Έντονο προβληματισμό στις τάξεις τόσο των στελεχών της αγοράς πετρελαιοειδών όσο και των παραγόντων της οικονομίας προκαλεί η μεγάλη άνοδος στις τιμές της καυσίμων κίνησης, όχι μόνο γιατί υπάρχει κίνδυνος περιορισμού της ζήτησης, αλλά και επειδή η εξέλιξη αυτή φρενάρει τη γενικότερη πορεία του ΑΕΠ, αδυνατίζοντας τα πορτοφόλια των καταναλωτών και αυξάνοντας το μεταφορικό κόστος των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, η τιμή της βενζίνης στην Αττική κυμαίνεται σήμερα γύρω στο 1,78-1,80 ευρώ το λίτρο (στα νησιά προσεγγίζει τα δύο ευρώ, λόγω και του αυξημένου μεταφορικού κόστους), όταν η αντίστοιχη τιμή του Δεκεμβρίου ήταν κοντά στο 1,70-1,75 και στις 2 Φεβρουαρίου του 2021 στο 1,485 ευρώ. Μιλάμε δηλαδή για μια αύξηση τιμής που ξεπέρασε το 20% κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο.
Παράγοντες της αγοράς αποδίδουν τη συγκεκριμένη εξέλιξη στο ότι από τον περυσινό Φεβρουάριο έως σήμερα η τιμή του πετρελαίου Brend έχει σκαρφαλώσει από τα 60 στα 89-90 δολάρια, ενώ παράλληλα επιβαρυντικά έχουν συνεισφέρει και άλλοι παράγοντες, όπως για παράδειγμα:
- Η εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας δολαρίου/ευρώ (η ανατίμηση του αμερικανικού νομίσματος ανεβάζει περαιτέρω το κόστος σε ελληνικό νόμισμα).
- Η αύξηση του χρηματοοικονομικού κόστους των εταιρειών, καθώς οι εταιρείες του κλάδου θα πρέπει να διατηρούν πολύ μεγαλύτερο κεφάλαιο κίνησης.
Ο σκεπτικισμός στην αγορά εντείνεται από το γεγονός ότι υπάρχουν ενδείξεις για περαιτέρω άνοδο της διεθνούς τιμής του πετρελαίου, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τις προθεσμιακές τιμές του «μαύρου χρυσού».
Η όλη κατάσταση όπως έχει εξελιχθεί, σε καμία περίπτωση δεν βοηθά ούτε την οικονομική πορεία της χώρας (αύξηση κόστους για τις επιχειρήσεις, μεγαλύτερες δαπάνες για τα νοικοκυριά), αλλά ούτε και τον κλάδο των πετρελαιοειδών, ο οποίος προέρχεται από δύο πολύ δύσκολες χρονιές, κατά τις οποίες η ζήτηση περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα λόγω των περιοριστικών μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τα καύσιμα κίνησης, μετά από ένα «καταστροφικό» 2020, η περασμένη χρονιά έκλεισε με άνοδο της ζήτησης κατά περίπου 8% (+7% στις βενζίνες, +9% στο diesel), με τον Δεκέμβριο μάλιστα να καταγράφει +48% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2020, περίοδο κατά την οποία ίσχυαν σκληρά περιοριστικά μέτρα στις μετακινήσεις.
Αντίθετα, το 2022 ξεκίνησε με ανοδικές προσδοκίες για αρκετούς λόγους:
- Πρώτον, επειδή η ζήτηση επηρεάζεται σημαντικά από τη γενικότερη πορεία του ΑΕΠ. Δεν είναι τυχαίο ότι από τον Μάιο της περασμένης χρονιάς είχε αρχίσει να εκδηλώνεται σημαντική αύξηση της ζήτησης για καύσιμα κίνησης, τάση που αναμενόταν να συνεχιστεί και φέτος.
- Δεύτερον, οι προσδοκίες για τη φετινή τουριστική κίνηση, που είναι σαφώς ανώτερες από τις αντίστοιχες περυσινές (ορισμένοι μιλούν για επιδόσεις που ίσως προσεγγίσουν τα επίπεδα του 2019) και
- τρίτον, η διαφαινόμενη αποφυγή σκληρών περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, όπως π.χ. η απαγόρευση των διανομαρχιακών μετακινήσεων που ίσχυσε πέρυσι κατά τους πρώτους τέσσερις μήνες του έτους.
«Η αύξηση των τιμών σίγουρα δεν βοηθάει την κατανάλωση, πλην όμως θέλω να πιστεύω ότι σε αυτή τη φάση δεν θα επιδράσει έντονα ανασχετικά», υποστηρίζει γνωστός παράγοντας του κλάδου.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, παράγοντες της αγοράς υπενθυμίζουν ότι περίπου το 60% της τιμής των καυσίμων αποτελούν φόρους.
(euro2day.gr)