Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Το Εθνικό Έλλειμα Ενεργειακής Ασφάλειας

Τα τελευταία χρόνια, πολλά κυβερνητικά στελέχη αλλά και ειδήμονες επί των ενεργειακών, επ' ευκαιρία της ολοκλήρωσης ή της έναρξης κατασκευής μεγάλων ή μικρών έργων υποδομής, δεν χάνουν ευκαιρία  να αναφερθούν πως αυτά, με τον άλφα ή τον βήτα τρόπο, ενισχύουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. 




Με την ενεργειακή ασφάλεια να έχει αναδειχθεί ως το ιερό δισκοπότηρο της υποτιθέμενης (αλλά στην  πράξη, απροσδιόριστης) ενεργειακής μας πολιτικής.

Όμως το θέμα της ενεργειακής ασφάλειας δεν είναι απλά ένα θέμα υποδομών, είτε αυτές αφορούν αγωγούς φυσικου αερίου και τέρμιναλ πετρελαίου ή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), είτε στην ηλεκτρική διασύνδεση των νήσων. Και αυτό γιατί η ενεργειακή ασφάλεια ως έννοια και πράξη, αφορά στο ευρύτερο πλέγμα προμήθειας, μεταφοράς και διαχείρησης ενεργειακών πρώτων υλών.

Σε ότι αφορά την προμήθεια και μεταφορά ισχύει σχεδόν αναλλοίωτο το περίφημο αξίωμα του Ουίνστον Τσόρτσιλ, που πρώτος διατύπωσε τον Ιούλιο του 1913 σε ομιλία του στην Βουλή των Κοινοτήτων. Αναφερόμενος στην δυνατότητα εξασφάλισης πετρελαίου, που ήτο το ανερχόμενο καύσιμο της εποχής. Ο Τσόρτσιλ συνόψισε το διακύβευμα ως εξής: "Από κανέναν μοναδικό παράγοντα, απο καμία μοναδική διαδικασία, από καμία μόνο χώρα, από καμία μοναδική διαδρομή και από κανένα μοναδικό κοίτασμα, δεν πρέπει να εξαρτόμαστε. Η ασφάλεια και η βεβαιότητα προμήθειας στο πετρέλαιο, εξαρτάται απο την ποικιλία (επιλογής) και μόνο από την ποικιλία".

Το κλειδί επομένως, για την εξασφάλιση ενεργειακής ασφάλειας, σύμφωνα με τον Τσόρτσιλ, ήταν η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε αρκετές πηγές τροφοδοσίας, κάτι που συνεχίζει να ισχύει μέχρι σήμερα, παρά την τεράστια τεχνολογική πρόοδο που έχει επιτευχθεί και έχει προσφέρει την δυνατότητα μεταφοράς πολλαπλάσιων όγκων, σε πολύ πιο σύντομα χρονικό διάστημα και με ανταγωνιστικό κόστος. 

Και ναι μεν η Ελλάδα, όπως και οι περισσότερες οικονομικά προηγμένες χώρες, έχουν αναπτύξει ένα διαφοροποιημένο δίκτυο αγοράς ενεργειακών πρώτων υλών, απολαμβάνοντας έναν ικανοποιητικό βαθμό ασφάλειας ενεργειακής προμήθειας, πλην όμως, η ενεργειακή ασφάλεια, σήμερα τείνει να ταυτιστεί με την ενεργειακή εξάρτηση η οποία ως έννοια είναι αρκετά ευρύτερη, λαμβάνοντας υπ´όψη παράγοντες όπως οι ακολουθούμενες διαδρομές μεταφοράς και οι επιπτώσεις στην οικονομία, με επίκεντρο το ισοζυγιο εξωτερικών συναλλαγών, καθώς και η ασφαλής και αδιάλειπτη λειτουργία των ενεργειακών υποδομών, όπως λχ. σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής, ορυχεία, αγωγοί πετρελαίου και αερίου, τέρμιναλ, διεθνείς ηλεκτρικές διασυνδέσεις κλπ.


Με την ενεργειακή ασφάλεια να είναι σήμερα απόλυτα συνυφασμένη με την ενεργειακή εξάρτηση, δηλ. τον βαθμό εξάρτησής μας από εισαγόμενα καύσιμα, η θέση της Ελλάδας είναι μάλλον επισφαλής, με την χώρα μας να είναι μία απο τις πλέον ενεργειακά εξαρτώμενες χώρες της ΕΕ, σε βαθμό 74,5%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 52,0%. Υπάρχουν βέβαια χώρες όπως η Κύπρος και η Μάλτα, που ο βαθμός εξάρτησης τους πλησιάζει το 100,0%, επειδή στην πράξη αποτελούν ενεργειακές νησίδες με ελάχιστη εγχώρια παραγωγή, αφού είναι υποχρεωμένες να εισάγουν σχεδόν το σύνολο των καυσίμων που καταναλώνουν, κυρίως πετρέλαιο και φ. αέριο. Και μόνο τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να μειώνουν ελάχιστα την ενεργειακή τους εξάρτηση, χάρις στην εγχώρια παραγωγή ηλεκτρισμού, μέσα από την αξιοποίηση των ΑΠΕ.

Δυστυχώς η χώρα μας, παρά το γεγονός ότι διαθέτει μια μεγάλη ποικιλία από εγχώριες ενεργειακές πηγές, τόσο ορυκτές όσο και ανανεώσιμες, που εντοπίζονται σε όλες τις περιφέρειες και καλύπτουν σχεδόν το σύνολο του γεωγραφικού της χώρου, εξαρτάται κυριολεκτικά από ενεργειακές εισαγωγές που περιλαμβάνουν αργό πετρέλαιο, (98,0%), φυσικό αέριο (100,0%) και ηλεκτρισμό (25,0%). 

Με εξαίρεση την μικρή παραγωγή από το κοίτασμα του Πρίνου που αποφέρει περί τα 5,000 βαρέλια την ημέρα, όλο το υπόλοιπο πετρέλαιο εισάγεται από χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρεια Αφρικής (MENA), την Ρωσία, το Καζακστάν κλπ. Το ίδιο ισχύει και για το φυσικό αέριο, με βασικούς προμηθευτές την Ρωσία, την Τουρκία και σύντομα το Αζερμπαϊτζάν, σε ότι αφορά στην προμήθεια μέσω αγωγών και Αλγερία, Κατάρ, ΗΠΑ κλπ. σε ότι αφορά στο LNG.

Παρά την εκτενή αξιοποίηση των εγχωρίων κοιτασμάτων λιγνίτη για την παραγωγή ηλεκτρισμού (που σήμερα τελεί υπό διωγμό, λόγω της αλλοπρόσαλλης ευρωπαικής πολιτικής, με αφορμή την Κλιματική Αλλαγή) και την ραγδαία ανάπτυξη των ΑΠΕ τα τελευταία 10-15 χρόνια, η χώρα μας εξαρτάται σχεδόν κατά 70%, για τις ενεργειακές της ανάγκες, από εισαγόμενους κατά 99% υδρογονάνθρακες και άρα θα έπρεπε να την απασχολεί σοβαρά η μείωση - για να μην πούμε απεξάρτηση της, από εισαγόμενα καύσιμα- και το θέμα αυτό θα έπρεπε, κανονικά, να είναι πρώτο στην πολιτική ατζέντα κάθε κυβέρνησης. 

Κάτι τέτοιο όχι μόνο δεν συμβαίνει, αλλά όλα τα σενάρια δείχνουν ότι εάν δεν υπάρξει σύντομα στροφή της ακολουθούμενης, σήμερα, πολιτικής, η ενεργειακή μας εξάρτηση συνολικά θα αυξηθει έτι περαιτέρω κατά τα επόμενα χρόνια.

Όμως η μείωση της ενεργειακής μας εξάρτησης δεν μπορεί να προέλθει αποκλειστικά και μόνο απο την ανάπτυξη των ΑΠΕ και την βελτίωση της ενεργειακής  αποδοτικότητας-ιδίως μάλιστα όταν σε λίγα χρόνια θα έχουμε αναγκαστεί να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τον δικό μας λιγνίτη- αλλά απαιτεί την παράλληλη αξιοποίηση των εγχώριων  κοιτασμάτων υδρογονανθράκων για την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου. Καθώς δε θα αυξάνεται η χρήση φ. αερίου, με την παράλληλη απόσυρση του λιγνίτη, η εκμετάλλευση των εντοπισθέντων  κοιτασμάτων αερίου καθίσταται επιτακτική.

Συμπερασματικά δεν είναι μόνο η μείωση των εισαγωγών αργού για εγχώρια κατανάλωση, η αντικατάσταση των στερεών καυσίμων με το φθηνότερο και λιγότερο ρυπογόνο φυσικό αέριο, η εισαγωγή της ηλεκτροκίνησης, η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια και τις επιχειρήσεις και η περαιτέρω στροφή προς τις ΑΠΕ. Απαιτείται συγχρόνως η εκμετάλλευση και παραγωγή από δικά μας κοιτάσματα υδρογονανθράκων, ιδιαίτερα εάν λάβουμε υπ´όψη μας ότι πετρέλαιο και φ. αέριο θα εξακολουθούν να καλύπτουν το 60% των ενεργειακών μας αναγκών μέχρι το 2050. 

Τα ανωτέρω, έτσι και αλλιώς, πρέπει να αποτελέσουν τις συνιστώσες μιας σώφρονος ενεργειακής πολιτικής, η οποία πρέπει να αποβλέπει σε ένα ισοσκελισμένο ενεργειακό  ισοζύγιο και ένα βέλτιστο ενεργειακό μείγμα, όπου δεν νοείται ενίσχυση των ΑΠΕ χωρίς την παράλληλη μείωση των εισαγωγών υγρών και αερίων καυσίμων και εξορθολογισμό στην κατανάλωση πετρελαίου.