Μακρά, αργή και διά της τεθλασμένης οδού διαγράφεται η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας προς την εποχή της πράσινης ενέργειας και του μηδενισμού των ρύπων, καθώς ο κόσμος παραμένει εξαρτημένος σε μεγάλο βαθμό από τους υδρογονάνθρακες και οι επενδύσεις στη ρυπογόνα ενέργεια αυξάνονται παράλληλα με εκείνες στις ανανεώσιμες πηγές.
Οι πετρελαιοπαραγωγοί χώρες αυξάνουν την παραγωγή τους, οι πετρελαϊκοί κολοσσοί συσπειρώνονται αυξάνοντας τη δύναμη και την επιρροή τους, και οι κυβερνήσεις παρατείνουν τη λειτουργία πυρηνικών σταθμών και χρηματοδοτούν νέους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Παράλληλα, όμως, επιταχύνεται θεαματικά η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και σημειώνει επίπεδα-ρεκόρ, που εμπνέουν αισιοδοξία ως προς τις δυνατότητες να επιτευχθούν εμπρόθεσμα οι στόχοι για το κλίμα.
Μέσα στην εβδομάδα, η πρωτοπόρος στην προστασία του περιβάλλοντος Νορβηγία, η χώρα που από το 2018 καλύπτει το 98% των ενεργειακών αναγκών της με υδροηλεκτρική ενέργεια, ανακοίνωσε ότι στη διάρκεια του 2024 θα επενδύσει 7,5 δισ. δολ. στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση πετρελαιοπηγών και κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Εντός του έτους αναμένεται να ολοκληρωθούν κάπου 40 με 50 πετρελαιοπηγές στη Νορβηγία, σημαντικά περισσότερες δηλαδή από το περασμένο έτος, οπότε ολοκληρώθηκαν 34 πετρελαιοπηγές. Και τόσο οι πετρελαϊκές της όσο και οι εταιρείες φυσικού αερίου αυξάνουν πυρετωδώς τις εξορύξεις και την εκμετάλλευση των πηγών τους και των κοιτασμάτων τους.
Την ίδια στιγμή, οι αμερικανικές πετρελαϊκές εξακολουθούν να προεξοφλούν την αύξηση της ζήτησης για υδρογονάνθρακες και να επενδύουν δισ. δολάρια για να κλείσουν συμφωνίες συγχώνευσης, δημιουργώντας όλο και μεγαλύτερους και ισχυρότερους τιτάνες. Μέσα στην εβδομάδα ανακοινώθηκε η δημιουργία ενός ακόμη κολοσσού του φυσικού αερίου με τη συγχώνευση της Chesapeake Energy με τη Southwestern Energy, μια συμφωνία αξίας 7,4 δισ. δολ., που προστίθεται σε μια σειρά από ανάλογες συγχωνεύσεις των τελευταίων μηνών: στην εξαγορά της αμερικανικής βιομηχανίας σχιστολιθικού πετρελαίου Pioneer Natural Resources από την ExxonMobil, της σχιστολιθικής Hess από τη Chevron και της CrownRock από την Occidental Petroleum.
Ολα αυτά δεν αναιρούν, βέβαια, την πρόοδο που σημειώνεται στην πορεία προς την καθαρή ενέργεια. Σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), στη διάρκεια του περασμένου έτους η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έφτασε παγκοσμίως σε επίπεδα ρεκόρ, σημειώνοντας αύξηση 50% στα 510 γιγαβάτ. Ηταν η 22η συναπτή χρονιά που καταγράφεται εντυπωσιακό ρεκόρ στον κλάδο και σύμφωνα με την ΙΕΑ, η «θεαματική» αυτή αύξηση προσφέρει στις κυβερνήσεις ανά τον κόσμο μια «πραγματική ευκαιρία» να επιτύχουν εγκαίρως τους στόχους για το κλίμα και να τριπλασιάσουν την παραγωγική δυνατότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας έως το 2030, για να μειώσουν δραστικά τις εκπομπές καυσαερίων.
Σε ό,τι αφορά δε το ακανθώδες θέμα της πυρηνικής ενέργειας, που τόσο έχει διχάσει τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ως προς το κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί πράσινη ενέργεια, η κυβέρνηση της Βρετανίας ανακοίνωσε μέσα στην εβδομάδα τα σχέδιά της για τη μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικής της δυνατότητας τα τελευταία 70 χρόνια. Αυτά προβλέπουν την κατασκευή νέου στόλου πυρηνικών αντιδραστήρων, που το 2050 θα μπορούν να παράγουν 24 γιγαβάτ καλύπτοντας το 25% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια.
Καμπάνια διαφήμισης του πετρελαίου
«Το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο παίζουν ρόλο-κλειδί στην προσφορά πιο καθαρής και πιο αξιόπιστης ενέργειας στον κόσμο». Αυτό υποστηρίζει στην ιστοσελίδα του το λόμπι των αμερικανικών πετρελαϊκών, που εντός της εβδομάδας εγκαινίασε εκστρατεία διαφήμισης των ορυκτών καυσίμων ως «ζωτικής σημασίας» για την ενεργειακή ασφάλεια. Η εν λόγω εκστρατεία, που όπως τονίζει σε σχετικό ρεπορτάζ της η βρετανική εφημερίδα The Guardian, είναι «οκταψήφιου κόστους», εγκαινιάζεται ενώ στις ΗΠΑ σημειώνουν ύψη ρεκόρ οι εξορύξεις ορυκτών καυσίμων. Και όπως όλα δείχνουν, ο κλάδος κυριολεκτικά επιχειρεί να κεφαλαιοποιήσει τον εφιάλτη του πολέμου στη Γάζα για να κλιμακώσει περαιτέρω την παραγωγή του και τα κέρδη του. Η εκστρατεία ανακοινώθηκε την Τρίτη από το ισχυρότερο λόμπι του κλάδου ως «εκστρατεία Φως στην Ενέργεια», με στόχο «να διαλύσει τις πολιτικές που απειλούν τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων», όπως δήλωσε στο CNN ο Μάικ Σόμερς, διευθύνων σύμβουλος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Πετρελαίου. Και είναι σαφές ότι στοχεύει να επηρεάσει όχι μόνο την κοινή γνώμη αλλά και την πολιτική της Ουάσιγκτον.
Η διαφημιστική αυτή εκστρατεία έχει ανησυχήσει περιβαλλοντολόγους και οικολόγους, καθώς έρχεται αμέσως μετά το τέλος του 2023, της χρονιάς που η παραγωγή πετρελαίου στις ΗΠΑ έφτασε σε ύψη ρεκόρ, ενώ παράλληλα ήταν και η θερμότερη χρονιά στην Ιστορία. Στη συνέντευξή του στο CNN, ο Σόμερς υπογράμμισε πως επί του παρόντος η καθαρή ενέργεια μπορεί να παίξει περιορισμένο ρόλο, μια και «οι ανανεώσιμες πηγές έχουν θέση στο σύστημα, αλλά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα είναι αναγκαία για δεκαετίες». Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Τετάρτη, μία ημέρα μετά την έναρξη της εκστρατείας, ο Σόμερς επισήμανε ότι οι ΗΠΑ παράγουν περισσότερη ενέργεια από οποιαδήποτε άλλη χώρα, όμως, αυτό «δεν μπορεί να συνεχιστεί χωρίς τις σωστές πολιτικές από πλευράς της Ουάσιγκτον».
Επιπλέον, η νέα αυτή διαφημιστική εκστρατεία συμπίπτει με τους ισχυρισμούς της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων πως ο πόλεμος στη Γάζα θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια, αφού εμποδίζει τη μεταφορά του πετρελαίου από την περιοχή προς τον υπόλοιπο κόσμο. Οπως τονίζει ο Πάτρικ Γκάλεϊ, ερευνητής της Global Witness, μη κυβερνητικής οργάνωσης που διερευνά τις κοινωνικές επιπτώσεις από τη χρήση των ορυκτών καυσίμων, «φαίνεται σαν μια προσπάθεια να εκμεταλλευθούν μια κρίση για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους». Ο ίδιος προσθέτει πως «το λόμπι των ορυκτών καυσίμων δεν θα αφήσει να πάει χαμένη ούτε αυτή η τελευταία κρίση, αυτή στην Ερυθρά Θάλασσα». Η Global Witness έχει, άλλωστε, επισημάνει πως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο κλάδος των ορυκτών καυσίμων ζήτησε να αυξηθεί η εγχώρια παραγωγή στις ΗΠΑ.
Κίνα και Ινδία, πρώτες στην κατανάλωση άνθρακα
CNBC
Το πλέον ρυπογόνο ορυκτό καύσιμο είναι ο άνθρακας και στη διάρκεια του περασμένου έτους η χρήση του παγκοσμίως έφτασε σε ύψη-ρεκόρ, υπερβαίνοντας για πρώτη φορά τα 8,5 δισ. τόνους. Ο καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε σε αυτό το ρεκόρ ήταν, όπως αναφέρει η Διεθνής Υπηρεσία Ενέργειας (ΙΕΑ), η εκτεταμένη ζήτηση για άνθρακα από την Ινδία και την Κίνα. Σύμφωνα με εμπειρογνώμονες, οι αναπτυσσόμενες οικονομίες των δύο χωρών θα εξακολουθήσουν να ενισχύουν τη ζήτηση για άνθρακα παρά το γεγονός ότι έχουν θέσει φιλόδοξους στόχους για την παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η Κίνα είναι πρώτη σε κατανάλωση ενέργειας παγκοσμίως και η Ινδία τρίτη παγκοσμίως, με τις δύο χώρες να είναι πρώτες σε κατανάλωση άνθρακα καθώς προσπαθούν να δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη των οικονομιών τους.
Το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να φτάσει στο 30% το επόμενο έτος, ενώ μόλις το 2015 ήταν 20%. Και το 60% αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από άνθρακα.
Σε ό,τι αφορά την Ινδία, δεδομένης της ταχύτατης ανάπτυξης της οικονομίας της, είναι δεδομένο ότι θα εξακολουθήσει να αποτελεί σοβαρή πηγή ζήτησης για ενέργεια τόσο για άνθρακα όσο και για πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σύμφωνα με την ΙΕΑ, δεν υπάρχει καμία ένδειξη πως η κατανάλωση άνθρακα θα μειωθεί, αλλά αντιθέτως σε Ινδία και νοτιοανατολική Ασία πρόκειται να «αυξηθεί σημαντικά». Η παραγωγή άνθρακα στην Ινδία έφτασε στα 893 εκατ. τόνους στη διάρκεια του οικονομικού έτους που έληξε τον Μάρτιο του 2023. Σημείωσε, εν ολίγοις, αύξηση 15% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο ένα έτος νωρίτερα. Επιπλέον, η Ινδία παράγει το 75% της ηλεκτρικής της ενέργειας από μονάδες που κινούνται με άνθρακα.
Στην Κίνα, η παραγωγή άνθρακα το διάστημα από τον Ιανουάριο μέχρι τον Νοέμβριο του 2023 κατέγραψε αύξηση 2,9% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Και η Κίνα, αν και αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ηγετική δύναμη στην αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, παράγει το 61% της ηλεκτρικής ενέργειας με τη χρήση άνθρακα. Και το αποτέλεσμα, βέβαια, ήταν η εξίσου σημαντική αύξηση που σημείωσαν το περασμένο έτος οι εκπομπές καυσαερίων από την καύση ορυκτών καυσίμων. Οι εκπομπές καυσαερίων της Ινδίας υπολογίζεται πως το περασμένο έτος παρουσίασαν άνοδο 8,2% και της Κίνας εκτιμάται πως αυξήθηκαν 4%. Η μεν Ινδία έχει θέσει στόχο μέχρι το 2030 να καλύπτει το 50% της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και η Κίνα φιλοδοξεί να έχει μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα το 2060.
«Κόλαση» από LNG
Στο «τρίτο μεγάλο κύμα του LNG» αναφέρθηκε η Αν Σοφί Κορμπό, ερευνήτρια στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής της Σχολής Διεθνών Σχέσεων στο Κολούμπια, όταν μιλώντας για τις υποδομές του υγροποιημένου φυσικού αερίου που ετοιμάζονται σε Κατάρ και ΗΠΑ, τόνισε πως «μέχρι το 2028, οπότε θα έχουν ολοκληρωθεί τα έργα, θα καταλήξουμε να έχουμε μια κόλαση από LNG στις ΗΠΑ και μια κόλαση από LNG στο Κατάρ».
7,5 δισ. δολ. θα επενδύσει φέτος η πράσινη Νορβηγία στην ανάπτυξη και ολοκλήρωση πετρελαιοπηγών και κοιτασμάτων φυσικού αερίου.
Το άλμα
Μιλώντας για «την ιστορική και θεαματική αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», ο επικεφαλής της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, Φατίχ Μπιρόλ, υπογράμμισε ότι «ήδη δρομολογείται η αύξησή τους κατά δυόμισι φορές έως το 2030» και προσέθεσε πως «δεν έχουμε μεν φτάσει εκεί που θέλουμε, αλλά δεν είμαστε εκατ. χιλιόμετρα μακριά και οι κυβερνήσεις έχουν όσα εργαλεία χρειάζονται για να κλείσουν το χάσμα».
50% αύξηση σημείωσε η παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας το 2023, φτάνοντας στα 510 γιγαβάτ.
Τα κέρδη
«Δεν λέμε πως μπορούμε να κλείσουμε τη στρόφιγγα του αερίου αύριο κιόλας», παραδέχεται ο Κάλεμπ Χέρινγκ, διευθυντικό στέλεχος της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Gas Leaks. Επικρίνοντας, όμως, τις προσπάθειες της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων να εμποδίσει τη μετάβαση, προσέθεσε ότι «προσπαθούν να επεκτείνουν το σύστημα των ορυκτών καυσίμων, τους αγωγούς, την υδραυλική ρηγμάτωση και να κερδίσουν περισσότερα τη στιγμή που η καθαρή ενέργεια προχωράει με ταχείς ρυθμούς».
(της Ρουμπίνας Σπάθη, Καθημερινή)