακα του Ενεργειακού Τομέα (Energy Sector Carbon Intensity Index - ESCII) αυξήθηκε για πρώτη φορά σε τρία χρόνια, καθώς τα ορυκτά καύσιμα κάλυψαν το 70% της αύξησης της ενεργειακής ζήτησης.
Στην πραγματικότητα, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες,το ESCII έχει μεταβληθεί ελάχιστα, γεγονός που υποδεικνύει ότι ο ενεργειακός εφοδιασμός δεν έχει γίνει καθόλου ‘καθαρότερος’ με την πάροδο του χρόνου. Παρά τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ειδικότερα των ηλιακών φωτοβολταϊκών και της αιολικής ενέργειας, η εφαρμογή ενεργειακών τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών άνθρακα δε συμβαδίζει με τους ρυθμούς αύξησης της ενεργειακής ζήτησης. Αυτή παραμένει μια κρίσιμη πρόκληση για τον ενεργειακό τομέα, καθώς σε ένα σενάριο του IEA που εναρμονίζεται με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, ο ESCII εκτιμάται ότι πρέπει να μειωθεί κατά 22% μέχρι το 2030.
Πού θέλουμε να φτάσουμε;
Το Σενάριο Βιώσιμης Ανάπτυξης (Sustainable Development Scenario - SDS) του IEA περιγράφει έναν οδικό χάρτη για τον παγκόσμιο ενεργειακό τομέα που είναι συμβατός με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού, ενώ, παράλληλα, οδηγεί στην επίτευξη καθολικής πρόσβασης στις ενεργειακές τεχνολογίες και στη σημαντική μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Το SDS προσφέρει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την αντιμετώπιση βασικών ενεργειακών και άλλων προκλήσεων.
Σε σύγκριση με άλλα σενάρια που εξαντλούνται στο περιορισμό της κλιματικής αλλαγής, το SDS δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις αποκεντρωμένες τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα (όπως τα ηλιακά φωτοβολταϊκά και η αιολική ενέργεια) ως μέσα για την επίτευξη πολλαπλών στόχων. Έτσι, για παράδειγμα, το συγκεκριμένο σενάριο προβλέπει την αξιοποίηση περίπου 50% περισσότερης ηλιακής φωτοβολταϊκής ενέργειας σε σύγκριση με προηγούμενα σενάρια του IEA που επικεντρώνονταν κατά κύριο λόγο στην απανθρακοποίηση.
Καθώς η ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα βρίσκεται στο επίκεντρο του SDS, τα ορυκτά καύσιμα υποχωρούν σημαντικά από τη θέση που κατέχουν σήμερα. Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, η ζήτηση άνθρακα παρουσιάζει μέγιστο περίπου το 2020. Αντίθετα από το σενάριο, τα στοιχεία του ΙΕΑ δείχνουν ότι η ζήτηση άνθρακα αυξήθηκε το 2017, μετά από πτωτική πορεία δύο χρόνων, ενώ εκτιμάται ότι η αύξηση της ζήτησης θα συνεχιστεί για τουλάχιστον τα επόμενα πέντε χρόνια, εάν δεν μεταβληθούν οι τρέχουσες πολιτικές και οικονομικές συνθήκες.
Στο SDS, η ζήτηση πετρελαίου παρουσιάζει μέγιστο λίγο αργότερα από τον άνθρακα, με την επακόλουθη μείωση της ζήτησης να αποδίδεται στον τομέα των μεταφορών: τα ηλεκτρικά οχήματα, σύμφωνα πάντα με το σενάριο, αντιπροσωπεύουν ποσοστό υψηλότερο του 40% των πωλήσεων νέων επιβατικών αυτοκινήτων έως το 2030.
Πώς θα φτάσουμε εκεί;
Καθώς οι χώρες υιοθετούν περισσότερο φιλόδοξους στόχους, ορισμένα κατευθυντήρια ερωτήματα μπορούν να συμβάλλουν στη χάραξη της πορείας τους προς τα εμπρός.
Πρώτον, πώς πρέπει να αλλάξουν τα επενδυτικά πρότυπα; Στο πλαίσιο του σεναρίου SDS του IEA, απαιτείται μια συγκρατημένη πρόσθετη επένδυση της τάξης του 13% για την ενέργεια έως το 2030 -ή ένα καθαρό ποσό $ 4 τρισ.- σε σύγκριση με τις επενδύσεις που θα απαιτούνταν στο πλαίσιο του Σεναρίου Νέων Πολιτικών (New Policies Scenario - NPS), το οποίο λαμβάνει υπόψη μόνο τις ισχύουσες και τις εξαγγελθείσες πολιτικές. Οι ετήσιες επενδύσεις στον τομέα της προσφοράς ενέργειας παραμένουν, σύμφωνα με το σενάριο, σχετικά σταθερές σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα, αν και προβλέπεται ουσιαστική απομάκρυνση των επενδύσεων αυτών από τον τομέα της παραγωγής ορυκτών καυσίμων και της ηλεκτροπαραγωγής από ορυκτά καύσιμα, τομείς στους οποίους οι επενδύσεις μειώνονται κατά $2,8 τρισ. έως το 2030. Σε αντίθεση, σύμφωνα με το σενάριο, οι επενδύσεις αυτές κατευθύνονται προς την παραγωγή ενέργειας χαμηλού άνθρακα και τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης στους τομείς τελικής χρήσης.
Δεύτερον, πόσο θα μειωθεί το κόστος της τεχνολογίας; Καθώς το κόστος των ‘καθαρών’ ενεργειακών εξακολουθεί να μειώνεται, οι φιλοδοξίες σχετικά με την ενεργειακή μετάβαση μπορούν να αυξηθούν περαιτέρω. Εξετάζοντας τα επόμενα πέντε χρόνια (2017-2022), ο IEA προβλέπει ότι το κόστος αναμένεται να μειωθεί σε παγκόσμια κλίμακα επιπλέον κατά σχεδόν 25% για τις μεγάλης κλίμακας (utility scale) φωτοβολταϊκές τεχνολογίες, σχεδόν 15% για αυτές που αφορούν σε χερσαίες αιολικές εγκαταστάσεις και κατά περίπου 33% για τις αντίστοιχες των υπεράκτιων αιολικών μονάδων. Στην πορεία προς το 2030, το κόστος αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται. Στο σενάριο NPS του IEA αναφορικά στις νέες μεγάλης κλίμακας (utility scale) φωτοβολταϊκές τεχνολογίες και σε αυτές που σχετίζονται με τις μπαταρίες των ηλεκτρικών οχημάτων, το κόστος προβλέπεται να μειωθεί περίπου στο μισό από το 2016 έως το 2030.
Τρίτο και τελευταίο ερώτημα, πώς μπορεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση να βελτιώσει τις πιθανότητες επιτυχίας; Ένα βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από όλες τις πτυχές της ανάλυσης του IEA είναι η ανάγκη για μια ολιστική προσέγγιση πολιτικών και τεχνολογίας που θα καθοδηγήσει και θα επιταχύνει τη μετάβαση στην ‘καθαρή’ ενέργεια βάσει του εθνικού πλαισίου κάθε χώρας.
Για παράδειγμα, οι πρόσφατες μειώσεις στις επενδύσεις στον τομέα upstream των ορυκτών καυσίμων αναδεικνύουν την ανάγκη συντονισμού των πολιτικών. Παρά το γεγονός ότι αυτή η αλλαγή από μόνη της μπορεί να ευθυγραμμίζεται με την κατεύθυνση της μετάβασης προς χαμηλές εκπομπές άνθρακα, συνεχείς μειώσεις των επενδύσεων στον τομέα της παραγωγής ενέργειας χωρίς τα ανάλογα μέτρα για την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ενεργειακής ζήτησης δημιουργούν σημαντικούς κινδύνους για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού. Ως δεύτερο παράδειγμα αξίζει να σημειωθεί ότι οι πολιτικές που διαμορφώνουν το πλαίσιο της παραγωγής και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να παράγουν μεγαλύτερα περιβαλλοντικά οφέλη, εάν εφαρμοστούν σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες για την απανθρακοποίηση.
Η εφαρμογή μιας τέτοιας ολιστικής προσέγγισης των πολιτικών απαιτεί ουσιαστικό εθνικό συντονισμό και δυναμικότητα, συμπεριλαμβανομένης της εγχώριας τεχνολογικής και πολιτικής εξειδίκευσης. Ο IEA θα συνεχίσει να διαχέει τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές και να δρα συμβουλευτικά, υποστηρίζοντας τα κράτη στην πορεία διαμόρφωσης των δικών τους πλαισίων για τη μετάβαση στην ‘καθαρή’ ενέργεια.