Κ. Υπουργέ,
Κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών και οργανώσεων
Κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων.
Αγαπητοί συνάδελφοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού και του Ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες
Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω στη διεθνή συνδιάσκεψη με θέμα «Το μέλλον της εργασίας: η οπτική των συνδικάτων» την οποία διοργανώνουμε σε συνεργασία με τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, ETUC, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της ΓΣΕΕ.
Χαιρετίζω επίσης τη μεγάλη συμμετοχή των συναδέλφων μας από τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή συνδικάτα πού τιμούν την ιστορική αυτή επέτειο.
Η συζήτησή μας θα εμπλουτιστεί με τη συμβολή των διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων καλεσμένων ομιλητών από το ευρωπαϊκό και το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα, την πανεπιστημιακή κοινότητα και τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς φορείς.
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες,
Το 1918, οι εργάτες στην Ελλάδα ίδρυσαν τη ΓΣΕΕ για να διεκδικήσουν κοινωνική δικαιοσύνη και το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή, σε ένα καλύτερο μέλλον.
Σήμερα, η Γενική Συνομοσπονδία επιλέγει να γιορτάσει την ιστορική αυτή επέτειο με μια σημαντική διεθνή διοργάνωση, φιλοδοξώντας να συμβάλλει στη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με το μέλλον εργασίας υπό το πρίσμα των πρόσφατων καταιγιστικών εξελίξεων στο χώρο της τεχνολογίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως η 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Με άλλα λόγια, με τις ρίζες μας στην ιστορία μας, στρέφουμε το βλέμμα προς το μέλλον.
Στα 100 χρόνια δράσης της η ΓΣΕΕ έβαλε την σφραγίδα της στις εξελίξεις και στην πορεία της Ελλάδας σ΄ όλα τα κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Η ιστορική μας διαδρομή υπήρξε δύσκολη και αγωνιστική. Η συνομοσπονδία δοκιμάστηκε από πολέμους, δικτατορίες και αυταρχικές παρεμβάσεις που δεν κατάφεραν να καθυποτάξουν και να απονευρώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Η ΓΣΕΕ παρέμεινε όρθια, πρωτοπόρα και αυτόνομη.
Μπορεί η σκόνη της ιστορίας να σκέπασε βασιλείς και πρίγκιπες, κυβερνήσεις, δικτάτορες και αυτοκρατορίες, κράτη και κόμματα, θεσμούς και ιδέες που φάνταζαν σαν νομοτέλειες.
ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ δοκιμάστηκαν και άντεξαν γιατί εκφράζουν τη δύναμη της οργανωμένης συλλογικότητας. Θα υπάρχουν όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα και η ανάγκη των εργαζομένων για ένα καλύτερο αύριο.
Σήμερα στο κατώφλι μιας νέας αμφίσημης εποχής, αφουγκραζόμαστε τις επικείμενες βαθιές αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον και στην οικονομία.
Και τούτο διότι, στο πλαίσιο του σκληρού παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, εκτεταμένες διαδικασίες αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εργασία, μετασχηματίζοντας την οργάνωση και τη δομή της.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στα επόμενα πέντε χρόνια «θα χαθούν πάνω από πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις δεκαπέντε πιο ανεπτυγμένες και ανερχόμενες οικονομίες», με τη μεγαλύτερη επίπτωση στα επαγγέλματα που απαιτούν λιγότερη εξειδίκευση. Σύμφωνα με ένα άλλο σενάριο που έχει δει το φως της δημοσιότητας, 375 εκατομμύρια εργαζόμενοι παγκοσμίως, δηλαδή το 14% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, αντιμετωπίζει ενδεχόμενη απώλεια θέσεων εργασίας έως το 2030.
Μπορούμε όμως πράγματι να κάνουμε λόγο για «4η Βιομηχανική Επανάσταση»; Για ένα πράγματι νέο τεχνικό-οικονομικό πρότυπο παραγωγής;
¾ Ποιες είναι οι υλικές και κοινωνικές προϋποθέσεις του συντελούμενου μετασχηματισμού;
¾ Ποιο είναι το ιδεολογικό του φορτίο;
¾ Ποιος είναι ο ρόλος της εργασίας στην υπό διαμόρφωση νέα οικονομική και παραγωγική συνθήκη;
H ανησυχία για τις δυσμενείς επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση και τα εισοδήματα δεν είναι καινοφανής. Ανάγεται στο κίνημα των Λουδιτών στην αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Σήμερα, η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο τεχνολογικός μετασχηματισμός που συντελείται συνοδεύεται από διευρυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πόλωση και αποκλεισμό στις αγορές εργασίας, δημογραφικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης, οικονομική και κοινωνική αστάθεια και κρίσιμες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Ταυτόχρονα, ένα φουτουριστικό αφήγημα αναφέρεται στο «τέλος της εργασίας» συσκοτίζοντας περαιτέρω τις αρνητικές επιπτώσεις τεσσάρων δεκαετιών άνισης παγκοσμιοποίησης, χρηματιστικοποίησης και νεοφιλελεύθερων πολιτικών που διάβρωσαν θεσμικές διασφαλίσεις, απορρυθμίζοντας τις αγορές εργασίας και χρήματος και οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις και ύφεση.
Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Βάιλ προειδοποιεί ότι η εισοδηματική ανισότητα σχετίζεται λιγότερο με τις τεχνολογικές καινοτομίες και περισσότερο με τις οργανωτικές καινοτομίες που εφαρμόζουν μεγάλες εταιρίες όπως η υπεργολαβία, το φραντσάιζινγκ και οι αλυσίδες εφοδιασμού, προκαλώντας μεγάλες ρωγμές στη βασική σχέση εργοδότη-εργαζομένου, και στην παραγωγή, με αποτέλεσμα την καταρράκωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας.
Οι εξελίξεις αυτές εγείρουν σοβαρές ανησυχίες και απαιτούν ουσιαστικό προβληματισμό των συνδικάτων για το μέλλον της εργασίας και των εργαζομένων στη διαμορφούμενη νέα καπιταλιστική πραγματικότητα. Ο προβληματισμός γίνεται ακόμη πιο σύνθετος αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: η ψηφιοποίηση, ως βασικός άξονας της τεχνολογικής προόδου, θα οδηγήσει και σε κοινωνική πρόοδο; Θα γίνει το μέσο για την εξέλιξη των σημερινών κοινωνιών σε ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας, πολιτισμού, ελευθερίας και δημοκρατίας;
Για τα συνδικάτα το ερώτημα αυτό είναι μείζονος σημασίας, καθώς η απάντηση του εξαρτάται από τις επιπτώσεις της ψηφιακής επανάστασης στις εργασιακές σχέσεις, στην προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, στην διανομή της ευημερίας που θα δημιουργήσει η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών.
Και γίνεται σε όλους απολύτως αντιληπτό ότι οι παρεμβάσεις μας δεν πρέπει να έχουν μόνο εθνικό παρανομαστή, πρέπει να υπάρξει συντονισμός τεχνικών και νομικών δράσεων και παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο για την προστασία της εργασίας και των μισθωτών. Τα συνδικάτα πρέπει να συμμετάσχουν στη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας στη ψηφιακή οικονομία.
Πρέπει να υπερασπιστούν τα θετικά της νέας τεχνολογικής επανάστασης, αλλά απορρίπτοντας την οπτική του τεχνολογικού ντετερμινισμού που συνοδεύει ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης για το θέμα αυτό, η οποία σκοπίμως αφήνει την προστασία και το μέλλον της εργασίας στην τύχη της τεχνολογικής εξέλιξης, δηλαδή στις επιθυμίες του ιδιωτικού κέρδους.
Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ψηφιακή επανάσταση με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, η προστασία του περιβάλλοντος, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού.
Συνεπώς η συζήτηση για το νέο τεχνικό-οικονομικό πρότυπο δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στα θέματα της τεχνολογικής αλλαγής και των συνεπειών της, αλλά πρέπει να επεκταθεί στα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής και της δημοκρατίας που αποτελούν και τους θεμελιακούς οδηγούς της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Το ερώτημα που πρέπει όλοι μας να απαντήσουμε είναι πως μπορούμε να προσφέρουμε στους εργαζόμενους, σε όλους τους ανθρώπους, καλύτερες συνθήκες ζωής, με περισσότερη δικαιοσύνη και κοινωνική προστασία.
Επικεντρωνόμαστε λοιπόν στις υφιστάμενες και τις μελλοντικές πραγματικές προκλήσεις αντλώντας από την ιστορική εμπειρία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το μέλλον της εργασίας διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες του συνδικαλιστικού κινήματος και τις θεμελιακές αρχές τους.
Σε κάθε περίπτωση η θεσμική θωράκιση και ο σεβασμός των εργασιακών δικαιωμάτων, της αυτονομίας των συνδικαλιστικών φορέων αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επερχόμενων προκλήσεών.
Απορρίπτοντας μια στενή προβληματική για ένα μέλλον υψηλής τεχνολογίας, τα συνδικάτα, δεν συζητούν για το τέλος αλλά για το μέλλον της εργασίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τους Έλληνες εργαζόμενους και την Ελλάδα της κρίσης, των μνημονίων, της ανεργίας, της καταπάτησης κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων;
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή. Υπάρχει διάχυτη αφενός μεγάλη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα της χώρας και αφετέρου ένα νέο πλέγμα οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών κινδύνων. Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια βρέθηκε σε μια διαρκή κατάσταση αποσταθεροποίησης εξαιτίας των συνεπειών της πολιτικής λιτότητας και της παρατεταμένης κρίσης και στασιμότητας. Τα ιστορικά βιώματά μας απέκτησαν για όλους μας ξεχωριστή σημασία εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του λαϊκισμού, σε όλες τις μορφές του, που συνόδευσε αυτήν την πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική κρίση στην μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Το έλλειμμα πολιτικής στην Ελλάδα και στην ΕΕ προσδιορίζει την σημερινή αβεβαιότητα μας για το αύριο.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; η βασική αιτία αυτής της βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών είναι η αδυναμία της πολιτικής να δώσει άμεσες και βιώσιμες λύσεις στα καθημερινά προβλήματα, στην καθημερινά αυξανόμενη ανασφάλεια. Εφαρμόζεται μια οικονομική πολιτική όπου η αξία της εργασίας, η ποιότητα της απασχόλησης, οι αμοιβές, ο ίδιος ο εργαζόμενος θυσιάζονται στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους.
Την τελευταία οκταετία η ελληνική οικονομία και κοινωνία έγιναν τραγικοί μάρτυρες της κατάρρευσης του μύθου της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής. Η λιτότητα και η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων βρέθηκαν στο επίκεντρο των προγραμμάτων προσαρμογής προκειμένου αυτοί να λειτουργήσουν ως μοχλοί για την ανάκτηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Ως Γενική Συνομοσπονδία από την αρχή της κρίσης είχαμε αντιταχθεί σθεναρά στην φιλοσοφία και την στόχευση των προγραμμάτων προσαρμογής, και είχαμε επίσης επισημάνει τον κίνδυνο της αύξησης του λαϊκισμού. Είχαμε επισημάνει ότι ο συνδυασμός λιτότητας, απορρύθμισης, εργασιακής αβεβαιότητας και οικονομικής ανισότητας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη ποιότητα της δημοκρατία μας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν αποδυναμώθηκε ο κοινωνικός διάλογος, όταν οι ιδεοληψίες σκέπασαν την πραγματικότητα.
Πως μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτά που συμβαίνουν; Ο μόνος τρόπος είναι να γίνει από όλους κατανοητό ότι η αγορά εργασίας αποτελεί τον «φυσικό» χώρο μέσα στον οποίον πραγματώνεται το αναφαίρετο και διαρκές ανθρώπινο δικαίωμα της εργασίας, ικανοποιείται η ανάγκη κάθε ατόμου για κοινωνική προσφορά, για ισότιμη ένταξη στο κοινωνικό σύνολο, για συλλογική δράση και διεκδίκηση. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προωθούν την ποιοτική και καλά αμειβόμενη απασχόληση, τη συλλογική δράση και τη συμμετοχικότητα αποτελούν θεσμικούς μηχανισμούς που προάγουν τις αξίες της προσωπικής προόδου, της συλλογικής ευημερίας, της συνεργατικότητας, της μέριμνας για το κοινωνικό σύνολο, την ίδια την κοινωνική συνοχή και πρόοδο.
Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, επηρεάζοντας την εξέλιξη των μισθών στην οικονομία, καθώς και μια σειρά άλλων ποιοτικών χαρακτηριστικών της απασχόλησης αποτελούν ένα ισχυρό μέσο ανάσχεσης της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της εισοδηματικής ανισότητας, που θρέφουν την ύφεση, την αβεβαιότητα και τη θεσμική κρίση. Αν αυτές οι διαχρονικές αξίες δεν κυριαρχήσουν στην διαμόρφωση της πολιτικής, τότε η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια θα αυξάνουν, παρασύροντας μαζί τους τον λαϊκισμό και την υποβάθμιση της δημοκρατίας.
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες
Τελειώνοντας, στην 100χρόνη ιστορία μας καθοριστική ήταν η κοινή μας δράση και συνεργασία με το ευρωπαϊκό και το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο την ενίσχυση της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και την προάσπιση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων ενάντια σε κάθε μορφής εκμετάλλευση.
Η συνδιοργάνωση της διάσκεψης αυτής με τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων τιμά τη ΓΣΕΕ και τους Έλληνες εργαζόμενους. Επιβεβαιώνει τους ακατάλυτους δεσμούς της ΓΣΕΕ με το ευρωπαϊκό και το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα, τους οποίους ορισμένοι αμφισβήτησαν.
Με τις σκέψεις αυτές ευχαριστώ τον Γενικό Γραμματέα της ΣΕΣ, συνάδελφο και φίλο Λούκα Βιζεντίνι για την αλληλεγγύη και την υποστήριξη της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων και τον καλώ στο βήμα.
Σας ευχαριστώ
Κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών και οργανώσεων
Κυρίες και κύριοι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων και των κοινωνικών φορέων.
Αγαπητοί συνάδελφοι εκπρόσωποι του ευρωπαϊκού και του Ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες
Με ιδιαίτερη χαρά σας καλωσορίζω στη διεθνή συνδιάσκεψη με θέμα «Το μέλλον της εργασίας: η οπτική των συνδικάτων» την οποία διοργανώνουμε σε συνεργασία με τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, ETUC, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της ΓΣΕΕ.
Χαιρετίζω επίσης τη μεγάλη συμμετοχή των συναδέλφων μας από τα ευρωπαϊκά και τα διεθνή συνδικάτα πού τιμούν την ιστορική αυτή επέτειο.
Η συζήτησή μας θα εμπλουτιστεί με τη συμβολή των διακεκριμένων Ελλήνων και ξένων καλεσμένων ομιλητών από το ευρωπαϊκό και το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα, την πανεπιστημιακή κοινότητα και τους διεθνείς και ευρωπαϊκούς φορείς.
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες,
Το 1918, οι εργάτες στην Ελλάδα ίδρυσαν τη ΓΣΕΕ για να διεκδικήσουν κοινωνική δικαιοσύνη και το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή, σε ένα καλύτερο μέλλον.
Σήμερα, η Γενική Συνομοσπονδία επιλέγει να γιορτάσει την ιστορική αυτή επέτειο με μια σημαντική διεθνή διοργάνωση, φιλοδοξώντας να συμβάλλει στη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά με το μέλλον εργασίας υπό το πρίσμα των πρόσφατων καταιγιστικών εξελίξεων στο χώρο της τεχνολογίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται ως η 4η Βιομηχανική Επανάσταση.
Με άλλα λόγια, με τις ρίζες μας στην ιστορία μας, στρέφουμε το βλέμμα προς το μέλλον.
Στα 100 χρόνια δράσης της η ΓΣΕΕ έβαλε την σφραγίδα της στις εξελίξεις και στην πορεία της Ελλάδας σ΄ όλα τα κρίσιμα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Η ιστορική μας διαδρομή υπήρξε δύσκολη και αγωνιστική. Η συνομοσπονδία δοκιμάστηκε από πολέμους, δικτατορίες και αυταρχικές παρεμβάσεις που δεν κατάφεραν να καθυποτάξουν και να απονευρώσουν το συνδικαλιστικό κίνημα στην Ελλάδα. Η ΓΣΕΕ παρέμεινε όρθια, πρωτοπόρα και αυτόνομη.
Μπορεί η σκόνη της ιστορίας να σκέπασε βασιλείς και πρίγκιπες, κυβερνήσεις, δικτάτορες και αυτοκρατορίες, κράτη και κόμματα, θεσμούς και ιδέες που φάνταζαν σαν νομοτέλειες.
ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ δοκιμάστηκαν και άντεξαν γιατί εκφράζουν τη δύναμη της οργανωμένης συλλογικότητας. Θα υπάρχουν όσο υπάρχει κοινωνική ανισότητα και η ανάγκη των εργαζομένων για ένα καλύτερο αύριο.
Σήμερα στο κατώφλι μιας νέας αμφίσημης εποχής, αφουγκραζόμαστε τις επικείμενες βαθιές αλλαγές στο εργασιακό περιβάλλον και στην οικονομία.
Και τούτο διότι, στο πλαίσιο του σκληρού παγκόσμιου οικονομικού ανταγωνισμού, εκτεταμένες διαδικασίες αυτοματοποίησης και ψηφιοποίησης μεταβάλλουν τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την εργασία, μετασχηματίζοντας την οργάνωση και τη δομή της.
Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ στα επόμενα πέντε χρόνια «θα χαθούν πάνω από πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις δεκαπέντε πιο ανεπτυγμένες και ανερχόμενες οικονομίες», με τη μεγαλύτερη επίπτωση στα επαγγέλματα που απαιτούν λιγότερη εξειδίκευση. Σύμφωνα με ένα άλλο σενάριο που έχει δει το φως της δημοσιότητας, 375 εκατομμύρια εργαζόμενοι παγκοσμίως, δηλαδή το 14% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού, αντιμετωπίζει ενδεχόμενη απώλεια θέσεων εργασίας έως το 2030.
Μπορούμε όμως πράγματι να κάνουμε λόγο για «4η Βιομηχανική Επανάσταση»; Για ένα πράγματι νέο τεχνικό-οικονομικό πρότυπο παραγωγής;
¾ Ποιες είναι οι υλικές και κοινωνικές προϋποθέσεις του συντελούμενου μετασχηματισμού;
¾ Ποιο είναι το ιδεολογικό του φορτίο;
¾ Ποιος είναι ο ρόλος της εργασίας στην υπό διαμόρφωση νέα οικονομική και παραγωγική συνθήκη;
H ανησυχία για τις δυσμενείς επιπτώσεις των νέων τεχνολογιών στην απασχόληση και τα εισοδήματα δεν είναι καινοφανής. Ανάγεται στο κίνημα των Λουδιτών στην αρχή της Βιομηχανικής Επανάστασης. Σήμερα, η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο τεχνολογικός μετασχηματισμός που συντελείται συνοδεύεται από διευρυνόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, πόλωση και αποκλεισμό στις αγορές εργασίας, δημογραφικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης, οικονομική και κοινωνική αστάθεια και κρίσιμες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Ταυτόχρονα, ένα φουτουριστικό αφήγημα αναφέρεται στο «τέλος της εργασίας» συσκοτίζοντας περαιτέρω τις αρνητικές επιπτώσεις τεσσάρων δεκαετιών άνισης παγκοσμιοποίησης, χρηματιστικοποίησης και νεοφιλελεύθερων πολιτικών που διάβρωσαν θεσμικές διασφαλίσεις, απορρυθμίζοντας τις αγορές εργασίας και χρήματος και οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία σε επαναλαμβανόμενες κρίσεις και ύφεση.
Ο καθηγητής του Χάρβαρντ Ντέιβιντ Βάιλ προειδοποιεί ότι η εισοδηματική ανισότητα σχετίζεται λιγότερο με τις τεχνολογικές καινοτομίες και περισσότερο με τις οργανωτικές καινοτομίες που εφαρμόζουν μεγάλες εταιρίες όπως η υπεργολαβία, το φραντσάιζινγκ και οι αλυσίδες εφοδιασμού, προκαλώντας μεγάλες ρωγμές στη βασική σχέση εργοδότη-εργαζομένου, και στην παραγωγή, με αποτέλεσμα την καταρράκωση των μισθών και των συνθηκών εργασίας.
Οι εξελίξεις αυτές εγείρουν σοβαρές ανησυχίες και απαιτούν ουσιαστικό προβληματισμό των συνδικάτων για το μέλλον της εργασίας και των εργαζομένων στη διαμορφούμενη νέα καπιταλιστική πραγματικότητα. Ο προβληματισμός γίνεται ακόμη πιο σύνθετος αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο εξής ερώτημα: η ψηφιοποίηση, ως βασικός άξονας της τεχνολογικής προόδου, θα οδηγήσει και σε κοινωνική πρόοδο; Θα γίνει το μέσο για την εξέλιξη των σημερινών κοινωνιών σε ένα υψηλότερο επίπεδο ευημερίας, πολιτισμού, ελευθερίας και δημοκρατίας;
Για τα συνδικάτα το ερώτημα αυτό είναι μείζονος σημασίας, καθώς η απάντηση του εξαρτάται από τις επιπτώσεις της ψηφιακής επανάστασης στις εργασιακές σχέσεις, στην προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, στην διανομή της ευημερίας που θα δημιουργήσει η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών.
Και γίνεται σε όλους απολύτως αντιληπτό ότι οι παρεμβάσεις μας δεν πρέπει να έχουν μόνο εθνικό παρανομαστή, πρέπει να υπάρξει συντονισμός τεχνικών και νομικών δράσεων και παρεμβάσεων σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο για την προστασία της εργασίας και των μισθωτών. Τα συνδικάτα πρέπει να συμμετάσχουν στη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας στη ψηφιακή οικονομία.
Πρέπει να υπερασπιστούν τα θετικά της νέας τεχνολογικής επανάστασης, αλλά απορρίπτοντας την οπτική του τεχνολογικού ντετερμινισμού που συνοδεύει ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης για το θέμα αυτό, η οποία σκοπίμως αφήνει την προστασία και το μέλλον της εργασίας στην τύχη της τεχνολογικής εξέλιξης, δηλαδή στις επιθυμίες του ιδιωτικού κέρδους.
Πρέπει να αξιοποιήσουμε την ψηφιακή επανάσταση με τρόπο τέτοιο ώστε να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, η προστασία του περιβάλλοντος, οι αρνητικές οικονομικές συνέπειες της γήρανσης του πληθυσμού.
Συνεπώς η συζήτηση για το νέο τεχνικό-οικονομικό πρότυπο δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο στα θέματα της τεχνολογικής αλλαγής και των συνεπειών της, αλλά πρέπει να επεκταθεί στα ουσιαστικά ζητήματα της πολιτικής και της δημοκρατίας που αποτελούν και τους θεμελιακούς οδηγούς της οικονομικής και κοινωνικής προόδου. Το ερώτημα που πρέπει όλοι μας να απαντήσουμε είναι πως μπορούμε να προσφέρουμε στους εργαζόμενους, σε όλους τους ανθρώπους, καλύτερες συνθήκες ζωής, με περισσότερη δικαιοσύνη και κοινωνική προστασία.
Επικεντρωνόμαστε λοιπόν στις υφιστάμενες και τις μελλοντικές πραγματικές προκλήσεις αντλώντας από την ιστορική εμπειρία προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το μέλλον της εργασίας διαμορφώνεται λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες του συνδικαλιστικού κινήματος και τις θεμελιακές αρχές τους.
Σε κάθε περίπτωση η θεσμική θωράκιση και ο σεβασμός των εργασιακών δικαιωμάτων, της αυτονομίας των συνδικαλιστικών φορέων αποτελεί προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των επερχόμενων προκλήσεών.
Απορρίπτοντας μια στενή προβληματική για ένα μέλλον υψηλής τεχνολογίας, τα συνδικάτα, δεν συζητούν για το τέλος αλλά για το μέλλον της εργασίας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τους Έλληνες εργαζόμενους και την Ελλάδα της κρίσης, των μνημονίων, της ανεργίας, της καταπάτησης κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων;
Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη καμπή. Υπάρχει διάχυτη αφενός μεγάλη αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα της χώρας και αφετέρου ένα νέο πλέγμα οικονομικών, πολιτικών και γεωπολιτικών κινδύνων. Η χώρα μας τα τελευταία χρόνια βρέθηκε σε μια διαρκή κατάσταση αποσταθεροποίησης εξαιτίας των συνεπειών της πολιτικής λιτότητας και της παρατεταμένης κρίσης και στασιμότητας. Τα ιστορικά βιώματά μας απέκτησαν για όλους μας ξεχωριστή σημασία εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του λαϊκισμού, σε όλες τις μορφές του, που συνόδευσε αυτήν την πρωτόγνωρη οικονομική και κοινωνική κρίση στην μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας. Το έλλειμμα πολιτικής στην Ελλάδα και στην ΕΕ προσδιορίζει την σημερινή αβεβαιότητα μας για το αύριο.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; η βασική αιτία αυτής της βαθιάς κρίσης εμπιστοσύνης των πολιτών είναι η αδυναμία της πολιτικής να δώσει άμεσες και βιώσιμες λύσεις στα καθημερινά προβλήματα, στην καθημερινά αυξανόμενη ανασφάλεια. Εφαρμόζεται μια οικονομική πολιτική όπου η αξία της εργασίας, η ποιότητα της απασχόλησης, οι αμοιβές, ο ίδιος ο εργαζόμενος θυσιάζονται στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους.
Την τελευταία οκταετία η ελληνική οικονομία και κοινωνία έγιναν τραγικοί μάρτυρες της κατάρρευσης του μύθου της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής. Η λιτότητα και η αποδόμηση των εργασιακών σχέσεων βρέθηκαν στο επίκεντρο των προγραμμάτων προσαρμογής προκειμένου αυτοί να λειτουργήσουν ως μοχλοί για την ανάκτηση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Ως Γενική Συνομοσπονδία από την αρχή της κρίσης είχαμε αντιταχθεί σθεναρά στην φιλοσοφία και την στόχευση των προγραμμάτων προσαρμογής, και είχαμε επίσης επισημάνει τον κίνδυνο της αύξησης του λαϊκισμού. Είχαμε επισημάνει ότι ο συνδυασμός λιτότητας, απορρύθμισης, εργασιακής αβεβαιότητας και οικονομικής ανισότητας θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στη ποιότητα της δημοκρατία μας. Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν αποδυναμώθηκε ο κοινωνικός διάλογος, όταν οι ιδεοληψίες σκέπασαν την πραγματικότητα.
Πως μπορούμε να αντιστρέψουμε αυτά που συμβαίνουν; Ο μόνος τρόπος είναι να γίνει από όλους κατανοητό ότι η αγορά εργασίας αποτελεί τον «φυσικό» χώρο μέσα στον οποίον πραγματώνεται το αναφαίρετο και διαρκές ανθρώπινο δικαίωμα της εργασίας, ικανοποιείται η ανάγκη κάθε ατόμου για κοινωνική προσφορά, για ισότιμη ένταξη στο κοινωνικό σύνολο, για συλλογική δράση και διεκδίκηση. Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας που προωθούν την ποιοτική και καλά αμειβόμενη απασχόληση, τη συλλογική δράση και τη συμμετοχικότητα αποτελούν θεσμικούς μηχανισμούς που προάγουν τις αξίες της προσωπικής προόδου, της συλλογικής ευημερίας, της συνεργατικότητας, της μέριμνας για το κοινωνικό σύνολο, την ίδια την κοινωνική συνοχή και πρόοδο.
Οι θεσμοί της αγοράς εργασίας, επηρεάζοντας την εξέλιξη των μισθών στην οικονομία, καθώς και μια σειρά άλλων ποιοτικών χαρακτηριστικών της απασχόλησης αποτελούν ένα ισχυρό μέσο ανάσχεσης της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και της εισοδηματικής ανισότητας, που θρέφουν την ύφεση, την αβεβαιότητα και τη θεσμική κρίση. Αν αυτές οι διαχρονικές αξίες δεν κυριαρχήσουν στην διαμόρφωση της πολιτικής, τότε η αβεβαιότητα και η ανασφάλεια θα αυξάνουν, παρασύροντας μαζί τους τον λαϊκισμό και την υποβάθμιση της δημοκρατίας.
Κυρίες και κύριοι, φίλοι και φίλες
Τελειώνοντας, στην 100χρόνη ιστορία μας καθοριστική ήταν η κοινή μας δράση και συνεργασία με το ευρωπαϊκό και το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο την ενίσχυση της Ειρήνης, της Δημοκρατίας και την προάσπιση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων ενάντια σε κάθε μορφής εκμετάλλευση.
Η συνδιοργάνωση της διάσκεψης αυτής με τη Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων τιμά τη ΓΣΕΕ και τους Έλληνες εργαζόμενους. Επιβεβαιώνει τους ακατάλυτους δεσμούς της ΓΣΕΕ με το ευρωπαϊκό και το διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα, τους οποίους ορισμένοι αμφισβήτησαν.
Με τις σκέψεις αυτές ευχαριστώ τον Γενικό Γραμματέα της ΣΕΣ, συνάδελφο και φίλο Λούκα Βιζεντίνι για την αλληλεγγύη και την υποστήριξη της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων και τον καλώ στο βήμα.
Σας ευχαριστώ