Έτος σημαντικών πολιτικών εξελίξεων θα είναι το φετινό διεθνώς με επίκεντρο την πορεία της ενεργειακής μετάβασης και τις αντιδράσεις που παρατηρούνται πλέον σε αρκετές χώρες.
Η Γερμανία σίγουρα αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, καθώς η θέση του καγκελάριου Σολτς απειλείται πλέον ευθέως από τις διαδηλώσεις των αγροτών που έχουν ως αιχμή την αύξηση του κόστους καυσίμων. Την ίδια στιγμή, η πολιτική διαδοχικών κυβερνήσεων να δώσουν τέλος στην πυρηνική ενέργεια σε συνδυασμό με την απώλεια του συγκριτικού πλεονεκτήματος του φθηνού ρωσικού αερίου έδωσαν γερό πλήγμα στη βιομηχανία, της οποίας η δραστηριότητα συνέχισε το 2023 να υποχωρεί.
Ως εκ τούτου, η ενεργειακή κρίση μπορεί θεωρητικά να τελείωσε και οι τιμές να επανήλθαν σε πιο διαχειρίσιμα επίπεδα, τα απόνερά της όμως συνεχίζουν να επηρεάζουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες.
Η κρίση παρήγαγε μόνιμα αποτελέσματα για την Ευρώπη και το αν οι ΑΠΕ θα καταφέρουν να επαναφέρουν την ανταγωνιστικότητα και τα προηγούμενα μεγέθη παραμένει ένα ανοικτό στοίχημα. Το βέβαιο είναι ότι οι πολιτικές αυτές χρειάζονται άφθονη υπομονή, η οποία είναι είδος εν ανεπαρκεία στα εκλογικά σώματα των ημερών μας.
Η Κομισιόν με τα κράτη-μέλη προσπάθησαν και κατάφεραν να αναπτύξουν ραγδαία τις πράσινες τεχνολογίες την τελευταία διετία, όμως δεν πέτυχαν να εμποδίσουν την αποβιομηχάνιση, ούτε να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά την όλη προσπάθεια ώστε να πειστεί η κοινή γνώμη.
Ως αποτέλεσμα, σήμερα οι "σειρήνες" του λαϊκισμού και της ακροδεξιάς ηχούν έντονα ενόψει των ευρωεκλογών και βρίσκουν άφθονο καύσιμο στα ενεργειακά και κλιματικά ζητήματα.
Ακόμα, όμως, και πιο ψύχραιμες πολιτικές δυνάμεις, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες στη Γερμανία, ζητούν μια επιστροφή στο παρελθόν με επαναφορά των πυρηνικών μονάδων στα πρότυπα των όσων αποφάσισε η Γαλλία.
Την ίδια στιγμή, η προοπτική μιας δεύτερης προεδρίας Τραμπ στις ΗΠΑ προξενεί ήδη αμηχανία στους Ευρωπαίους ηγέτες, αν κρίνουμε από την αντίδραση της Κριστίν Λαγκάρντ και του Κυριάκου Μητσοτάκη πριν από μερικές ημέρες στο Νταβός.
Έτσι, λοιπόν, η εικόνα που διαμορφώνεται στην Ευρώπη μόνο θετική δεν είναι απέναντι στις προοπτικές απανθρακοποίησης και επίτευξης του net zero. Οι Ευρωπαίοι βλέπουν ότι πληρώνουν πολλά και παρόλο που ρίχνουν τους ρύπους τους, δεν έχουν φανερό αντίκρισμα οικονομικά, όπως τους υποσχέθηκαν.
Προβληματισμό προκαλεί και το γεγονός ότι μετά από δέκα και πλέον έτη σημαντικών προσπαθειών απανθρακοποίησης, η Ευρώπη προχωρά επί της ουσίας μόνη της στον πράσινο δρόμο, ενώ άλλες μεγάλες οικονομίες κερδίζουν σε εμπορική ανταγωνιστικότητα εις βάρος της. Διεθνώς οι εκπομπές CO2 και η κατανάλωση ορυκτών καυσίμων αυξάνονται διαρκώς διαψεύδοντας τις προβλέψεις.
Με αφορμή τα παραπάνω, ένα εύλογο ερώτημα είναι αν φταίνε οι ευρωπαϊκές πολιτικές που είναι αναποτελεσματικές, ή αν οι ίδιοι οι στόχοι είναι ανέφικτοι όταν μεταφραστούν στις ευρύτερες οικονομικές τους συνέπειες.
Ο ενημερωμένος πολίτης είναι ασφαλώς σε θέση να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα, όμως η μεγάλη εκλογική μάζα δείχνει επιρρεπής σε εύκολα συνθήματα και υποσχέσεις. Θα πρέπει να τονίσουμε, πάντως, ότι στη Γερμανία διαδηλώσεις δεν έγιναν μόνο κατά της απόφασης της κυβέρνησης να επιβάλει ακριβότερα καύσιμα, αλλά και από δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που είναι υπέρ της πράσινης πολιτικής και ζητούν να επεκταθεί αντί να περιοριστεί.