Ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει ως σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και ως κοινωνία, αν θέλουμε να εξορύξουμε υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα, σημειώνει ο Μιχάλης Μαθιουλάκης.
Αρχικά, νομίζω είναι χρήσιμο να έχουμε μια σύντομη απάντηση στα ερωτήματα που θέτει ο τίτλος του άρθρου. Η απάντηση είναι λοιπόν ένα ναι στα πρώτα δύο και ένα ίσως στο τελευταίο. Πρέπει και μπορούμε, αλλά ακόμα δεν έχουμε αποφασίσει ως σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και ως κοινωνία, αν θέλουμε να εξορύξουμε υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα.
Το εύλογο ερώτημα που ακολουθεί βέβαια είναι το γιατί δεν το έχουμε κάνει ήδη. Τα δεδομένα που αφορούν τον χώρο των εξορύξεων είναι πολλά και θα είναι χρήσιμο να τα δούμε εν συντομία ώστε να βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματα του.
Τα βασικά δεδομένα
Η διαδικασία από την ανάθεση ενός οικοπέδου σε μια εταιρία εξορύξεων μέχρι την άντληση υδρογονανθράκων έχει σε γενικές γραμμές τρία στάδια, κάθε ένα εκ των οποίων κρατά περίπου τρία χρόνια. Κάτω από κανονικές συνθήκες δηλαδή, χρειάζονται εννέα χρόνια από την ανάθεση μέχρι να αρχίσει να βγαίνει το πρώτο φυσικό αέριο ή πετρέλαιο.
– Στο 1ο στάδιο γίνονται οι δισδιάστατες και τρισδιάστατες έρευνες, όπου οι εταιρίες περνάνε με ένα πλοίο πάνω από την περιοχή ενδιαφέροντος με απλωμένα καλώδια που στέλνουν σήματα στο υπέδαφος κάτω από το βυθό, και από αυτά αναλύουν το αν πιθανόν υπάρχουν υδρογονάνθρακες. Κάτι αντίστοιχο γίνεται και με τα χερσαία οικόπεδα.
– Στο 2ο στάδιο γίνονται οι διερευνητικές γεωτρήσεις. Τρυπάει δηλαδή η εταιρία σε διάφορα σημεία, για να δει αν θα βρει στη πράξη το φυσικό αέριο ή πετρέλαιο που ψάχνει. Από αυτά τα αποτελέσματα κάθεται να υπολογίσει αν αξίζει τον κόπο να προχωρήσει.
– Στο 3ο στάδιο, έρχονται τα μεγάλα τρυπάνια, στήνονται οι πλατφόρμες εξόρυξης και ξεκινά η παραγωγή, ενώ παράλληλα στήνεται και το σύστημα μεταφοράς των υδρογονανθράκων, το οποίο για τις θαλάσσιες εξορύξεις συνήθως αφορά ένα δίκτυο αγωγών προς τη στεριά ή κάποιο εξειδικευμένο πλοίο επεξεργασίας και άμεσης μεταφοράς.
Τα τρία αυτά στάδια απαιτούν μεγάλες επενδύσεις και κεφάλαια που αυξάνονται από στάδιο σε στάδιο. Σε γενικές γραμμές μιλάμε για δεκάδες εκατομμύρια που ειδικά για θαλάσσια οικόπεδα μπορεί να ξεπεράσουν και τα 100 εκ. δολάρια.
Το υψηλό κόστος και το μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτείται, σημαίνει πως οι εταιρίες είναι πολύ προσεκτικές και θέλουν να είναι σίγουρες για το μέλλον πριν δεσμεύσουν τόσους πόρους σε μία περιοχή. Αυτό σημαίνει πως θέλουν, εκτός από καλές ενδείξεις για τις ποσότητες, να σιγουρευτούν για το πραγματικό κόστος, το πως θα εξασφαλίσουν χρηματοδότηση για την επένδυση, το αν θα βρουν αγορές και καλές τιμές για να πουλήσουν το προϊόν, και πως έχουν ένα καλό συμβόλαιο διαμοιρασμού των εσόδων με το κράτος που παραχωρεί το οικόπεδο.
Η τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα όλες οι πιθανές εξορύξεις βρίσκονται μόνο στο 1ο από τα τρία ανωτέρω στάδια. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για το πρόγραμμα εξορύξεων της χώρας αφορούν εν συντομία τα παρακάτω:
1. Η χερσαία περιοχή στα Γιάννενα όπου η 1η φάση έχει ολοκληρωθεί εδώ και καιρό αλλά η εταιρία δεν έχει προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο καθώς τα χρόνια έως και το 2020 υπήρχαν ισχυρές αντιδράσεις κατοίκων και οργανώσεων εναντίων των εξορύξεων. Το 2021 ο ισπανικός κολοσσός REPSOL που είχε αναλάβει το οικόπεδο μαζί με την Energean αποχώρησε ενώ μέχρι τότε είχαν ξοδευτεί περί τα 40 εκατομμύρια ευρώ για το έργο. Στα Γιάννενα εφόσον επανεκκινήσουν οι εργασίες το 2023, θα αφορούν το 2ο στάδιο δηλαδή τις διερευνητικές εξορύξεις. Επειδή μιλάμε για χερσαίο οικόπεδο οι γεωτρήσεις είναι πιο εύκολες και πιο φθηνές από τη θάλασσα, οπότε θα μπορούσαν και να επισπευστούν στα δύο αντί για τρία χρόνια. Κρίσιμο εδώ θα είναι και πάλι το θέμα των αντιδράσεων από τις τοπικές κοινωνίες καθώς ήδη στο παρελθόν υπήρχε μεγάλη παραπληροφόρηση για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την εξόρυξη. Αυτό το ζήτημα δείχνει δύσκολο να ξεπεραστεί.
2. Η θαλάσσια περιοχή στο νότιο Ιόνιο στο οικόπεδο 10 στο Κατάκολο η οποία βρίσκεται στη μέση της 1ης φάσης η οποία θα μπορούσε να ολοκληρωθεί μέσα στο 2023. Μετά από αυτό θα παρθεί η απόφαση για το αν θα ξεκινήσει η 2η φάση. Το ζήτημα εδώ είναι και πάλι οι αντιδράσεις καθώς με τις διερευνητικές γεωτρήσεις σημαίνει πως θα φαίνονται από τις παραλίες τις περιοχής τα γεωτρύπανα στο Ιόνιο. Ήδη και αυτή η δραστηριότητα έχει αντιμετωπίσει κολλήματα στο παρελθόν με αμφισβήτηση από διάφορες ενώσεις, των περιβαλλοντικών μελετών οι οποίες κατά τ’ άλλα ακολουθούν όλες τις προβλέψεις της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρίας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) που είναι η κρατική Αρχή επιφορτισμένη με την επίβλεψη της όλης διαδικασίας.
3. Η θαλάσσια περιοχή στο βόρειο Ιόνιο στο οικόπεδο 2 δυτικά της Κέρκυρας η οποία βρίσκεται επίσης στη μέση της 1ης φάσης και στην οποία οι γενικότερες συνθήκες είναι ίδιες με αυτές στο οικόπεδο 10 που αναφέραμε ανωτέρω.
4. Η θαλάσσια περιοχή στη Δυτική και Νοτιοδυτική Κρήτη στα οικόπεδα 12, 13 16, 17, 18 η οποία βρίσκεται στην έναρξη της 1ης φάσης. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις αφορούν στην πράξη την επανέναρξη των δισδιάστατων ερευνών, οπότε για τα επόμενα δύο χρόνια έπεται η ολοκλήρωση αυτών και των τρισδιάστατων ερευνών μέχρι το 2024 πριν παρθεί απόφαση για τη 2η φάση. Σε αυτά τα οικόπεδα όπου η σύμβαση με την ΕΔΕΥ απαιτεί ελάχιστες επενδύσεις πάνω από 30 εκατομμύρια ευρώ, ο γαλλικός κολοσσός TotalEnergies έχει ήδη αποχωρήσει αφήνοντας τη χρήση στην αμερικανική ExxonMobil, και την ελληνική HelleniqEnergy (ΕΛΠΕ).
Τα οικόπεδα στην Κρήτη πλήττονται από δικαστικές διαμάχες με προσφυγή περιβαλλοντικών οργανώσεων που εκκρεμούσε για τρία χρόνια και εκδικάστηκε πριν λίγες μέρες στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η απόφαση του οποίου εκκρεμεί. Εάν ξεπεραστούν τα νομικά κωλύματα, η ανάπτυξη των εξορύξεων αναμένεται να έχει τις μικρότερες αντιδράσεις από τις τοπικές κοινωνίες καθώς βρίσκεται μακριά από το άμεσο οπτικό πεδίο τουριστικών περιοχών. Από την άλλη πλευρά, η εξόρυξη σε αυτά τα οικόπεδα είναι η πλέον δύσκολη καθώς τα βάθη της θάλασσας είναι μεγάλα και οι περιοχές ενδιαφέροντος βρίσκονται σε βάθος πάνω από 4.000 μέτρα.
Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, στην Αίγυπτο που ανακαλύφθηκε το τεράστιο κοίτασμα Zohr το βάθος της θάλασσας ήταν στα 200 μέτρα. Επίσης, η περιοχή στην Κρήτη είναι και από τις πιο δύσκολες για να στηθεί το δίκτυο μεταφοράς του φυσικού αερίου που πιθανόν βρεθεί καθώς θα μιλάμε για αγωγούς σε μεγάλα βάθη από τα βαθύτερα που θα έχουν τοποθετηθεί αγωγοί φυσικού αερίου στον κόσμο.
Μπορούμε και πρέπει
Επιστρέφοντας στα ερωτήματα του τίτλου λοιπόν πρέπει να πούμε πως τεχνικά όλα τα ανωτέρω μπορούν να υλοποιηθούν. Ναι λοιπόν, μπορούμε να βγάλουμε υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή βεβαίως, κανείς δεν ξέρει στη πράξη να πει με σοβαρότητα για το ποιες είναι οι πραγματικές ποσότητες που υπάρχουν στην ελληνική γη και θάλασσα. Επί αυτού, παρεμπίπτοντος, θα ήταν καλό αν όσοι κάνουν αυτές τις μέρες βαρύγδουπες δηλώσεις ήταν περισσότερο φειδωλοί. Σε κάθε περίπτωση όμως, όλα τα οικόπεδα μαζί, είναι πολύ πιθανό να έχουν τη δυνατότητα να παράγουν ποσότητες, ειδικά φυσικού αερίου, που θα βάλουν την Ελλάδα για τα καλά στον ευρωπαϊκό χάρτη παραγωγών υδρογονανθράκων.
Για την Ελλάδα, αυτό θα σημαίνει σημαντικό οικονομικό και γεωπολιτικό όφελος.
1. Το οικονομικό όφελος θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις συμβάσεις παραχώρησης που υπεγράφησαν και το πως αυτές θα επαναδιαπραγματευθούν όταν φτάσουμε στο 3ο στάδιο της εξορυκτικής διαδικασίας. Εκεί, θα έχει σημασία το αν υπάρχει συναντίληψη και σύμπνοια μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της χώρας. Στις χώρες που δεν έχει γίνει αυτό, οι συμβάσεις εκμετάλλευσης είναι παράγοντας συνεχούς πολιτικής αστάθειας.
Σημαντικό επίσης είναι το πως θα αξιοποιηθούν τα έσοδα από τους υδρογονάνθρακες καθώς αυτά μπορούν να σπαταληθούν σε βραχυχρόνιες επιδοματικές πολιτικές, όπως πχ φθηνό, επιδοτούμενο αέριο για τους καταναλωτές ή να αξιοποιηθούν επενδυτικά με μακροχρόνιο ορίζοντα για το συνεχόμενο καλό της ελληνικής κοινωνίας. Την πρώτη περίπτωση έχουν επιλέξει χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Αίγυπτος όπου οι επιδοτήσεις στην κατανάλωση υδρογονανθράκων διέλυσαν στην κυριολεξία τον παραγωγικό ιστό, ενώ την δεύτερη επιλογή έχουν ακολουθήσει χώρες όπως η Νορβηγία και ο Καναδάς φέροντας μακροπρόθεσμα οφέλη στις κοινωνίες τους.
2. Το γεωπολιτικό όφελος για τη χώρα είναι και το πιο σημαντικό που θα μπορούσε να φέρει η ανάπτυξη υδρογονανθράκων για τη χώρα μας. Η παραγωγή φυσικού αερίου σε ευρωπαϊκό έδαφος θέτει την Ελλάδα σε ιδιαιτέρως σημαντική θέση για την ενεργειακή ασφάλεια της ΕΕ. Παρά τα όσα ακούγονται, η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ευρώπη δεν περνά από την αντικατάσταση του φυσικού αερίου αλλά αντιθέτως το έχει ανάγκη για τα επόμενα 30 χρόνια ως μέσο σταθεροποίησης του ενεργειακού συστήματος. Αν λοιπόν η Ελλάδα μπορέσει να γίνει παραγωγός φυσικού αερίου τη στιγμή που ήδη προχωρά στο να είναι και κόμβος διαμετακόμισης φυσικού αερίου, τότε θα έχει μια άνευ προηγουμένου αναβάθμιση των συντελεστών ισχύος που διαχειρίζεται. Το διακύβευμα είναι τεράστιο καθώς ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε βρεθεί ως χώρα σε τέτοια δυνητικά ευνοϊκή κατάσταση και αυτό σημαίνει πως η σύμπνοια των πολιτικών δυνάμεων της χώρας σε αυτό το θέμα είναι επιβεβλημένη.
Εφόσον μπορούμε και πρέπει να εξορύξουμε το φυσικό αέριο της χώρας μας, το αν τελικά θα το κάνουμε σχετίζεται με το αν πραγματικά θέλουμε.
Η πολιτικές ηγεσίες της χώρας μας δυστυχώς σε αυτό το θέμα δεν έχουν δείξει τη δέουσα σταθερότητα. Όλα τα οικόπεδα για τα οποία μιλάμε σήμερα, ήταν στο 1η στάδιο της διαδικασίας ήδη από το 2015. Από το 2015 έως το 2019, η πολιτική ηγεσία δεν έκανε απολύτως τίποτα για να προχωρήσουν οι εξορύξεις. Μετά δε το 2019, ως αντιπολίτευση υποστηρίζει από τη μία πλευρά τη συνέχιση του, καταστροφικού για το περιβάλλον, λιγνίτη μιλώντας για «βίαιη απολιγνιτοποίηση» και από την άλλη κατηγορεί τις νέες εξορυκτικές προσπάθειες ως καταστροφικές για το περιβάλλον.
Από το τέλος του 2019, η νέα πολιτική ηγεσία ακολούθησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην επιφυλακτικότητα έναντι των εξορύξεων υδρογονανθράκων με αποτέλεσμα να συνεχιστεί η αβεβαιότητα. Οι δε κοντόφθαλμες αναλύσεις διεθνών οίκων για το μέλλον των υδρογονανθράκων μετά την κατάρρευση των τιμών στην εποχή της πανδημίας, ενίσχυσαν την επιφυλακτικότητα της πολιτικής ηγεσίας. Μπορεί αυτή η επιφυλακτικότητα να ήταν με δεδομένες τις τότε συνθήκες δικαιολογημένη, αλλά αλίμονο εάν μια πολιτική ηγεσία σχεδιάζει την εθνική στρατηγική της χώρας με βάση τις τρέχουσες ειδήσεις. Ακόμα και μέχρι τις αρχές του 2022, κορυφαία στελέχη δήλωναν ότι δεν θέλουν το Αιγαίο να γίνει κόλπος του Μεξικού.
Μετά από όλα αυτά, πλέον βρισκόμαστε σε φάση όπου η τρέχουσα πολιτική ηγεσία δείχνει να έχει αποδεχθεί πως η εξόρυξη υδρογονανθράκων στη χώρα έχει πολύ σημαντικά μακροπρόθεσμα οφέλη για τη χώρα και δεν πρέπει να καθυστερήσει άλλο. Τώρα μένει να δούμε αν θα ακολουθήσει η κοινωνία και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις.
* Ο Μιχάλης Μαθιουλάκης είναι αναλυτής ενεργειακής στρατηγικής, Ακαδημαϊκός Διευθυντής του Greek Energy Forum και Επιστημονικός Συνεργάτης του ΕΛΙΑΜΕΠ για θέματα ενέργειας.