Η κλιματική αλλαγή θα είναι βασική παράμετρος για την πορεία της ενεργειακής οικονομίας τα επόμενα χρόνια. Στην κατεύθυνση αυτή η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσιοποίησε και παρουσίασε την έκδοση « Economics of Climate Change», δηλαδή τα Οικονομικά της Κλιματικής Αλλαγής.
Η πρώτη αυτή προσέγγιση έχει την αρθρογραφία και συμβολή τεσσάρων επιστημόνων των κ.κ. Γιώργου Οικονομίδη, Αντρέα Παπανδρέου, Ευτύχιου Σαρτζετάκη και Αναστάσιου Ξεπαπαδέα.
Η εκδήλωση συντονίστηκε από τον κ. Χρήστο Ζερεφό, τον διακεκριμένο επιστήμονα, ο οποίος σε όλους τους τόνους εξέφρασε την ανησυχία του για τις αναγκαίες έγκαιρες προσαρμογές και την αποτελεσματική διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Το ζήτημα που μπαίνει γενικά είναι ποιες επενδύσεις πρέπει να προηγηθούν για να προληφθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πριν κάνουν ζημιά στην πορεία της οικονομίας και πλήξουν την πορεία της σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως μπορεί να γίνει με εκτεταμένες ζημίες για τις ασφαλιστικές εταιρίες
Οι υποθέσεις που γίνονται με βάση τα μοντέλα των προεξοφλητικών επιτοκίων δείχνουν πολύ μεγάλο κόστος άμεσα για τα μελλοντικά μακροπρόθεσμα ουσιαστικά οφέλη και άρα ενδεχόμενη αποθάρρυνση για να ληφθούν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες.
Παράλληλα ο καθηγητής κ. Ευτύχιος Σαρτζετάκης έθεσε το ζήτημα των υδρογονανθράκων σαν βασικό πρόβλημα και καυτηρίασε την προσδοκία που υπάρχει για τις έρευνες που θα γίνουν στο υποθαλάσσιο υπέδαφος σε Ελλάδα και Κύπρο. Άσκησε επίσης κριτική και στην πολιτική Trump με γνώμονα την Συμφωνία του Παρισιού.
Τα βασικά δεδομένα
Πιθανή αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου μεταξύ 2030 και 2052 σύμφωνα με την IPCC. Αυτό θα πολλαπλασιάσει τους κινδύνους για την επισιτιστική ασφάλεια, την υγεία και τα μέσα διαβίωσης. Κατά συνέπεια πρέπει να υπάρξουν κα μέτρα που θα περιορίσουν αυτές τις παρενέργειες.
Ο στόχος είναι οι παγκόσμιες εκπομπές να αρχίσουν να μειώνονται πολύ πριν το 2030, ώστε να μην φθάσουν τους 52-58 Γιγατόνους ετησίως που αφορούν και την παρούσα πρόβλεψη.
Σαν βασικά εργαλεία παρουσιάζονται τα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων, η φορολογία στον άνθρακα όπως έχει επιμείνει ο εκ των συγγραφέων του βιβλίου Αντρέας Παπανδρέου, οι μέθοδοι απομάκρυνσης του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και άλλα.
Ένα βασικό μέγεθος που δείχνει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από την χρήση των ορυκτών καυσίμων από την βιομηχανική επανάσταση και πέρα είναι ο λεγόμενος εξαναγκασμός (forcing) o οποίος μετρά την ανισορροπία μεταξύ της εισερχόμενης ενέργειας βραχέος κύματος και της εξερχόμενης που αντανακλάται στην επιφάνεια της γης και φεύγει προς το διάστημα. Στην κατάσταση προβιομηχανικής περιόδου οι εισερχόμενες και εξερχόμενες ροές ενέργειας ήταν ίσες με αποτέλεσμα η μέση θερμοκρασία να είναι σταθερή.
Δηλαδή η καθαρή ακτινοβολία βραχέος κύματος εξισορροπείται αντίστοιχα από αυτήν του μακρού κύματος και αντιστοιχεί σε 288 ppm στην προβιομηχανική περίοδο έναντι 400 ppm που έχει φτάσει σήμερα. Η διατάραξη αυτή καλείται εξαναγκασμός.
Θα ανέβουν και άλλοι οι τιμές των CO2
Στις βασικές πολιτικές κατά της κλιματικής αλλαγής εντάσσονται τα Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών(ΣΕΔΕ) που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα που αναλογούν στον αριθμό των εκπομπών ρύπων και κατανέμονται στην αγορά με βάση δημοπρασίες.
Η άνοδος των τιμών των CO2 από τα 6-7 ευρώ/τόνο πάνω από 20 έκανε γνωστό την χρονιά που τελειώνει το μέγεθος του αντικινήτρου της μη καθαρής ενέργειας, που προέρχεται μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Η ταχεία αυτή αύξηση, όπως αναφέρει η μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως στις προσαρμογές που γίνονται εν αναμονή της μείωσης του αριθμού των αδειών που θα προκληθεί από το αποθεματικό για την σταθεροποίηση των αγορών κατά την περίοδο 2019-2023.
Η πλειοψηφία των αναλυτών εκτιμά ότι η αύξηση των τιμών θα συνεχιστεί, με σημαντικές επιπτώσεις στην τιμή της ενέργειας, κυρίως σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου η παραγωγή θερμικής ενέργειας αντιπροσωπεύει σχεδόν το 60% των εκπομπών CO2 της χώρας, τριπλάσια των χωρών της ΕΕ.
Για την ελληνική αγορά σημαντική δουλειά έχει κάνει ήδη σε δεκαετή βάση η ΕΜΕΚΑ, την συνεισφορά της οποίας εξήρε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Η νομισματική πολιτική όπως αναφέρεται στην σελίδα 60 της έκθεσης θα βάλει τις παραμέτρους για να μπορέσει να λειτουργήσει απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η προτεραιότητα ανήκει στην βιομηχανική πολιτική και στην δημοσιονομική στην παρούσα φάση.
Για τον λόγο αυτό και ο καθηγητής Ε. Σαρτζετάκης αναφέρθηκε στην κρισιμότητα της σχέσης κόστους / οφέλους απέναντι στα καύσιμα που χρησιμοποιεί η βιομηχανία.
Ο κ. Χρήστος Ζερεφός ερωτηθεί από το WEN αν μετά το 2030 η ευχέρεια μεγαλώνει λόγω της αναμενόμενης επικράτησης των Ανανεώσιμων στην παραγωγή εξετίμησε, ότι δεν υπάρχει χρόνος και θα πρέπει να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Ο Γιώργος Οικονομίδης αναφέρθηκε στο κόστος της κλιματικής αλλαγής που αναμένεται να φτάσει τα 70-100 δις σε ετήσια βάση παγκοσμίως μετά το 2050.
Παράλληλα στους πρώτους 8 μήνες του 2019 θα μειωθούν κατά 265 εκατ οι άδειες των CO2.
Συμπερασματικά ενώ η απειλή της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη προ των πυλών με μεγάλα ρίσκα για το σύνολο της οικονομίας, δεν έχουν ωριμάσει οι αποφάσεις για τις αναγκαίες επενδύσεις που θα αποσοβήσουν τις αναμενόμενες ζημίες.
Η πρώτη αυτή προσέγγιση έχει την αρθρογραφία και συμβολή τεσσάρων επιστημόνων των κ.κ. Γιώργου Οικονομίδη, Αντρέα Παπανδρέου, Ευτύχιου Σαρτζετάκη και Αναστάσιου Ξεπαπαδέα.
Η εκδήλωση συντονίστηκε από τον κ. Χρήστο Ζερεφό, τον διακεκριμένο επιστήμονα, ο οποίος σε όλους τους τόνους εξέφρασε την ανησυχία του για τις αναγκαίες έγκαιρες προσαρμογές και την αποτελεσματική διαχείριση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Το ζήτημα που μπαίνει γενικά είναι ποιες επενδύσεις πρέπει να προηγηθούν για να προληφθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής πριν κάνουν ζημιά στην πορεία της οικονομίας και πλήξουν την πορεία της σε παγκόσμιο επίπεδο, όπως μπορεί να γίνει με εκτεταμένες ζημίες για τις ασφαλιστικές εταιρίες
Οι υποθέσεις που γίνονται με βάση τα μοντέλα των προεξοφλητικών επιτοκίων δείχνουν πολύ μεγάλο κόστος άμεσα για τα μελλοντικά μακροπρόθεσμα ουσιαστικά οφέλη και άρα ενδεχόμενη αποθάρρυνση για να ληφθούν οι αναγκαίες πρωτοβουλίες.
Παράλληλα ο καθηγητής κ. Ευτύχιος Σαρτζετάκης έθεσε το ζήτημα των υδρογονανθράκων σαν βασικό πρόβλημα και καυτηρίασε την προσδοκία που υπάρχει για τις έρευνες που θα γίνουν στο υποθαλάσσιο υπέδαφος σε Ελλάδα και Κύπρο. Άσκησε επίσης κριτική και στην πολιτική Trump με γνώμονα την Συμφωνία του Παρισιού.
Τα βασικά δεδομένα
Πιθανή αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1,5 βαθμό Κελσίου μεταξύ 2030 και 2052 σύμφωνα με την IPCC. Αυτό θα πολλαπλασιάσει τους κινδύνους για την επισιτιστική ασφάλεια, την υγεία και τα μέσα διαβίωσης. Κατά συνέπεια πρέπει να υπάρξουν κα μέτρα που θα περιορίσουν αυτές τις παρενέργειες.
Ο στόχος είναι οι παγκόσμιες εκπομπές να αρχίσουν να μειώνονται πολύ πριν το 2030, ώστε να μην φθάσουν τους 52-58 Γιγατόνους ετησίως που αφορούν και την παρούσα πρόβλεψη.
Σαν βασικά εργαλεία παρουσιάζονται τα συστήματα εμπορίας δικαιωμάτων, η φορολογία στον άνθρακα όπως έχει επιμείνει ο εκ των συγγραφέων του βιβλίου Αντρέας Παπανδρέου, οι μέθοδοι απομάκρυνσης του άνθρακα από την ατμόσφαιρα και άλλα.
Ένα βασικό μέγεθος που δείχνει το πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί από την χρήση των ορυκτών καυσίμων από την βιομηχανική επανάσταση και πέρα είναι ο λεγόμενος εξαναγκασμός (forcing) o οποίος μετρά την ανισορροπία μεταξύ της εισερχόμενης ενέργειας βραχέος κύματος και της εξερχόμενης που αντανακλάται στην επιφάνεια της γης και φεύγει προς το διάστημα. Στην κατάσταση προβιομηχανικής περιόδου οι εισερχόμενες και εξερχόμενες ροές ενέργειας ήταν ίσες με αποτέλεσμα η μέση θερμοκρασία να είναι σταθερή.
Δηλαδή η καθαρή ακτινοβολία βραχέος κύματος εξισορροπείται αντίστοιχα από αυτήν του μακρού κύματος και αντιστοιχεί σε 288 ppm στην προβιομηχανική περίοδο έναντι 400 ppm που έχει φτάσει σήμερα. Η διατάραξη αυτή καλείται εξαναγκασμός.
Θα ανέβουν και άλλοι οι τιμές των CO2
Στις βασικές πολιτικές κατά της κλιματικής αλλαγής εντάσσονται τα Συστήματα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών(ΣΕΔΕ) που έχουν να κάνουν με τα δικαιώματα που αναλογούν στον αριθμό των εκπομπών ρύπων και κατανέμονται στην αγορά με βάση δημοπρασίες.
Η άνοδος των τιμών των CO2 από τα 6-7 ευρώ/τόνο πάνω από 20 έκανε γνωστό την χρονιά που τελειώνει το μέγεθος του αντικινήτρου της μη καθαρής ενέργειας, που προέρχεται μέσα από τους μηχανισμούς της αγοράς.
Η ταχεία αυτή αύξηση, όπως αναφέρει η μελέτη της Τραπέζης της Ελλάδος οφείλεται εν μέρει στην αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως στις προσαρμογές που γίνονται εν αναμονή της μείωσης του αριθμού των αδειών που θα προκληθεί από το αποθεματικό για την σταθεροποίηση των αγορών κατά την περίοδο 2019-2023.
Η πλειοψηφία των αναλυτών εκτιμά ότι η αύξηση των τιμών θα συνεχιστεί, με σημαντικές επιπτώσεις στην τιμή της ενέργειας, κυρίως σε χώρες όπως η Ελλάδα όπου η παραγωγή θερμικής ενέργειας αντιπροσωπεύει σχεδόν το 60% των εκπομπών CO2 της χώρας, τριπλάσια των χωρών της ΕΕ.
Για την ελληνική αγορά σημαντική δουλειά έχει κάνει ήδη σε δεκαετή βάση η ΕΜΕΚΑ, την συνεισφορά της οποίας εξήρε ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος κ. Γιάννης Στουρνάρας.
Η νομισματική πολιτική όπως αναφέρεται στην σελίδα 60 της έκθεσης θα βάλει τις παραμέτρους για να μπορέσει να λειτουργήσει απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η προτεραιότητα ανήκει στην βιομηχανική πολιτική και στην δημοσιονομική στην παρούσα φάση.
Για τον λόγο αυτό και ο καθηγητής Ε. Σαρτζετάκης αναφέρθηκε στην κρισιμότητα της σχέσης κόστους / οφέλους απέναντι στα καύσιμα που χρησιμοποιεί η βιομηχανία.
Ο κ. Χρήστος Ζερεφός ερωτηθεί από το WEN αν μετά το 2030 η ευχέρεια μεγαλώνει λόγω της αναμενόμενης επικράτησης των Ανανεώσιμων στην παραγωγή εξετίμησε, ότι δεν υπάρχει χρόνος και θα πρέπει να γίνουν άμεσα παρεμβάσεις απέναντι στην κλιματική αλλαγή.
Ο Γιώργος Οικονομίδης αναφέρθηκε στο κόστος της κλιματικής αλλαγής που αναμένεται να φτάσει τα 70-100 δις σε ετήσια βάση παγκοσμίως μετά το 2050.
Παράλληλα στους πρώτους 8 μήνες του 2019 θα μειωθούν κατά 265 εκατ οι άδειες των CO2.
Συμπερασματικά ενώ η απειλή της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη προ των πυλών με μεγάλα ρίσκα για το σύνολο της οικονομίας, δεν έχουν ωριμάσει οι αποφάσεις για τις αναγκαίες επενδύσεις που θα αποσοβήσουν τις αναμενόμενες ζημίες.