Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2022

Απόλυτη κλιμάκωση στον ενεργειακό πόλεμο της Δύσης με τη Ρωσία – Πλαφόν σε αέριο και πετρέλαιο από τη μία, κλείσιμο της στρόφιγγας από την άλλη

Κλιμακώνεται ο ενεργειακός πόλεμος ανάμεσα στη Δύση και τη Μόσχα, με την Ε.Ε. και τις χώρες του G7 να δρομολογούν την επιβολή πλαφόν στις τιμές των ρωσικών υδρογονανθράκων, τη Μόσχα να απαντάει απειλώντας να διακόψει πλήρως την παροχή των ενεργειακών της πόρων και τους Ευρωπαίους να ετοιμάζονται για έναν χειμώνα χωρίς το ρωσικό αέριο.


Ειδικότερα, η χθεσινή επιβεβαίωση από πλευράς της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν ότι η Κομισιόν προετοιμάζεται για την επιβολή πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου που εισάγεται μέσω αγωγών ως αντίμετρο στην ενεργειακή χειραγώγηση της Ευρώπης από τη Ρωσία, σε συνδυασμό με την επιβολή πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου από τις επτά ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη (G7) είχαν ως αποτέλεσμα την αντανακλαστική αντίδραση της Μόσχας, να διακόψει δηλαδή επ΄αόριστον τη ροή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, μέσω του αγωγού Nord Stream 1, προκαλώντας ενεργειακή ασφυξία στη Γηραιά Ήπειρο, ενόψει του χειμώνα.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους στο περιθώριο πολιτικού συνεδρίου στην πόλη Μούρναου, η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, δήλωσε πεπεισμένη πως «ήρθε η ώρα να καθορίσουμε ανώτατο όριο στην τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου που μεταφέρεται στην Ευρώπη μέσω αγωγών». Την ίδια στιγμή, πηγές προσκείμενες στη συνάντηση του G7, που μίλησαν στο Bloomberg σε καθεστώς ανωνυμίας, ανέφεραν πως η ομάδα των επτά πλουσιότερων χωρών του κόσμου είναι έτοιμη να συμφωνήσει στην επιβολή πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου στο πλαίσιο της σημερινής προγραμματισμένης συνάντησης. Πρόκειται για το μέτρο που έχει προτείνει η Ουάσιγκτον, ελπίζοντας να ανακόψει έτσι την άνοδο των τιμών της ενέργειας και παράλληλα να πλήξει τα έσοδα της Μόσχας.

Πέρα από την επιβολή ανώτατων ορίων, οι Υπουργοί Οικονομικών των G7 κάλεσαν όλες τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου προκειμένου να μειωθεί η αστάθεια της αγοράς, παρά τις ενστάσεις που σημειώνονται από πλευράς του ΟΠΕΚ.

Από πλευράς τους, οι χώρες της Συμμαχίας θα απαγορεύσουν την ασφάλιση πλοίων και την παροχή χρηματοδότησης σε μεταφορείς ρωσικού πετρελαίου με τιμές πάνω από το πλαφόν, σύμφωνα με αναφορά στην ιστοσελίδα της βρετανικής κυβέρνησης.

Ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών, Ναντίμ Ζαχάουι δήλωσε σχετικά ότι η κίνηση αυτή αποτελεί «προσωπική προτεραιότητα» για τον ίδιο, λέγοντας: «Θα περιορίσουμε την ικανότητα του Πούτιν να χρηματοδοτεί τον πόλεμό του από τις εξαγωγές πετρελαίου, απαγορεύοντας υπηρεσίες, όπως η ασφάλιση και η παροχή χρηματοδότησης, σε πλοία που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο πάνω από ένα συμφωνημένο ανώτατο όριο τιμών», τη στιγμή που η πλειοψηφία των δεξαμενόπλοιων παραμένει στα χέρια δυτικών συμφερόντων.
 

Η Ρωσία κλείνει τον Nord Stream 1 και απειλεί με πετρελαϊκό εμπάργκο 

Η αποφασιστικότητα που επέδειξε χθες η Δύση με το διπλό πλαφόν σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο αντίστοιχα φαίνεται να σκορπά αμηχανία στο Κρεμλίνο, το οποίο μέχρι τώρα αποθησαύριζε ανενόχλητο εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ, μειώνοντας τεχνητά τις διαθέσιμες ποσότητες σε ορυκτά καύσιμα, με στόχο να εκβιάζει τις δυτικές κοινωνίες και συνακόλουθα τις δυτικές ηγεσίες να υποκύψουν -ακόμα και δια της σιωπηρής ανοχής- τις αναθεωρητικές αιτιάσεις του.

Έχοντας, εν πολλοίς, στήσει το παιχνίδι στα μέτρα του, ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν ανοιγόκλεινε μέχρι πρότινος τις κάνουλες της ροής του φυσικού αερίου, προκαλώντας ανά πάσα στιγμή τεχνητές κρίσεις στη διακίνησή του, ώστε να αποκομίζει τεράστια οφέλη από την έκρηξη των τιμών, τη στιγμή που τα ορυκτά καύσιμα (φυσικό αέριο και πετρέλαιο) αποδίδουν το 50% των συνολικών εσόδων στα ρωσικά ταμεία. Υπό αυτό το πρίσμα, η δίδυμη αντεπίθεση της Δύσης αποσκοπεί στην άσκηση ουσιαστικής οικονομικής πίεσης προς την Μόσχα, προκειμένου να παρεμποδιστεί αποτελεσματικά στη χρηματοδότηση -με τα υπερκέρδη της από την ενέργεια- του πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και να αισθανθεί επίσης τις πρώτες σοβαρές επιπτώσεις από την επιβολή των δυτικών κυρώσεων.

Απαντώντας στα σχέδια των δυτικών χωρών, ο αντιπρόεδρος της ρωσικής κυβέρνησης Αλεξάντερ Νόβακ δήλωσε πως η Ρωσία θα επιβάλει εμπάργκο σε όσες χώρες υποστηρίξουν την πρόταση της Ουάσιγκτον για ανώτατο όριο στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου. Χαρακτήρισε άλλωστε «παράλογο» το σχέδιο, ενώ την ίδια απειλή επανέλαβε και ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, τονίζοντας ότι δεν θα παράσχει η Ρωσία πετρέλαιο και πετρελαιοειδή σε όσες χώρες ενταχθούν στο σχέδιο, καθώς «απλούστατα δεν θα συνεργαστούμε μαζί τους». Αλλά και ο πρώην πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ δήλωσε ότι η Μόσχα θα διακόψει τις προμήθειες στην Ευρώπη εάν οι Βρυξέλλες επιβάλλουν ένα τέτοιο ανώτατο όριο.

Η διπλή «έφοδος» της Δύσης στα ρωσικά ταμεία μέσω του πλαφόν σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο (στο τελευταίο έχει ήδη επιβάλει πλαφόν και η ΕΕ) «πάγωσε» την ίδια ώρα επ’ αόριστον την προμήθεια της Ευρώπης με φυσικό αέριο, από τον αγωγό Nord Stream 1, εξέλιξη απολύτως αναμενόμενη για την ευρωπαϊκή ηγεσία, αλλά και το Βερολίνο, καθώς αμφότεροι χαρακτήρισαν ως «αναμενόμενη» την κίνηση της Μόσχας, αλλά και «προετοιμασμένες» τις δεξαμενές αποθήκευσής τους.

«Δυστυχώς, η κίνηση της Gazprom δεν αποτελεί έκπληξη. Η χρήση του φυσικού αερίου ως όπλου δεν θα αλλάξει την αποφασιστικότητα της ΕΕ. Θα επιταχύνουμε την πορεία μας προς την ενεργειακή ανεξαρτησία. Καθήκον μας είναι να προστατεύσουμε τους πολίτες μας και να υποστηρίξουμε την ελευθερία της #Ουκρανίας» σχολίασε στο twitter ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σάρλ Μισέλ, ενώ «με αφορμή την απόφαση της Ρωσίας να μην επιτρέψει επί του παρόντος τη ροή αερίου μέσω του Nord Stream 1, οι τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου LNG, τα σχετικά επίπεδα αποθήκευσης και η σημαντική εξοικονόμηση καθίστανται ακόμη πιο σημαντικά» ανέφερε σε σχόλιό του στο ίδιο μέσο κοινωνικής δικτύωσης και ο Κλάους Μούλερ, Πρόεδρος της Bundesnetzagentur, δηλαδή της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής του δικτύου φυσικού αερίου, προσθέτοντας πως «είναι καλό που η Γερμανία είναι τώρα καλύτερα προετοιμασμένη, όμως τώρα εξαρτάται από τον καθένα και όλους μας».

Η επ’ αόριστον διακοπή της προμήθειας της Ευρώπης με ρωσικό φυσικό αέριο μέσω του αγωγού Nord Stream 1 «αποτελεί μέρος του ψυχολογικού πολέμου της Ρωσίας εναντίον μας», παρατήρησε στο Twitter ο Μίχαελ Ροτ, ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου, καθώς ουδείς γνωρίζει τον απαιτούμενο χρόνο για την επισκευή του, δεδομένου ότι η Gazprom επικαλείται «τεχνικό λόγο» για την αδρανοποίησή του.

Αντίδραση χθες καταγράφηκε και από πλευράς του Λευκού Οίκου, καθώς «δυστυχώς δεν αποτελεί έκπληξη ότι η Ρωσία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί την ενέργεια ως εργαλείο σε βάρος των Ευρωπαίων καταναλωτών», σχολίασε ένας εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, στο πρακτορείο Reuters.

Δύσκολο εγχείρημα για τη Δύση


Τόσο η πρόταση της Ουάσιγκτον όσο και τα σχέδια της Ε.Ε. ενδέχεται πάντως να προσκρούσουν σε δυσκολίες. Σε ό,τι αφορά το πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου, η συμμετοχή της Ε.Ε. σε αυτό προϋποθέτει πως θα πεισθούν τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. να τροποποιήσουν τον έκτο γύρο κυρώσεων κατά της Ρωσίας.

Κάτι τέτοιο, όμως, ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολο, καθώς θα υπάρξουν διαφωνίες από πλευράς ορισμένων χωρών. Η Ουγγαρία, για παράδειγμα, που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία έχει διαμηνύσει πως θα αντιταχθεί στην επιβολή πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου. Εξάλλου, ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς επιμένει πως το πλαφόν μπορεί να λειτουργήσει μόνο αν επιβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο και συμμετάσχουν και χώρες εκτός G7, όπως η Ινδία και η Τουρκία.

Σε ό,τι αφορά το πλαφόν στις τιμές του αερίου, αναλυτές της αγοράς προειδοποιούν πως μπορεί να έχει ανεπιθύμητες παρενέργειες. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αντιστραφεί η μείωση στην κατανάλωση αερίου που έχει ήδη επιτευχθεί. Το φθηνό αέριο θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ενθαρρύνει τους Ευρωπαίους να καταναλώνουν περισσότερο από το καύσιμο μόλις ένα μήνα αφότου τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. συμφώνησαν να μειώσουν εθελοντικά την κατανάλωση κατά 15% μέχρι τον Απρίλιο του επόμενου έτους. Στην περίπτωση αυτή, επισημαίνουν οι αναλυτές, η αυξημένη ζήτηση θα οδηγούσε σε άνοδο των τιμών καθιστώντας, έτσι, σταδιακά την επιδότηση μη βιώσιμη για τις κυβερνήσεις.