Είναι μια λυπηρή και ψυχρή αλήθεια ότι για ορισμένους, ο πόλεμος είναι ωφέλιμος. Σκεφτείτε πόσο αντιδρά η τιμή του πετρελαίου ακόμα και στη φήμη για πολεμικές διαμάχες.
Ο εμπορικός πόλεμος, όμως, είναι φιαφορετικός διότι συνήθως σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της οικονομίας θα δεχτούν ζημιά. Ενώ ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να υπαναχωρεί από μια άμεση σύγκρουση με την Ε.Ε., η επίδραση των υφιστάμενων δασμών που στοχεύουν κυρίως την Κίνα, αρχίζει να γίνεται αισθητή σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η γεωργία.
Η αγορά πετρελαίου πέρασε επίσης από μια μικρή νευρική κρίση, αν και αντιμετωπίζει πρόσθετους αρνητικούς παράγοντες, όπως η αυξημένη σαουδαραβική παραγωγή και η επερχόμενη χρήση των στρατηγικών αποθεμάτων στις ΗΠΑ ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών. Σίγουρα ο κλάδος δεν έχει πληγεί τόσο σκληρά όσο του χαλκού ή του αλουμινίου.
Μια κλιμάκωση, όμως, θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Λέω ότι θα μπορούσε να αλλάξει διότι ένας εμπορικός πόλεμος από τη χώρα που δημιούργησε το μεταπολεμικό σύστημα ελεύθερου εμπορίου βρίσκεται έξω από το παραδοσιακό πλαίσιο αναφοράς.
Η απειλή της Κίνας να θέσει δασμούς σε ορισμένες αμερικανικές ενεργειακές εξαγωγές οφείλεται σε τρία πράγματα: Στη διευρυνόμενη γκάμα κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, οι οποίες γίνονται στόχος δασμών. Στην πιο περιορισμένη ποσότητα εμπορίου που κάνει την αντίθετη διαδρομή και θα μπορούσε να χτυπήσει η Κίνα και πιθανώς στην επιθυμία να καταφέρει ένα συμβολικό πλήγμα ενάντια στην διακηρυγμένη βούληση του Τραμπ για “ενεργειακή κυριαρχία”.
Η Κίνα δέχτηκε το 20% των αμερικανικών εξαγωγών αργού πετρελαίου στο δωδεκάμηνο που τελείωσε τον Απρίλιο και ήταν η μεγαλύτερη αγορά φέτος, σύμφωνα με τον ΙΕΑ.
Μια γραμμή σκέψης λέει ότι η επιβολή κινεζικών δασμών στις εξαγωγές αμερικανικού αργού θα είχε μηδενικό αποτέλεσμα. Η Κίνα θα αγόραζε λιγότερο αμερικανικό αργό, αλλά θα αγόραζε τελικά από αλλού. Κάτι τέτοιο θα ωθούσε άλλες χώρες να αγοράσουν τα αμερικανικά βαρέλια.
Όμως, το πετρέλαιο δεν είναι τόσο εμπορεύσιμο, διότι ορισμένα βαρέλια είναι πιο βαριά ή πιο βρόμικα από άλλα και τα διϋλιστήρια τείνουν να έχουν συγκεκριμένα γούστα. Όπως έγραψε ο ενεργειακός οικονομολόγος, Φίλιπ Βέρλεγκερ, σε μια πρόσφατη έκθεση, οι κινεζικοί δασμοί θα δρούσαν ως φόρος στις αμερικανικές εξαγωγές αργού. Τα αμερικανικά βαρέλια θα έπρεπε να τιμολογηθούν χαμηλότερα ώστε να έχουν πρόσβαση στην Κίνα – με τους παραγωγούς να απορροφούν το “φόρο” - ή να ανταγωνιστούν για νέους αγοραστές.
Το ελαφρύ πετρέλαιο που παράγεται στις αμερικανικές σχιστολιθικές λεκάνες μπορεί να βρει αγοραστές στην Ασία και τα ευρωπαϊκά διϋλιστήρια μπορεί να αγοράσουν συμβατικά βαρέλια αν οι νέες αμερικανικές ταρίφες πνίξουν τις ιρανικές εξαγωγές, σύμφωνα με την Κριστίν Πετρόσιαν, αναλύτρια του ΙΕΑ. Η τιμολόγηση, πάντως, θα πρέπει να είναι η κατάλληλη, “άρα το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ακριβώς μηδενικό”.
Η Πετρόσιαν υποδεικνύει ότι αν και τα διϋλιστήρια είναι φτιαγμένα για να επεξεργάζονται άλλες ποικιλίες αργού, θα προχωρήσουν στην επεξεργασία ελαφριού αργού αν έχει οικονομική λογική, και επικαλείται το παράδειγμα των διϋλιστηρίων στον Κόλπο του Μεξικού. Αν και αυτά επένδυσαν σημαντικά ποσά στο παρελθόν για να επεξεργάζονται φθηνότερα και βαρύτερα βαρέλια από τη Μέση Ανατολή και τη Βενεζουέλα, η Πετρόσιαν εκτιμά ότι το μείγμα τους έχει ελαφρύνει σημαντικά ως αποτέλεσμα της σχιστολιθικής ανάπτυξης και της κατάρρευσης της Βενεζουέλας. Τέτοιες αποφάσεις, πάντως, εξακολουθούν να είναι αποτέλεσμα της τιμής, άρα δεν θεωρείται πιθανό ότι τα διϋλιστήρια θα πληρώσουν πολύ παραπάνω για να αντισταθμίσουν τον “φόρο” των κινεζικών δασμών. Μάλιστα, τα διϋλιστήρια που θα μπορούσαν να αγοράσουν φθηνότερα αμερικανικά βαρέλια θα ήταν οι πραγματικοί νικητές σε αυτό το σενάριο και θα πωλούσαν τη βενζίνη και το ντίζελ τους σε διεθνείς τιμές. Είναι κάτι αντίστοιχο με το τι θα συνέβαινε αν αντλούνταν ποσότητες από το στρατηγικό απόθεμα: Μην περιμένετε να επωφεληθούν οι καταναλωτές.
Η όποια νίκη για την Κίνα θα ήταν πύρρειος. Το πλήγμα στην πετρελαϊκή βιομηχανία των ΗΠΑ δεν θα άλλαζε το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία με έμφαση στις εξαγωγές έχει χτιστεί στα θεμέλια του ελεύθερου εμπορίου που προήγαγαν οι ΗΠΑ και τώρα υπονομεύουν. Αυτό εκπροσωπεί μια μεγαλύτερη απειλή για τους απανταχού πετρελαιοπαραγωγούς, όχι μόνο στο Τέξας.
Η Κίνα ευθύνεται για περίπου το 30% της ανάπτυξης της παγκόσμιας ζήτησης για πετρέλαιο φέτος και το επόμενο έτος. Και υπάρχουν ήδη αιτίες ανησυχίας, όπως η αύξηση των εξαγωγών ντίζελ της χώρας, ένα καύσιμο το οποίο σχετίζεται στενά με τη βιομηχανική δραστηριότητα και τις μεταφορές.
Αυτό ενδεχομένως αντανακλά τη μικρότερη ρευστότητα στο πρώτο μισό του έτους η οποία θα χαλαρώσει στο δεύτερο, ιδίως αν οι εμπορικοί πόλεμοι προκαλέσουν ζημιά. Όμως, ένας μεγαλύτερος εμπορικός πόλεμος θα εκπροσωπούσε απειλή για την Κίνα σε μια άλλη κλίμακα από ότι προηγουμένως. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο για τη ζήτηση ντίζελ της Κίνας σ εμια περίοδο κατά την οποία η ζήτηση για βενζίνη τελεί υπό πίεση από τις διεθνείς τιμές (ανάμεσά τους και οι αμερικανικές). Οι αναλυτές του πετρελαίου συνήθισαν να επικεντρώνονται στην παραγωγή – ώ Βιέννη! - αλλά η ζήτηση είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος.
Προς το παρόν υπάρχει τουλάχιστον η ελπίδα ότι ένας μεγαλύτερος πόλεμος με την Ευρώπη θα αποφευχθεί. Οι συνομιλίες την Τετάρτη στο Λευκό Οίκο εκπροσωπούν μια ανάπαυλα, όχι μια τελική συμφωνία ειρήνης. Εντωμεταξύ, η αντιπάθεια προς το “άδικο” εμπόριο και η τάση για ξαφνικές κινήσεις παραμένουν χαρακτηριστικά της κυβέρνησης Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, εισήλθαμε σε επικίνδυνη ζώνη σε ότι αφορά την ενέργεια. Μαζί με τη Σαουδική Αραβία, τη Ρωσία και το Ιράν, οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν ως ρεβιζιονιστής χρησιμοποιώντας κυρώσεις, ταρίφες και ακόμα και το στρατηγικό απόθεμα. Όπως θα έλεγε ο ΟΠΕΚ στην Ουάσιγκτον, όμως, κάθε πράξη προκαλεί αντίδραση. Χτυπάς μια πλευρά της αγοράς πετρελαίου και τα κύματα εξαπλώνονται παντού.
Παρόλα αυτά, όπως δείχνει η διάσωση των 12 δις. Δολαρίων για τους αγρότες που υπέστησαν ζημιά από τους δασμούς, η κυβέρνηση αυτή είναι μια χαρά με το να δρα πρώτα και να προσπαθεί να επιδιορθώνει τις παράπλευρες ζημιές έπειτα. Όπως είδαμε ήδη στον κλάδο ηλεκτρισμού και άνθρακα των ΗΠΑ, η ενεργειακή κυριαρχία συνοδεύεται από μια γερή δόση κρατικής παρέμβασης. Στο πετρέλαιο θα είναι το ίδιο.
(του Λίαμ Ντένινγκ, Bloomberg)
Ο εμπορικός πόλεμος, όμως, είναι φιαφορετικός διότι συνήθως σημαίνει ότι μεγάλα τμήματα της οικονομίας θα δεχτούν ζημιά. Ενώ ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται να υπαναχωρεί από μια άμεση σύγκρουση με την Ε.Ε., η επίδραση των υφιστάμενων δασμών που στοχεύουν κυρίως την Κίνα, αρχίζει να γίνεται αισθητή σε τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία και η γεωργία.
Η αγορά πετρελαίου πέρασε επίσης από μια μικρή νευρική κρίση, αν και αντιμετωπίζει πρόσθετους αρνητικούς παράγοντες, όπως η αυξημένη σαουδαραβική παραγωγή και η επερχόμενη χρήση των στρατηγικών αποθεμάτων στις ΗΠΑ ενόψει των ενδιάμεσων εκλογών. Σίγουρα ο κλάδος δεν έχει πληγεί τόσο σκληρά όσο του χαλκού ή του αλουμινίου.
Μια κλιμάκωση, όμως, θα μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα. Λέω ότι θα μπορούσε να αλλάξει διότι ένας εμπορικός πόλεμος από τη χώρα που δημιούργησε το μεταπολεμικό σύστημα ελεύθερου εμπορίου βρίσκεται έξω από το παραδοσιακό πλαίσιο αναφοράς.
Η απειλή της Κίνας να θέσει δασμούς σε ορισμένες αμερικανικές ενεργειακές εξαγωγές οφείλεται σε τρία πράγματα: Στη διευρυνόμενη γκάμα κινεζικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ, οι οποίες γίνονται στόχος δασμών. Στην πιο περιορισμένη ποσότητα εμπορίου που κάνει την αντίθετη διαδρομή και θα μπορούσε να χτυπήσει η Κίνα και πιθανώς στην επιθυμία να καταφέρει ένα συμβολικό πλήγμα ενάντια στην διακηρυγμένη βούληση του Τραμπ για “ενεργειακή κυριαρχία”.
Η Κίνα δέχτηκε το 20% των αμερικανικών εξαγωγών αργού πετρελαίου στο δωδεκάμηνο που τελείωσε τον Απρίλιο και ήταν η μεγαλύτερη αγορά φέτος, σύμφωνα με τον ΙΕΑ.
Μια γραμμή σκέψης λέει ότι η επιβολή κινεζικών δασμών στις εξαγωγές αμερικανικού αργού θα είχε μηδενικό αποτέλεσμα. Η Κίνα θα αγόραζε λιγότερο αμερικανικό αργό, αλλά θα αγόραζε τελικά από αλλού. Κάτι τέτοιο θα ωθούσε άλλες χώρες να αγοράσουν τα αμερικανικά βαρέλια.
Όμως, το πετρέλαιο δεν είναι τόσο εμπορεύσιμο, διότι ορισμένα βαρέλια είναι πιο βαριά ή πιο βρόμικα από άλλα και τα διϋλιστήρια τείνουν να έχουν συγκεκριμένα γούστα. Όπως έγραψε ο ενεργειακός οικονομολόγος, Φίλιπ Βέρλεγκερ, σε μια πρόσφατη έκθεση, οι κινεζικοί δασμοί θα δρούσαν ως φόρος στις αμερικανικές εξαγωγές αργού. Τα αμερικανικά βαρέλια θα έπρεπε να τιμολογηθούν χαμηλότερα ώστε να έχουν πρόσβαση στην Κίνα – με τους παραγωγούς να απορροφούν το “φόρο” - ή να ανταγωνιστούν για νέους αγοραστές.
Το ελαφρύ πετρέλαιο που παράγεται στις αμερικανικές σχιστολιθικές λεκάνες μπορεί να βρει αγοραστές στην Ασία και τα ευρωπαϊκά διϋλιστήρια μπορεί να αγοράσουν συμβατικά βαρέλια αν οι νέες αμερικανικές ταρίφες πνίξουν τις ιρανικές εξαγωγές, σύμφωνα με την Κριστίν Πετρόσιαν, αναλύτρια του ΙΕΑ. Η τιμολόγηση, πάντως, θα πρέπει να είναι η κατάλληλη, “άρα το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι ακριβώς μηδενικό”.
Η Πετρόσιαν υποδεικνύει ότι αν και τα διϋλιστήρια είναι φτιαγμένα για να επεξεργάζονται άλλες ποικιλίες αργού, θα προχωρήσουν στην επεξεργασία ελαφριού αργού αν έχει οικονομική λογική, και επικαλείται το παράδειγμα των διϋλιστηρίων στον Κόλπο του Μεξικού. Αν και αυτά επένδυσαν σημαντικά ποσά στο παρελθόν για να επεξεργάζονται φθηνότερα και βαρύτερα βαρέλια από τη Μέση Ανατολή και τη Βενεζουέλα, η Πετρόσιαν εκτιμά ότι το μείγμα τους έχει ελαφρύνει σημαντικά ως αποτέλεσμα της σχιστολιθικής ανάπτυξης και της κατάρρευσης της Βενεζουέλας. Τέτοιες αποφάσεις, πάντως, εξακολουθούν να είναι αποτέλεσμα της τιμής, άρα δεν θεωρείται πιθανό ότι τα διϋλιστήρια θα πληρώσουν πολύ παραπάνω για να αντισταθμίσουν τον “φόρο” των κινεζικών δασμών. Μάλιστα, τα διϋλιστήρια που θα μπορούσαν να αγοράσουν φθηνότερα αμερικανικά βαρέλια θα ήταν οι πραγματικοί νικητές σε αυτό το σενάριο και θα πωλούσαν τη βενζίνη και το ντίζελ τους σε διεθνείς τιμές. Είναι κάτι αντίστοιχο με το τι θα συνέβαινε αν αντλούνταν ποσότητες από το στρατηγικό απόθεμα: Μην περιμένετε να επωφεληθούν οι καταναλωτές.
Η όποια νίκη για την Κίνα θα ήταν πύρρειος. Το πλήγμα στην πετρελαϊκή βιομηχανία των ΗΠΑ δεν θα άλλαζε το γεγονός ότι η κινεζική οικονομία με έμφαση στις εξαγωγές έχει χτιστεί στα θεμέλια του ελεύθερου εμπορίου που προήγαγαν οι ΗΠΑ και τώρα υπονομεύουν. Αυτό εκπροσωπεί μια μεγαλύτερη απειλή για τους απανταχού πετρελαιοπαραγωγούς, όχι μόνο στο Τέξας.
Η Κίνα ευθύνεται για περίπου το 30% της ανάπτυξης της παγκόσμιας ζήτησης για πετρέλαιο φέτος και το επόμενο έτος. Και υπάρχουν ήδη αιτίες ανησυχίας, όπως η αύξηση των εξαγωγών ντίζελ της χώρας, ένα καύσιμο το οποίο σχετίζεται στενά με τη βιομηχανική δραστηριότητα και τις μεταφορές.
Αυτό ενδεχομένως αντανακλά τη μικρότερη ρευστότητα στο πρώτο μισό του έτους η οποία θα χαλαρώσει στο δεύτερο, ιδίως αν οι εμπορικοί πόλεμοι προκαλέσουν ζημιά. Όμως, ένας μεγαλύτερος εμπορικός πόλεμος θα εκπροσωπούσε απειλή για την Κίνα σε μια άλλη κλίμακα από ότι προηγουμένως. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο για τη ζήτηση ντίζελ της Κίνας σ εμια περίοδο κατά την οποία η ζήτηση για βενζίνη τελεί υπό πίεση από τις διεθνείς τιμές (ανάμεσά τους και οι αμερικανικές). Οι αναλυτές του πετρελαίου συνήθισαν να επικεντρώνονται στην παραγωγή – ώ Βιέννη! - αλλά η ζήτηση είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος.
Προς το παρόν υπάρχει τουλάχιστον η ελπίδα ότι ένας μεγαλύτερος πόλεμος με την Ευρώπη θα αποφευχθεί. Οι συνομιλίες την Τετάρτη στο Λευκό Οίκο εκπροσωπούν μια ανάπαυλα, όχι μια τελική συμφωνία ειρήνης. Εντωμεταξύ, η αντιπάθεια προς το “άδικο” εμπόριο και η τάση για ξαφνικές κινήσεις παραμένουν χαρακτηριστικά της κυβέρνησης Τραμπ.
Σε κάθε περίπτωση, εισήλθαμε σε επικίνδυνη ζώνη σε ότι αφορά την ενέργεια. Μαζί με τη Σαουδική Αραβία, τη Ρωσία και το Ιράν, οι ΗΠΑ αναδείχτηκαν ως ρεβιζιονιστής χρησιμοποιώντας κυρώσεις, ταρίφες και ακόμα και το στρατηγικό απόθεμα. Όπως θα έλεγε ο ΟΠΕΚ στην Ουάσιγκτον, όμως, κάθε πράξη προκαλεί αντίδραση. Χτυπάς μια πλευρά της αγοράς πετρελαίου και τα κύματα εξαπλώνονται παντού.
Παρόλα αυτά, όπως δείχνει η διάσωση των 12 δις. Δολαρίων για τους αγρότες που υπέστησαν ζημιά από τους δασμούς, η κυβέρνηση αυτή είναι μια χαρά με το να δρα πρώτα και να προσπαθεί να επιδιορθώνει τις παράπλευρες ζημιές έπειτα. Όπως είδαμε ήδη στον κλάδο ηλεκτρισμού και άνθρακα των ΗΠΑ, η ενεργειακή κυριαρχία συνοδεύεται από μια γερή δόση κρατικής παρέμβασης. Στο πετρέλαιο θα είναι το ίδιο.
(του Λίαμ Ντένινγκ, Bloomberg)