Την ώρα που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη από την ελληνική κυβέρνηση διπλωματικός μαραθώνιος για την προώθηση της πρότασης επιβολής πλαφόν στο σύνολο των εισαγωγών φυσικού αερίου στην ΕΕ, ο δείκτης TTF υποχωρεί λόγω της αυξημένης προσφοράς της τρέχουσας περιόδου, αλλά όλες οι εκτιμήσεις μιλάνε για νέα άνοδο από τις αρχές του 2023, όταν θα κορυφωθεί η ζήτηση και θα μειωθούν τα αποθέματα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στις ευρωπαϊκές αποθήκες.
Χαρακτηριστική είναι η χθεσινή δήλωση του Ευάγγελου Μυτιληναίου ότι το 2023 «δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουμε και ασφάλεια εφοδιασμού και χαμηλές τιμές». Ταυτόχρονα οι επιχειρήσεις και ειδικά οι ενεργοβόρες βρίσκονται αντιμέτωπες με υπέρογκα κόστη, αλλά και τον μάλλον αθέμιτο ανταγωνισμό από τις βιομηχανίες της Γερμανίας οι οποίες μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας με σχεδόν μηδενικό κόστος ενέργειας, λόγω των συμβολαίων προμήθειας από τη Ρωσία, τώρα θα στηριχθούν από τη γερμανική κυβέρνηση με το γιγαντιαίο πακέτο ύψους 200 δις ευρώ.
Σε αυτό το περιβάλλον ο Έλληνας υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας θα πραγματοποιήσει σήμερα τηλεδιάσκεψη με τους ομολόγους του της Ιταλίας, της Πολωνίας, του Βελγίου και ενδεχομένως και της Γερμανίας προκειμένου να εξειδικεύσουν την πρόταση για την επιβολή πλαφόν στο σύνολο των εισαγωγών αερίου στην Ευρώπη.
Στο επίκεντρο των συζητήσεων, που γίνονται εν όψει και της Άτυπης Συνόδου Κορυφής της Πράγας την Παρασκευή, βρίσκεται το ύψος του πλαφόν και ο μηχανισμός υπολογισμού και εφαρμογής του.
Πάντως και παρά τις προσπάθειες από τις 15 χώρες που υιοθετούν την πρόταση για το πλαφόν, η Γερμανία, η Ολλανδία, η Δανία, η Αυστρία και η Ουγγαρία με την ισχυρή στήριξη της Κομισιόν εμφανίζονται αμετάπειστες.
Διαβουλεύσεις
Ενδεικτικό του κλίματος είναι non paper της Κομισιόν που διέρρευσε χθες, από το οποίο προκύπτει ότι το πλαφόν συμπεριλαμβάνεται μεν στην ατζέντα των διαβουλεύσεων, όμως η επιχειρηματολογία των χωρών που διαφωνούν κυριαρχεί.
Η Κομισιόν στο νέο non paper επικαλείται τον κίνδυνο να οδηγηθούν σε περαιτέρω άνοδο οι διεθνείς τιμές του αερίου λόγω των φυσικών και τεχνικών περιορισμών στην προμήθεια. Ενώ εκφράζει ανησυχίες για αύξηση της κατανάλωσης φυσικού αερίου λόγω των χαμηλότερων τιμών που θα φέρει το πλαφόν.
Εξάλλου το κείμενο δεν περιλαμβάνει καμία αναφορά στην άτυπη πρόταση της Επιτροπής, της περασμένης εβδομάδας, για τη δημιουργία ενός παράλληλου δείκτη τιμών για το αέριο πέραν του TTF ενώ στο τραπέζι φαίνεται ότι τίθεται και μία παραλλαγή του ισπανικού μοντέλου για επιβολή πλαφόν «tope al gas», που χρησιμοποιείται για ηλεκτροπαραγωγή. Το κράτος, με τη μορφή επιδότησης, θα καταβάλλει τη διαφορά μεταξύ της τιμής πλαφόν που θα πληρώνει ο ηλεκτροπαραγωγός και της υψηλότερης τιμής που διαμορφώνεται στην αγορά.
Εν τω μεταξύ οι τιμές του αερίου TTF για τις παραδόσεις Νοεμβρίου παρέμειναν και χθες κάτω από τα 170 ευρώ/MWh, κλείνοντας στα 169,500 ευρώ/MWh (-0,242%).
Μάλιστα ο κ. Ευάγγελος Μυτιληναίος, μιλώντας σε ειδική εκδήλωση του e-kyklos πρόβλεψε την υποχώρηση της τιμής του αερίου στα 100 ευρώ/MWh, έως το τέλος του έτους αν και εκτίμησε ότι στις αρχές του 2023 θα καταγραφεί νέα άνοδος αφού τα αποθέματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη θα αρχίσουν να εξαντλούνται και η επιδείνωση των καιρικών συνθηκών θα αυξήσουν τη ζήτηση.
Σε ότι αφορά την παρούσα φάση, όπως είπε υπάρχει επάρκεια και ανέφερε χαρακτηριστικά ότι αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη Μεσόγειο 25 πλοία γεμάτα με LNG που αναζητούν λιμάνι για να ξεφορτώσουν, αλλά όλοι οι σταθμοί αεριοποίησης είναι πλήρεις. Από τις αρχές του 2023 όμως, τιμές λογικά θα πρέπει να ανεβούν για να συνεχισθεί ομαλά ο εφοδιασμός της Ευρώπης με LNG. «Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να έχουμε και ασφάλεια εφοδιασμού και χαμηλές τιμές» κατέληξε.
Kόστος ενέργειας
Η ενεργειακή κρίση έχει ιδιαίτερα δυσμενείς συνέπειες για τη βιομηχανία και ειδικότερα για κλάδους όπως οι χημικές βιομηχανίες που χρησιμοποιούν το φυσικό αέριο εκτός των άλλων και ως πρώτη ύλη.
Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα ο Σύνδεσμος Χημικών Βιομηχανιών μελέτη του ΙΟΒΕ καταδεικνύει ότι το κόστος ενέργειας υπερβαίνει το λειτουργικό πλεόνασμα των επιχειρήσεων επιβαρύνοντας σημαντικά κατηγορίες προϊόντων όπως τα λιπάσματα, τα πετροχημικά, τα χρώματα και τα βιομηχανικά αέρια.
Σε ένα σενάριο, δυσμενές αλλά ρεαλιστικό, πλήρους διακοπής της ροής αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία και με μέση τιμή αερίου για το 2022 στα 160 ευρώ/MWh, οι τελικές τιμές (χωρίς ΦΠΑ) για τις επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 167 ευρώ/MWh, δηλαδή θα είναι αυξημένες κατά 317% σε σύγκριση με το 2021 και κατά 771% σε σύγκριση με το 2020.
Αντίστοιχα, οι τιμές χονδρικής ηλεκτρικής ενέργειας, ακολουθώντας την άνοδο των τιμών φυσικού αερίου, κατά μέσο όρο το 2022 αυξάνονται στα 356 ευρώ/MWh. Οι τελικές τιμές (χωρίς ΦΠΑ) ηλεκτρικής ενέργειας για τις επιχειρήσεις εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε περίπου 373 ευρώ/MWh,δηλαδή θα είναι αυξημένες κατά 150% σε σύγκριση με το 2021 και κατά 361% σε σύγκριση με το 2020.
Όπως τόνισε ο Σύνδεσμος Χημικών Βιομηχανιών η παροχή επιδότησης προς τις επιχειρήσεις, της τάξης των 130 ευρώ/MWh περιορίζει την τελική τιμή στα 238,6 ευρώ/MWh, απορροφώντας μόνο ένα μικρό μέρος της αύξησης.
www.worldenergynews.gr