Κατά συνέπεια, οι κυβερνήσεις και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού δρομολογούν επιδοτήσεις, επιβάλλουν πλαφόν στην άνοδο των τιμών ενέργειας ή περιορίζουν φορολογικές επιβαρύνσεις για να μειώσουν τα βάρη των πολιτών από τον υψηλό πληθωρισμό.
Τελευταίες οι ΗΠΑ υπέκυψαν σε αυτό το δίλημμα, με τον Λευκό Οίκο να εξετάζει την προσωρινή κατάργηση της φορολόγησης στη βενζίνη. Οι τιμές έχουν αυξηθεί κατά 50% μέσα σε ένα 12μήνο και ειδικότερα από τότε που ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα ηνία του Λευκού Οίκου. «Και μόνο που συζητιέται ένα τέτοιο μέτρο δείχνει πως η πολιτική βούληση είναι αδύναμη για τη μείωση των εκπομπών ρύπων» σχολιάζει ο Μπομπ ΜακΝάλι, πρόεδρος της συμβουλευτικής εταιρείας Rapidan Energy.
Ενώ η προστασία του περιβάλλοντος και η καθαρή ενέργεια κατείχαν κορυφαία θέση στην προεκλογική ατζέντα του Τζο Μπάιντεν, σήμερα η δημοτικότητα του έχει δεχτεί μεγάλο πλήγμα από την αύξηση του πληθωρισμού στο υψηλό 40ετίας. Και, όπως επισημαίνουν αναλυτές, οι τιμές της βενζίνης και τα ποσοστά έγκρισης των κυβερνήσεων κινούνται σε αντίθετες κατευθύνσεις. Η Berenberg Bank εκτιμά, μάλιστα, πως ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα παραμείνει υψηλός τα επόμενα χρόνια, φθάνοντας το 3,3% το 2023 και το 2,9% το 2024.
Μέτρα στήριξης σε όλη την Ευρώπη
Στη Μεγάλη Βρετανία, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον έχει δεχτεί διπλό πλήγμα από τα πάρτι κυβερνητικών στελεχών εν μέσω των προηγούμενων lockdown και της μεγάλης αύξησης του κόστους διαβίωσης που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά. Το υφιστάμενο πλαφόν στους λογαριασμούς ενέργειας των νοικοκυριών θα αναπροσαρμοστεί κατά 54% από τον Απρίλιο. Στη Γαλλία έχει επιβληθεί όριο έως και 4% στην άνοδο των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η EDF (Electricite de France), το 80% της οποίας ελέγχεται από το κράτος, με πρόσθετες δαπάνες 8,4 δισ ευρώ. Στη Γερμάνια, η κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε πως θα καταργήσει πρόσθετη χρέωση στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος που θα στήριζε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ανάλογα μέτρα έχουν ληφθεί στο Βέλγιο, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, την Πολωνία, την Ισπανία και αλλού στην Ευρώπη.
Νομισματική πολιτική και εφοδιαστικές αλυσίδες
Το σκηνικό περιπλέκεται ακόμη περισσότερο για τις κυβερνήσεις καθώς οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται αργά ή γρήγορα να εγκαταλείψουν την πολιτική των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων που μεταφράζεται σε μια αύξηση του κόστους δανεισμού για όλους τους παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτή η αναπροσαρμογή στα νέα δεδομένα γίνεται ακόμη πιο δύσκολη εάν αναλογιστεί κανείς τις συνεχιζόμενες καθυστερήσεις στις εφοδιαστικές αλυσίδες που ενισχύουν τις πληθωριστικές πιέσεις -μαζί με την κρίση στην Ουκρανία. Μερίδα οικονομικών αναλυτών υπολογίζει πως θα χρειαστεί μια διετία μέχρι να καταφέρει η προσφορά να ανταπεξέλθει στη ζήτηση δίχως επιπτώσεις στις επιδόσεις των οικονομιών.
Σανίδα σωτηρίας είναι η ισχυρή ενίσχυση της απασχόλησης και γενικότερα της ανάκαμψης των οικονομιών όσο φθίνει η επίδραση της μετάλλαξης Όμικρον στις οικονομίες. Έπειτα από τα ισχυρά στοιχεία που ανακοινώθηκαν για την αμερικανική οικονομία την περασμένη εβδομάδα, η Eurostat υπολογίζει πως η βιομηχανική παραγωγή στην Ευρωζώνη τονώθηκε κατά 1,2% τον Ιανουάριο συγκριτικά με τον Δεκέμβριο, ξεπερνώντας το 0,3% που είχε προβλεφθεί.
(της Ζωρζέτ Ζολώτα, powergame.gr)