Η συστηματική πίεση που ασκούν τα τελευταία χρόνια οι διάφορες οργανώσεις που προστατεύουν το περιβάλλον και μάχονται την κλιματική αλλαγή και οι επενδυτές που έχουν κάνει το ESG την κυρίαρχη επενδυτική τάση, έχει αναγκάσει σχεδόν όλες τις εισηγμένες σε χρηματιστήρια επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εξόρυξη, επεξεργασία και πώληση των ορυκτών καυσίμων και των παραγώγων τους να αλλάξουν δραστικά τον τρόπο λειτουργίας τους.
Η μία μετά την άλλη, όσες επιχειρήσεις ασχολούνται με το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή τον άνθρακα, εγκαταλείπουν μεγάλο μέρος αυτών των δραστηριοτήτων, ελαχιστοποιούν τις επενδύσεις τους και προσπαθούν, όσο πιο γρήγορα γίνεται, να μετατραπούν (ή να φανεί πως μετατρέπονται) σε «πράσινες» εταιρείες. Όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του κύκλου εργασιών τους αποτελείται από δραστηριότητες σχετικές με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη στροφή προς την ηλεκτροκίνηση και τα εναλλακτικά καύσιμα όπως το υδρογόνο.
Οι «βρώμικες» δραστηριότητες δεν εγκαταλείπονται, αφού είναι αδύνατον να «παρατήσεις» μία πετρελαιοπηγή, ένα διυλιστήριο, ένα πεδίο φυσικού αερίου ή ένα ορυχείο λιθάνθρακα. Απλά αλλάζουν ιδιοκτήτες, με τιμές που συνήθως συμφέρουν περισσότερο τους αγοραστές.
Το μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων και εγκαταστάσεων που «εγκαταλείπουν» οι μεγάλες δυτικές εισηγμένες εταιρείες περνά σε δυτικά χέρια, κυρίως στις μεγάλες εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων, ή private equity όπως συνήθως αποκαλούνται.
Τα εταιρικά σχήματα που αγοράζουν αυτές τις δραστηριότητες δεν είναι εισηγμένα σε κάποιο χρηματιστήριο, και τα περισσότερα στοιχεία τους παραμένουν μακριά από τη δημοσιότητα, απαλλάσσοντάς τα σε ένα βαθμό από την πίεση των διαφόρων οργανώσεων και των ESG επενδυτών.
Τα private equity και οι επενδυτές τους έχουν επενδύσει πολύ σημαντικά κεφάλαια σε ενεργειακά projects την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με έρευνα της Fitch που δημοσιεύθηκε τον Μάιο που μας πέρασε, από το 2010 μέχρι το 2020 αυτές οι εταιρείες επένδυσαν, μέσα στις ΗΠΑ, 150 δισεκατομμύρια δολάρια σε δραστηριότητες σχετικά με ορυκτά καύσιμα, ποσό σχεδόν τετραπλάσιο από τις αντίστοιχες επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο τώρα, τα νούμερα είναι πολύ πιο εντυπωσιακά. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Pitchbook, η οποία ασχολείται με την καταγραφή και τη μελέτη των διεθνών επενδύσεων, το σύνολο των ενεργειακών επενδύσεων των εταιρειών private equity, για την ίδια περίοδο, έφθασε το 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
Από αυτά, μόνο το 12% έχει κατευθυνθεί σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Οι εταιρείες private equity ελέγχουν πάρα πολλές πετρελαιοπηγές, κοιτάσματα φυσικού αερίου, αγωγούς μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου, ορυχεία εξόρυξης θερμικού άνθρακα και διάφορα άλλα περιουσιακά στοιχεία που έχουν σχέση με ορυκτά καύσιμα.
Για να μην δημιουργείται λανθασμένη εικόνα, είναι γεγονός πως την τελευταία τριετία η αναλογία μεταξύ ορυκτών καυσίμων και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις επενδύσεις των εταιρειών private equity έχει αλλάξει υπέρ των ανανεώσιμων πηγών.
Σε αυτό έχει παίξει ρόλο το γεγονός πως αρκετές από τις εταιρείες private equity έχουν εισαχθεί στο αμερικανικό χρηματιστήριο, πράγμα που σημαίνει πως οι επενδύσεις τους υπόκεινται πλέον στον έλεγχο των επενδυτών και οι διοικήσεις τους δεν μπορούν να κάνουν τις επενδύσεις «ανενόχλητοι», όπως και το γεγονός πως οι επενδυτές που εμπιστεύονται τα χρήματά τους στα private equity απαιτούν πλέον τη συμμετοχή σε «πράσινες» δραστηριότητες.
Οι κρατικές εταιρείες πετρελαίου των αραβικών χωρών δεν χρειάζεται να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν. Έτσι αυξάνουν χωρίς κανένα πρόβλημα τις επενδύσεις τους για ανεύρεση, εξόρυξη και επεξεργασία πετρελαίου και φυσικού αερίου. Η Aramco, η υπό κρατικό έλεγχο σαουδαραβική εταιρεία πετρελαίου, αύξησε φέτος τις επενδύσεις της από 25 σε 33 δισεκατομμύρια δολάρια, καθώς έχει αποφασίσει να αυξήσει την παραγωγική της δυνατότητα για να εκμεταλλευθεί την έλλειψη επενδύσεων από τις μεγάλες δυτικές εταιρείες, ιδιωτικές και κρατικές.
Παρόμοιες κινήσεις γίνονται και από τις αντίστοιχες εταιρείες του Κουβέιτ, των ΗΑΕ, του Ιράκ και άλλων χωρών που ανήκουν στο γνωστό πετρελαϊκό καρτέλ, τον OPEC, που τώρα τελευταία έχει γίνει OPEC +, με την προσθήκη της Ρωσίας.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αμερικανικής μελετητικής εταιρείας Strategic Energy and Economic Research, το μερίδιο των χωρών του OPEC+ στην παγκόσμια πετρελαϊκή αγορά θα ανέβει από 55%, που είναι σήμερα, στο 70% μέχρι το 2040. Δηλαδή, η παγκόσμια οικονομία, θα εξαρτάται ακόμα περισσότερο από αυτό το καρτέλ πετρελαίου.
Βέβαια, κάποιος θα πει πως μέχρι τότε οι ανάγκες της παγκόσμιας οικονομίας για πετρέλαιο θα είναι πολύ πιο μικρές από τις τωρινές, άρα η πραγματική δύναμη του καρτέλ δεν θα είναι τόσο μεγάλη. Αυτό μπορεί πραγματικά να συμβεί, αλλά αυτή τη στιγμή και για μερικά χρόνια ακόμα το καρτέλ θα έχει αυξημένη ισχύ.
Η ενίσχυση του OPEC+, φανερή από την απροθυμία των μελών του να αυξήσουν την παραγωγή τους τώρα που έχει ανέβει πολύ η τιμή του πετρελαίου, δείχνει πως, δυστυχώς για εμάς, οι περσινές ριψοκίνδυνες κινήσεις της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας έφεραν, κατά κάποιο τρόπο, το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Ένας από τους βασικούς σκοπούς της μεγάλης αύξησης της προσφοράς πετρελαίου, που έφερε την ιστορικών διαστάσεων πτώση της τιμής του πετρελαίου, ήταν η εξουθένωση των ιδιωτών παραγωγών σχιστολιθικού πετρελαίου των ΗΠΑ, οι οποίοι είχαν στερήσει από το καρτέλ ένα μεγάλο μέρος της ισχύος του.
Όπως φαίνεται, η παραγωγή πετρελαίου από τα σχιστολιθικά πετρώματα στις ΗΠΑ αργεί να επιστρέψει στα επίπεδα του 2019, γιατί οι περισσότεροι παραγωγοί προτιμούν να χρησιμοποιήσουν τα, αυξημένα λόγω της ανάκαμψης των τιμών του πετρελαίου, έσοδα για να μειώσουν τον δανεισμό τους και να μοιράσουν μερίσματα στους μετόχους τους.
Την ίδια στιγμή αποφεύγουν να επενδύσουν προκειμένου να αυξήσουν και πάλι την παραγωγή. Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, η παραγωγή στο τέλος του 2021 θα φθάσει τα 11,6 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, κατά 10% λιγότερο από τα υψηλά του 2019.
Η στάση τους βέβαια δεν έχει σχέση μόνο με οικονομικά ζητήματα, καθώς η εκλογή του Τζο Μπάιντεν στην προεδρία των ΗΠΑ έχει αλλάξει προς το χειρότερο τα πράγματα για τους σχιστολιθικούς παραγωγούς, είτε πρόκειται για εταιρείες που είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο είτε για άλλες που δεν είναι εισηγμένες και ελέγχονται από ιδιώτες, πολύ συχνά τύπου private equity.
Χωρίς να θέλουμε να κάνουμε κάποιο πολιτικό σχόλιο, αν η διάθεση των αμερικανών σχιστολιθικών παραγωγών δεν επιστρέψει στο περίφημο «drill baby, drill» ("βγάλε πετρέλαιο, βγάλε") που επικρατούσε στην περίοδο του απελθόντος πρόεδρου Τραμπ, το πετρελαϊκό καρτέλ, υπό την καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας σε αρμονική συνεργασία με τη Ρωσία, θα έχει όλη την άνεση να κρατά τις τιμές του πετρελαίου σε υψηλά επίπεδα, στριμώχνοντας τις δυτικές οικονομίες και τους πολίτες των χωρών τους.
Η σταδιακή απόσυρση των private equity από τον χώρο των ορυκτών καυσίμων, σε συνδυασμό με την ήδη επιφυλακτική στάση των μεγάλων δυτικών εταιρειών, ιδιωτικών και κρατικών, ενισχύει την εντύπωση πως ύστερα από πολλά χρόνια κινδυνεύουμε να ξαναγίνουμε όμηροι του πετρελαϊκού καρτέλ. Δηλαδή μίας οργάνωσης που αν είχε εμφανιστεί σε οποιοδήποτε δυτική χώρα θα είχε διαλυθεί προ πολλού με δικαστική απόφαση.