Τετάρτη 2 Φεβρουαρίου 2022

Με διαλείμματα ή όχι το πετρέλαιο θα συνεχίσει να ανεβαίνει

Οι τιμές του brent πλέον φλερτάρουν ανοικτά με τα 91 δολάρια/βαρέλι με τις αμέσως επόμενες αντιστάσεις να τοποθετούνται στα 96,40 δολάρια/βαρέλι, στο ψυχολογικό όριο των 100 δολαρίων/βαρέλι και κατόπιν στη ζώνη των 110 -111 δολαρίων/βαρέλι. 



Όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι στις διορθώσεις θα κρατήσει τιμές εντός της ζώνης των 86-87,40 δολαρίων.

Οι λόγοι που ασκούν σταθερή ανοδική πίεση στις τιμές έχουν εξηγηθεί από τις αρχές του έτους στο κεφάλαιο του μαύρου χρυσού στην επενδυτική στρατηγική του 2022.

Εκτός από την αύξηση της ζήτησης και την απόφαση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών να μην ανοίξουν πλήρως τις στρόφιγγες της παραγωγής-προκειμένου να προστατευτούν οι τιμές από μια οπισθοχώρηση της ζήτησης ελέω πανδημίας, αλλά και λόγω ανακατανομής των επενδύσεων ελέω πράσινου προσήμου- οι πρόσθετοι παράγοντες που οδηγούν τις τιμές του πετρελαίου σε ανοδική τροχιά είναι:

-Tο ενισχυμένο δολάριο. Δεδομένου ότι οι τιμές του πετρελαίου έχουν ως νόμισμα αναφοράς το δολάριο των ΗΠΑ, γίνεται κατανοητό ότι η προοπτική για επιθετική αύξηση των επιτοκίων από την Fed πρέπει πλέον να προσμετράται στις θετικές συνισταμένες δυνάμεις που ωθούν το πετρέλαιο ολοένα και ψηλότερα.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, την περασμένη εβδομάδα το πετρέλαιο που αποθηκεύεται σε δεξαμενόπλοια μειώθηκε κατά περισσότερο από 20%.

-Δυστυχώς για τους καταναλωτές ο καιρός δεν είναι με το μέρος μας ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ευρώπη. Οι χαμηλές θερμοκρασίες ενισχύουν συνεχώς τη ζήτηση για καύσιμα, πετρέλαιο θέρμανσης κ.ο.κ, πόσο μάλλον από τη στιγμή που τα προβλήματα με τις υψηλές τιμές φυσικού αερίου συνεχίζονται.

-Όσο διαρκεί η κρίση με την Ρωσία και την Ουκρανία, τόσο οι τιμές του φυσικού αερίου όσο και γενικότερα οι τιμές σε όλη την αλυσίδα των ενεργειακών τιμών, δύσκολα θα αποκλιμακωθούν περαιτέρω. Υπενθυμίζουμε ότι η Δύση μεταξύ των τρόπων αποτροπής της Ρωσίας συζητά ακόμα και την αποκοπή του Nord Stream 2, κάτι που επιτείνει την πιέση στις τιμές του φυσικού αερίου και επακόλουθα οδηγεί σε μεγαλύτερη ζήτηση πετρελαίου και άρα περαιτέρω ανοδική πίεση στις τιμές.

Χαμένοι και κερδισμένοι

Μεγάλοι κερδισμένοι από την κρίση; Το καρτέλ του OPEC+ και οι πετρελαϊκές εταιρείες. Μια ματιά στα αποτελέσματα των πολυεθνικών πετρελαίου και φυσικού αερίου και των διυλιστηρίων αρκεί για να δει κανείς την ανάκαμψη στα κέρδη. Μια ανάκαμψη που ενδεχομένως να γίνει εντυπωσιακότερη από τα μέσα του Απριλίου και μετά, καθώς αναμένεται να παρουσιάσει ύφεση η πανδημία και επομένως να ανέβει ακόμα περισσότερο η ζήτηση.

Δείτε για παράδειγμα τα αποτελέσματα της Exxon Mobil. Tα έσοδα αυξήθηκαν 82.6% στα 84,97 δισ. δολάρια σε ετήσια βάση κατά το δ΄ τρίμηνο. Τα καθαρά κέρδη διαμορφώθηκαν στα 8,87 δισ. δολάρια ή 4,70 δολάρια ανά μετοχή πριν από ένα έτος. Εάν αφαιρεθούν τα έκτακτα, τα προσαρμοσμένα κέρδη ανά μετοχή αυξήθηκαν στα 2,05 δολάρια από τα 3 σεντς, έναντι εκτιμήσεων για 1,94 δολάρια.

Μεγάλοι χαμένοι; Oι καταναλωτές. Στην Ελλάδα ήδη οι μέσες τιμές της απλής αμόλυβδης έκλεισαν τον Ιανουάριο στα 1,824 ευρώ το λίτρο, το ντίζελ κίνησης στα 1,566 ευρώ, το πετρέλαιο θέρμανσης στα 1,20-1,228 ευρώ. Ακόμα και το υγραέριο κίνησης κινείται σε ένα εύρος από 0,8550 (Άγιος Δημήτριος) έως 1,038 ευρώ. Το ρεύμα φυσικά είναι παραμένει τις πιο « πονεμένες ιστορίες». Στα 237,23 ευρώ/MWh διαμορφώθηκε χθες η Τιμή Εκκαθάρισης Αγοράς (ΤΕΑ) της Αγοράς Επόμενης Ημέρας για σήμερα Tετάρτη 2/2/2022.

Γίνεται κατανοητό ότι με αυτές τις τιμές ο προϋπολογισμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων είναι στο κόκκινο.

Ποιος θα μπορούσε να γίνει ο από μηχανής Θεός;

Ο OPEC και οι σύμμαχοί του δείχνουν προς το παρόν αδυναμία να ανταποκριθούν σε προγραμματισμένες αυξήσεις της παραγωγής, καθώς όπως έχουμε πολλάκις εξηγήσει οι διεθνείς εταιρείες πετρελαίου τα τελευταία χρόνια ενέδωσαν στις πιέσεις να μειώσουν τις επενδύσεις στην παραδοσιακή παραγωγή ενέργειας και να προσανατολιστούν κυρίως στην πράσινη μετάβαση, με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή η δυνατότητα αύξησης της παραγωγής να είναι πεπερασμένη.

Το ερώτημα της επόμενης ημέρας λοιπόν είναι αν θα αποφασίσουν να αυξήσουν ξανά τις επενδύσεις τους στην «βρώμικη» δραστηριότητα της εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου, προκειμένου να ανταποκριθούν πλήρως στη ζήτηση.

Τα μέλη του OPEC+ προχωρούν πλέον σε νέες συνομιλίες για να εκτιμήσουν την κατάσταση, με το σκεπτικό να αυξήσουν την ημερήσια παραγωγή κατά 400.000 βαρέλια. Αυτό είναι κάτι πολύ θετικό και μπορεί να δημιουργήσει ένα παράθυρο ανάσας για τους καταναλωτές, καθώς θα αποσυμφορήσει τις τιμές.

Γιατί σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο οι τιμές θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά

Σαν στήλη έχουμε γράψει ήδη την άποψη μας για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές του πετρελαίου. Εν συντομία υπενθυμίζουμε κάποια βασικά σημεία:

-Η παγκόσμια ζήτηση για ενέργεια αυξάνεται ταχύτερα από την ικανότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας να τροφοδοτήσουν το σύστημα με «καθαρή» ενέργεια.

Αν και δεν είναι δημοφιλές να υποστηρίζει κανείς ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα έχουν ενεργό ρόλο στο ενεργειακό σύστημα για τις επόμενες δεκαετίες, εντούτοις αυτή είναι η πραγματικότητα.

- Μια πραγματικότητα που αγνόησαν τα τελευταία δύο χρόνια οι διεθνείς εταιρείες πετρελαίου, ενδίδοντας στις πιέσεις να μειώσουν τις επενδύσεις στην παραδοσιακή παραγωγή ενέργειας και να προσανατολιστούν κυρίως στην πράσινη μετάβαση.

Τη στιγμή λοιπόν που ο κόσμος αναμένεται να καταναλώσει περισσότερο πετρέλαιο από ποτέ το 2022, η προσφορά αναμένεται να είναι περιορισμένη.

Αν θέλουμε λοιπόν να μην ξαναζήσουμε μια παγκόσμια ενεργειακή καταιγίδα, θα πρέπει να φροντίσουμε η πράσινη μετάβαση να γίνει με προϋποθέσεις που θα εξασφαλίζουν την επάρκεια του φυσικού αερίου και του πετρελαίου όταν και για όσο είναι απαραίτητα. Ας θυμηθούμε λίγο την κουλτούρα πίσω από τις ασφαλιστικές καλύψεις. Με την ίδια κουλτούρα πετρελαϊκές εταιρείες και κυβερνήσεις θα πρέπει να ορίσουν ένα ύψος επενδύσεων που θα τους δίνει τη δυνατότητα να τροφοδοτήσουν το σύστημα με extra πετρέλαιο και φυσικό αέριο αν και όταν συντρέχουν ειδικές συνθήκες όπως αυτές που ζούμε τους τελευταίους 10 μήνες. (σ.σ: Οι προβλέψεις της ΙΕΑ όπως θα δούμε ευθύς αμέσως συγκλίνουν στην ορθότητα αυτής της άποψης).

-Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα αυξηθεί κατά 3,3 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το νέο έτος φτάνοντας στα 99,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, δηλαδή κοντά στο προηγούμενο ρεκόρ ζήτησης το 2019, πριν την εμφάνιση της πανδημίας.

Ακόμα και τα νέα μέτρα περιορισμού που τέθηκαν σε εφαρμογή για να σταματήσει η εξάπλωση του υπερμεταδοτικού στελέχους Όμικρον, αναμένεται να έχουν μικρότερο αντίκτυπο στην οικονομία σε σχέση με εκείνα που επιβλήθηκαν στα προηγούμενα επιδημικά κύματα της Covid-19, κυρίως λόγω των εκτεταμένων εμβολιασμών και της χαμηλής νοσηρότητας που εμφανίζει η νέα μετάλλαξη.

Ο OPEC από την πλευρά του συμφωνεί ότι ο αντίκτυπος της νέας παραλλαγής αναμένεται να είναι ήπιος και μικρής διάρκειας, διατηρώντας τις προβλέψεις για τη ζήτηση του 2022. Πιο συγκεκριμένα, στη μηνιαία έκθεσή του Ιανουαρίου ο OPEC διατηρεί αμετάβλητη την εκτίμησή του ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου το 2022 θα αυξηθεί 4,15 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, όπως και την πρόβλεψή του ότι η κατανάλωση πετρελαίου θα ξεπεράσει τα 100 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το τρίτο τρίμηνο δηλαδή περίπου 0,5 εκατομμύρια bpd πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα.

Όσον αφορά τις αυξήσεις επιτοκίων, που αντιμετωπίζονται από ορισμένους ως παράγοντας κινδύνου για τη ζήτηση πετρελαίου, σύμφωνα με τον OPEC είναι απίθανο να επηρεάσουν τις προοπτικές της αγοράς. Όπως εξηγεί, οι αναμενόμενες αυξήσεις επιτοκίων στις ΗΠΑ στο δεύτερο τρίμηνο του έτους θα συμπέσουν με την καλοκαιρινή περίοδο στο βόρειο ημισφαίριο, γεγονός που αυξάνει τη ζήτηση για καύσιμα.

-Όμως, ακόμα κι αν το 2022 ο κόσμος καταναλώσει περισσότερο πετρέλαιο από ποτέ, η πράσινη μετάβαση παραμένει σε εξέλιξη και οι περισσότερες από τις μεγαλύτερες εταιρείες πετρελαίου διεκδικούν τη θέση τους σε αυτήν. Εκ των πραγμάτων λοιπόν οι παραγωγοί πετρελαίου δεν είναι διατεθειμένοι να επενδύσουν αρκετά στην εξόρυξη.

Αρκεί να αναφέρουμε ότι οι παγκόσμιες επενδύσεις σε upstream πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι περίπου 30% χαμηλότερες από τα προ-πανδημίας επίπεδα. Για να μιλήσουμε με νούμερα, κινήθηκαν στο ύψος των 350 δισ. δολαρίων το 2020, με μια μικρή μόνο ανάκαμψη το 2021, παραμένοντας στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας 15ετίας.

Όμως η παγκόσμια προσφορά πετρελαίου δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη ζήτηση σε αυτό το επίπεδο επενδύσεων.Ακριβώς αυτή η μετατόπιση από τα παραδοσιακά καύσιμα προς την καθαρή ενέργεια θα συμβάλει κατά τη γνώμη μας στο να συνεχιστούν ανά διαστήματα οι κρίσεις στον εφοδιασμό και φυσικά να κινηθούν υψηλότερα –με διαλείμματα φυσικά- οι τιμές.

Οι επενδυτές λοιπόν θα πρέπει να είναι έτοιμοι για έναν κόσμο «σφιχτής» προσφοράς πετρελαίου όχι μόνο για το 2022, αλλά και για το 2023 και το 2024.

-Αν επαληθευτούν οι εκτιμήσεις της Σαουδικής Αραβίας ότι η παγκόσμια παραγωγή πετρελαίου θα μπορούσε να μειωθεί κατά 30 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα μέχρι το τέλος της δεκαετίας, επειδή ακριβώς δεν δαπανώνται αρκετά για την εξερεύνηση και την ανάπτυξη νέων πόρων, τότε δεν αποκλείονται τα τριψήφια νούμερα στον μαύρο χρυσό.

Βλέπετε, αυτό το σενάριο συνεπάγεται παραγωγή μικρότερη από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, τη στιγμή που σύμφωνα με το σενάριο «Βιώσιμης Ανάπτυξης» -το οποίο βλέπει τις προηγμένες οικονομίες να φτάνουν σε μηδενικές καθαρές εκπομπές ρύπων έως το 2050 - η πτώση μέχρι το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας στην κατανάλωση πετρελαίου εκτιμάται ότι θα είναι μόλις 9 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα.

Αν η Σαουδική Αραβία έχει δίκιο, θα χρειαζόμαστε περίπου 90 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα μέχρι το 2030 τη στιγμή που θα παράγονται λιγότερα από 70 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα. Πρόκειται για ένα έλλειμμα προσφοράς 21 εκατομμυρίων βαρελιών την ημέρα!

Αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε ένα τέτοιο σενάριο, σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης International Energy Forum με έδρα στο Ριάντ, αλλά και σύμφωνα με συμβούλους της IHS Markit, για να καλυφθεί η ζήτηση θα πρέπει οι επενδύσεις στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο να επιστρέψουν σχεδόν στα προ πανδημίας επίπεδα, ήτοι στα 525 δις δολάρια ετησίως για το υπόλοιπο της δεκαετίας.

Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο κίνδυνος για υψηλότερες και πιο ασταθείς τιμές θα παραμένει στο προσκήνιο.

(της Μαρίας Βενέτη, liberal.gr)