Στο γενικότερο πλαίσιο αντιπαράθεσης με την Ελλάδα με επίκεντρο το Αιγαίο, η Τουρκία προχωράει σε κλιμάκωση των προκλητικών διεκδικήσεών της σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, καταθέτοντας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης χάρτες στους οποίους ορίζει την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα της αγνοώντας την ύπαρξη του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου (που αριθμεί 14 νησιά και νησίδες), αλλά και διεκδικώντας ολόκληρες θαλάσσιες περιοχές που ανήκουν στην Ελλάδα και την Κύπρο.
Να σημειωθεί ότι με ανάλογα σχέδια είχε συνομολογηθεί διμερής συμφωνία οριοθετήσεως ΑΟΖ με την Αίγυπτο, επί των ημερών του ισλαμιστού Προέδρου Μόρσι, την οποία ακύρωσε αμέσως μόλις ανήλθε στην εξουσία ο σημερινός Αιγύπτιος Πρόεδρος Σίσι. Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της εφημερίδας «Εστία», οι χάρτες - πρόκληση της Τουρκίας αμφισβητούν τα οικόπεδα 1,2,3,4,5,6,7,8,9,12 και 13 της κυπριακής ΑΟΖ, αλλά και την θαλάσσια περιοχή στη γραμμή Κρήτη-Καστελλόριζο-Κύπρος. Η τουρκική ενέργεια είναι πολλαπλώς έκνομη, αφ’ ενός διότι η οριοθέτηση είναι αυθαίρετος και δεν λαμβάνει υπ’ όψιν το διεθνές νομικό πλαίσιο, αφ’ εταίρου δε διότι -είτε ομιλούμε για ΑΟΖ, είτε για υφαλοκρηπίδα- η οριοθέτησις ουδέποτε γίνεται μονομερώς, αλλά καθορίζεται με διμερή συμφωνία των εμπλεκόμενων μερών.
Στην αποκάλυψη της τουρκικής ενέργειας προέβη ο ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και πρόεδρος της Μεικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ευρωπαϊκής Ενώσεως-Τουρκίας, Μανώλης Κεφαλογιάννης, ο οποίος έδωσε ηχηρή απάντηση στους τουρκικούς ισχυρισμούς, όσο και στους απαράδεκτους χάρτες που τους συνοδεύουν, επικαλούμενος το Διεθνές Δίκαιο.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις ανατρέπονται βάσει τόσο των συνθηκών παραχωρήσεως των Δωδεκανήσων του 1932 και του 1947, όσο και της Συμβάσεως του Μοντέγκο Μπαίη του 1982 για το Διεθνές Δίκαιο της Θαλάσσης, η οποία μπορεί να μην έχει υπογραφεί από την Τουρκία, αλλά οι βασικές αρχές της έχουν αποκτήσει ισχύ γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων διεθνούς δικαίου, αφού έχει επικυρωθεί από 190 κράτη. Η Σύμβασις αυτή ορίζει σαφώς ότι κάθε κατοικημένο νησί δικαιούται να έχει ΑΟΖ δεν υφίσταται αφ’ εαυτής, αλλά πρέπει να κηρυχθεί από το κράτος και εν συνεχεία να οριοθετηθεί με διμερή συμφωνία. Παρά το γεγονός όμως ότι η Ελλάς δεν έχει επίσημα κηρύξει ΑΟΖ, δεν τίθεται θέμα αμφισβητήσεως των κυριαρχικών δικαιωμάτων της, αφού η υφαλοκρηπίς, η οποία αφορά στον πλέον σημαντικό υποθαλάσσιο ορυκτό πλούτο, υφίσταται χωρίς να υπάρχει ανάγκη ιδιαιτέρας ρυθμίσεως για την κήρυξή της.
Επί της ουσίας, η οριοθέτησις της υφαλοκρηπίδος αποτελεί τη βάση, ώστε και η ΑΟΖ να ακολουθήσει τις ίδιες ακριβώς ρυθμίσεις. Τόσο όμως στην περίπτωση του Καστελόριζου, όσο και του Αιγαίου, όπου επίσης η Άγκυρα παρουσιάζει προκλητικές διεκδικήσεις, αγνοεί τελείως τα άρθρα 56 και 57 του Δικαίου της Θαλάσσης (γνωστό ως UNCLOS) τα οποία καθορίζουν τα δικαιώματα των παράκτιων κρατών. Απεναντίας, επικαλείται μια νεφελώδη όσο και έωλη νομική προσέγγιση, ερμηνεύοντας κατά το δοκούν την αρχή της «ευθυδικίας». Έτσι όχι μόνον υποστηρίζει ότι τα νησιά δεν δικαιούνται ΑΟΖ, αλλά προβάλλει κατά τρόπο αυθαίρετο την υφαλοκρηπίδα της Μικράς Ασίας ως εκτεινόμενη μέχρι το μέσον περίπου των αποστάσεων προς την Αίγυπτο και την ηπειρωτική Ελλάδα. Να σημειωθεί ότι την ύπαρξη του συμπλέγματος του Καστελόριζο έχει αναγνωρίσει η Τουρκία με τη διμερή συνθήκη με την Ιταλία του 1932, αλλά και με την αποδοχή της Συνθήκης των Παρισίων δια της οποίας εξεχωρήθει στην Ελλάδα η πλήρης κυριαρχία της Δωδεκανήσου συμπεριλαμβανόμενου ρητώς και του Καστελλορίζου.
Ο κ. Κεφαλογίαννης, σχετικώς προς τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, υπό το πρίσμα των διεκδικήσεων της τελευταίας, υπογραμμίζει ότι: «Δεν υπάρχει ενταξιακή πορεία, χωρίς απόλυτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο». Υπογραμμίζει δε περαιτέρω: «Η Διεθνής Συνθήκη της Λωζάννης διασφάλισε την ειρήνη, την ασφάλεια και την σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή για σχεδόν ένα αιώνα. Και οι όποιες τάσεις αναθεωριτισμού, από όπου και αν εκφράζονται, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές από κανένα».