Το νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων για τις πράσινες επενδύσεις, γνωστό και ως CISAF, παρουσίασε η Νεκταρία Καρακατσάνη, σε συνεργασία με τον Καθηγητή Κώστα Ανδριοσόπουλο, στο συνέδριο της HAEE, στο πλαίσιο του Κέντρου Αριστείας Βιωσιμότητας, μιας πρωτοβουλίας του Alba και της Helleniq Energy.
Η ευρωπαϊκή βιομηχανία αντιμετωπίζει υπαρξιακές προκλήσεις, τόνισε η κα. Καρακατσάνη, όπως έχει αποτυπωθεί και στην Έκθεση Draghi. Σε ένα περιβάλλον γεωπολιτικής αστάθειας, οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες είναι εκτεθειμένες σε διεθνή ανταγωνισμό με ισχυρές ασυμμετρίες, και ένα ενεργειακό κόστος που είναι 2-5 φορές υψηλότερο συγκριτικά με την Κίνα και τις ΗΠΑ.
Οι απαιτήσεις προσαρμογής στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς είναι σύνθετες και δαπανηρές, και το έλλειμμα καινοτομίας υπαρκτό, με το 75% των πατεντών να δημιουργούνται πλέον στην Κίνα. Σε αυτά τα ζητήματα προστίθενται εξαρτήσεις σε κρίσιμες πρώτες ύλες, καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις, και ελλείψεις προσωπικού.
Η πρώτη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, ανέφερε η κα. Καρακατσάνη, ήταν η θέσπιση ενός προσωρινού πλαισίου, του TCTF, ήδη από το 2022, το οποίο επιτρέπει στα κράτη μέλη της ΕΕ να λάβουν γρήγορη έγκριση για στοχευμένα σχήματα στήριξης της πράσινης μετάβασης.
Ειδικά το Άρθρο 2.8 επιτρέπει τη στήριξη της παραγωγής πράσινου εξοπλισμού ή εξαρτημάτων αυτού ή κρίσιμων πρώτων υλών που συνδέονται με το clean tech.
Αναλύσαμε τα 21 σχήματα στήριξης που έχουν εγκριθεί από την Κομισιόν, μετά από αιτήματα που υπέβαλαν 15 χώρες, είπε η κα. Καρακατσάνη, και αθροίζουν στα 19 δις ευρώ. Τα χρήματα αυτά προέρχονται είτε από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, είτε από το Ταμείο Ανάκαμψης και άλλες πηγές, όπως το ταμείο δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης.
Κάποιες χώρες εφαρμόζουν επιχορηγήσεις, άλλες αμιγώς φοροαπαλλαγές, όπως η Φινλανδία, και οι περισσότερες, ένα μίγμα κινήτρων.
Στη συνέχεια η κα. Καρακατσάνη παρουσίασε το νέο πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, που θα αντικαταστήσει το TCTF, και το οποίο θα οριστικοποιηθεί εντός του Ιουνίου.
Επιγραμματικά, το CISAF προκαθορίζει τις προδιαγραφές που αν ακολουθήσει μια χώρα μπορεί να λάβει σχεδόν αυτόματα έγκριση από την DG Comp. Διαφορετικά, η διαδικασία θα είναι πολυετής, μια εμπειρία που έχουμε βιώσει επανειλημμένα στην Ελλάδα.
Τα ανώτατα ποσοστά ενίσχυσης είναι συγκεκριμένα ανά κατηγορία, ενώ τα ανώτατα όρια στήριξης σημαντικά χαμηλότερα από το TCTF, σε αρκετές περιπτώσεις.
Στο report μας για το CISAF, μαζί με τον καθηγητή Κώστα Ανδριοσόπουλο, έχουμε εντοπίσει πλήθος ζητημάτων, που αφορούν θέματα χρηματοδότησης, ενεργειακής πολιτικής, νομικής συνοχής, και περιβαλλοντικής διάστασης.
Το νέο πλαίσιο θα έπρεπε να ακολουθεί μια προσέγγιση πιο ουδέτερη τεχνολογικά. Θέτει υπερβολικούς περιορισμούς στα έργα φυσικού αερίου, επιβάλλοντας την μετάβαση σε υδρογόνο.
Αντίστοιχα, διατηρεί τον αυστηρό ορισμό για το πράσινο υδρογόνο, επιβάλλοντας ταυτοχρονισμό με ΑΠΕ και στη βιομηχανία, τη στιγμή που σήμερα το 98% του υδρογόνου προέρχεται από ορυκτά καύσιμα.
Επιπλέον, απουσιάζει το άρθρο 2.4 του TCTF, που επιτρέπει στις χώρες να στηρίζουν την βιομηχανία απέναντι σε ακραίες διακυμάνσεις των τιμών ενέργειας. Αυτή η παράλειψη εντείνει τις ασυμμετρίες εντός ΕΕ, είπε η κα. Καρακατσάνη.
Μετά το σχήμα της Ιταλίας, η Γερμανία επανεξετάζει την πρόταση να κλειδώσει τιμές για τη βιομηχανία της γύρω στα 6 λεπτά/KWh. Θα πρέπει επομένως, να υπάρχουν κάποιες στοιχειώδεις ασφαλιστικές δικλείδες, οριζόντια, για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες.
Επίσης, το κόστος των μέτρων ευελιξίας επιβαρύνει δυσανάλογα τους βιομηχανικούς καταναλωτές που δεν έχουν ευελιξία μετατόπισης ζήτησης, αλλά και τους οικιακούς χωρίς έξυπνους μετρητές.
Αντί να ενθαρρύνει την αύξηση δυναμικότητας, παράλληλα με τα έργα απανθρακοποίησης στη βιομηχανία, αντιθέτως, το CISAF επιβάλλει ένα ασφυκτικό όριο 5%.
Χρηματοδοτικά, το νέο toolbox εστιάζει αποκλειστικά στη στήριξη του επενδυτικού κόστους, χωρίς λειτουργική ενίσχυση, η οποία όμως, είναι αναγκαία για τα έργα απανθρακοποίησης.
Αντίστοιχα, για τις επενδύσεις σε κρίσιμες πρώτες ύλες, περιορίζει τη στήριξη σε όσες σχετίζονται με τον πράσινο εξοπλισμό, αποκλείοντας την ψηφιακή μετάβαση ή την άμυνα, που αποτελούν επίσης στρατηγική προτεραιότητα της ΕΕ.
Είναι ασύμμετρη η έμφαση που δίνεται στην αυτοκατανάλωση στη βιομηχανία, ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και τα PPA. Σε μια περίοδο που οι περικοπές ΑΠΕ εκτινάσσονται και η ευρωπαϊκή ηλεκτρική ζήτηση είναι στάσιμη, είναι αντιφατικό να διατηρείται η αρχή της προσθετικότητας.
Σχετικά με τις διατάξεις για τους μηχανισμούς ισχύος, η κα. Καρακατσάνη ανέλυσε τα ζητήματα που ανακύπτουν τόσο για τη στρατηγική εφεδρεία όσο και για τους μηχανισμούς αγοράς.
Το θεμελιώδες πρόβλημα είναι ότι οι υφιστάμενες διατάξεις θέτουν ως αποκλειστική βάση για την τεκμηρίωση προβλήματος επάρκειας την πανευρωπαϊκή μελέτη ERRA, και όχι την εθνική μελέτη που εκπονούν οι Διαχειριστές Συστήματος.
Η πανευρωπαϊκή μελέτη ωστόσο, δεν υπολογίζει έσοδα μονάδων, αλλά κόστη συστήματος, υποτιμώντας έτσι τον κίνδυνο απόσυρσης μονάδων. Αν και κάποιο επίπεδο εναρμόνισης είναι κατανοητό, δεν είναι δυνατόν να αντικαθίστανται οι εθνικοί φορείς από τον ENTSO-E και τον ACER, στο κρίσιμο θέμα της ενεργειακής ασφάλειας.
Συνολικά, παρά τα θετικά του στοιχεία, την επιτάχυνση των διαδικασιών και την τυποποίηση των κινήτρων, το CISAF χρήζει διορθώσεων.
Όλη αυτή η προσέγγιση με την τεκμηρίωση του επενδυτικού κενού απέχει πολύ από τη φιλοσοφία του IRA, που δεν βασίζεται σε εκτιμήσεις κόστους αλλά σε πραγματικό output. Ωστόσο, σε πιλοτικές εφαρμογές, όπως το Battery Booster, βλέπουμε να υιοθετείται αυτή η προσέγγιση από την Κομισιόν, και αυτό είναι ενθαρρυντικό.
Γενικότερα, στο CISAF δεν ακολουθείται μια ολιστική προσέγγιση, καθώς επιτρέπεται η στήριξη κάποιων συγκεκριμένων υποδομών, αλλά όχι όλης της αλυσίδας. Αυτό μπορεί να επιβαρύνει ιδιαίτερα την ανάπτυξη του υδρογόνου και του CCS.
Απαιτούνται επίσης κάποιες αλλαγές, ώστε να υποστηριχθούν και οι επενδύσεις για grid-forming, που η αξία τους αναδείχθηκε στο πρόσφατο blackout στην Ιβηρική.
Το νέο πλαίσιο, που είχε τεθεί σε διαβούλευση έως τις 25 Απριλίου, θα οριστικοποιηθεί μέσα στον Ιούνιο, και θα δεσμεύσει τις ευρωπαϊκές χώρες έως τα τέλη του 2030. Η ώρα είναι τώρα για να διατυπωθούν οι τελευταίες ενστάσεις των χωρών και να γίνουν οι απαραίτητες τροποποιήσεις, κατέληξε η κα. Καρακατσάνη.