Ο ανοικτός πόλεμος που έχουν κηρύξει οι απανταχού της γης κερδοσκόποι κατά των ορυκτών καυσίμων υπό το έωλο πρόσχημα της Κλιματικής Αλλαγής έχει αρχίσει να επηρεάζει ένα σημαντικό τμήμα του παγκοσμίου εμπορίου, βασικός βραχίονας του οποίου είναι η εμπορική ναυτιλία.
Οι θεμιτοί στόχοι για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, όπως έχουν τεθεί από τη συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα του 2015 (COP 21) και την ΕΕ, έχουν δώσει λαβή για μια νέου τύπου κερδοσκοπία στο όνομα της Κλιματικής Αλλαγής, έτσι που να έχει δημιουργηθεί ένα τελείως αρνητικό κλίμα για τις εταιρείες Oil&Gas, ασχέτως εάν αρκετές από αυτές έχουν ήδη δεσμευτεί με στρατηγική και σχέδια για την εξέλιξή τους σε έναν κόσμο χαμηλών εκπομπών.
Έτσι, τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε ένα κίνημα από τους λεγόμενους "ακτιβιστές επενδυτές" (η κομψή ονομασία για αδίστακτους κερδοσκόπους του κερατά!) για αποεπενδύσεις σε πετρελαϊκές και μεταλλευτικές εταιρείες που στοχεύουν ξεκάθαρα στην πτώση της αξίας των μετοχών τους και την αναδιανομή της τράπουλας προς όφελος των "ακτιβιστών".
Έτσι, τους τελευταίους μήνες παρατηρούμε ένα κίνημα από τους λεγόμενους "ακτιβιστές επενδυτές" (η κομψή ονομασία για αδίστακτους κερδοσκόπους του κερατά!) για αποεπενδύσεις σε πετρελαϊκές και μεταλλευτικές εταιρείες που στοχεύουν ξεκάθαρα στην πτώση της αξίας των μετοχών τους και την αναδιανομή της τράπουλας προς όφελος των "ακτιβιστών".
Δυστυχώς, παράπλευρα θύματα της χρηματιστηριακής αυτής παγίδας έχουν αρχίσει να πέφτουν κλάδοι και εταιρείες που συναλλάσσονται με τις πετρελαϊκές, όπως είναι η περίπτωση της εμπορικής ναυτιλίας.
Έτσι, σύμφωνα με πολύ πρόσφατη μελέτη της ναυτιλιακής συμβουλευτικής εταιρείας Maritimes Strategies International, εάν συνεχιστεί το σημερινό αρνητικό κλίμα για τους υδρογονάνθρακες, η σημερινή αξία του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων που σήμερα ανέρχεται στα $160 δισ., μέχρι το 2045 θα έχει μειωθεί κατά 30%, ενώ κατηγορίες πλοίων VLCCs και ULCCs ,που αναφέρονται σε δεξαμενόπλοια άνω των 2,0 εκατ. βαρελιών χωρητικότητα, θα απολέσουν το 1/3 των ετήσιων εσόδων τους.
Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελέσει σοβαρό πλήγμα στην αγορά δεξαμενόπλοιων, αφού θα αλλάξουν επί τα χείρω οι χρηματοδοτικοί όροι για τη ναυπήγηση νέων πλοίων, ενώ θα επηρεάσουν τελείως αρνητικά τις συνθήκες λειτουργίας( operational conditions) και απόδοσης των δεξαμενόπλοιων συνολικά. Η Maritimes Strategies International υπολογίζει ότι η αξία του παγκόσμιου στόλου δεξαμενόπλοιων το 2045 θα έχει μειωθεί στα $114 δισ., παρατηρώντας ότι αυτός θα εκπροσωπεί πλέον απαξιωμένα περιουσιακά στοιχεία (stranded assets).
Σήμερα, η συνολική παγκόσμια χωρητικότητα των πλοίων που μεταφέρουν πετρέλαιο, LNG και άνθρακα ανέρχεται στους 5,5 δισ. τόνους, ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις της MSI αυτή θα έχει μειωθεί σε 3,7 δισ. τόνους το 2045, αφού εκτιμάται ότι θα έχει μειωθεί κατά πολύ η εμπορευματική κίνηση σε ενεργειακά προϊόντα.
Να σημειωθεί ότι η αξία των δια θαλάσσης μεταφερόμενων ποσοτήτων πετρελαίου, LNG και άνθρακα αντιστοιχεί στο 40% του συνολικού θαλασσίου εμπορίου. Πλέον σημαντικό αναμένεται να είναι το πλήγμα που θα δεχθεί η αγορά πλοίων ULCC και VLCC, η αξία της οποίας σήμερα αντιστοιχεί σε $92 δισ., αφού οι προβλέψεις της MSI κάνουν λόγο για μείωση στο 50% εντός της επόμενης δεκαετίας.
Οι λίαν ανησυχητικές προβλέψεις της τελευταίας αυτής έκθεσης της MSI θα πρέπει να προβληματίσουν σοβαρά τους καθ’ ύλη ναυτιλιακούς φορείς (ΕΕΕ και Shipping Committee του Λονδίνου), αλλά και τη νέα ηγεσία του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής.
Θα πρέπει επιτέλους η χώρα μας, η οποία έχει μεγάλα συμφέροντα στην εμπορική ναυτιλία και αποτελεί ναυτικό κράτος με μακρά παράδοση, να διαμορφώσει μια δίκη της ενεργειακή - περιβαλλοντική στρατηγική με ξεκάθαρες θέσεις και απόψεις.
Μια στρατηγική η οποία δε θα ενστερνίζεται, ούτε θα υιοθετεί ασυζητητί τις οποίες θέσεις του IMO ή της ΕΕ, αφού η εμπειρία της, η ναυτική της παράδοση και η βαθειά γνώση της για τις ναυτιλιακές αγορές της επιτρέπουν να διαμορφώνει τις δικές της θέσεις προς όφελος πρωτίστως των συμφερόντων της χώρας.
Μιας ομολογουμένως μικρής χώρας, που όμως η σημαντική της δραστηριότητα σε τομείς όπως η εμπορική ναυτιλία της επιτρέπει να απολαμβάνει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα και να συναλλάσσεται με ισότιμους όρους με πολύ μεγαλύτερες από αυτήν χώρες.