Στις ΗΠΑ βρίσκεται σε εξέλιξη μια ραγδαία στροφή από τα ορυκτά καύσιμα στις νέες μονάδες παραγωγής μπαταριών, στα σχέδια ηλιακής και αιολικής ενέργειας και γενικότερα πολλές άλλες επενδύσεις καθαρής ενέργειας σε όλη την επικράτεια της χώρας.
Η νομοθεσία για το κλίμα που ψήφισαν πέρυσι οι Δημοκρατικοί μπορούσε να είναι ακόμη πιο αποτελεσματική από όσο είχαν εκτιμήσει τα στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν σε ό,τι αφορά τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων.
Κι ενώ η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια αναμένεται να δημιουργήσει εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στον κλάδο, ενδέχεται να αποβεί καταστρεπτική για πολλούς εργαζομένους που απασχολούνται στον κλάδο του άνθρακα, του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, όπως και για πολλές χώρες που εξαρτώνται από αυτούς τους κλάδους για την οικονομική τους σταθερότητα. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των θέσεων εργασίας που ενδέχεται να χαθούν μέσα στα επόμενα χρόνια ποικίλουν. Σύμφωνα, όμως, με στοιχεία της αμερικανικής Στατιστικής Υπηρεσίας, στη διάρκεια του περασμένου έτους περίπου 900.000 άνθρωποι απασχολούνταν στον κλάδο των ορυκτών καυσίμων των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν προσπαθεί να αμβλύνει τον αντίκτυπο, κυρίως προσφέροντας προνομιακή φορολογική μεταχείριση στα σχέδια ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, που οικοδομούνται σε περιοχές ευάλωτες στις επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης.
Ωστόσο, αρκετοί οικονομολόγοι, ερευνητές θεμάτων σχετικών με το κλίμα και στελέχη εργατικών συνδικάτων, είναι επιφυλακτικοί για το κατά πόσον αρκούν αυτού του είδους τα κίνητρα. Οταν ολοκληρωθεί η φάση κατασκευής τους, τα αιολικά και τα ηλιακά πάρκα δεν χρειάζονται παρά ελάχιστους υπαλλήλους για να λειτουργήσουν και οι νέες θέσεις εργασίας στον τομέα της καθαρής ενέργειας ίσως να μην προσφέρουν αναλόγως καλούς μισθούς σε όσους απολύθηκαν και ενδεχομένως διαθέτουν ιδιαίτερες τεχνογνωσίες. Οι μονάδες άνθρακα κλείνουν εδώ και χρόνια και η παραγωγή άνθρακα έχει μειωθεί σε σύγκριση με τα επίπεδα στα οποία βρισκόταν στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Σύμφωνα με την αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών Ενέργειας, η παραγωγική δυνατότητα του τομέα άνθρακα της χώρας αναμένεται να μειωθεί ραγδαία περίπου στο 50% των σημερινών επιπέδων μέχρι το 2030. Αυτή τη στιγμή περίπου 41.000 άνθρωποι εργάζονται ακόμη στη βιομηχανία ορυχείων άνθρακα της χώρας, καθώς έχουν μειωθεί ραγδαία σε σύγκριση με τα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ο κλάδος απασχολούσε περίπου 177.000 εργαζομένους.
Η κατάρρευση αυτού του κλάδου αποτελεί πρόβλημα, όχι μόνον για όσους εργάζονται σ’ αυτόν, αλλά και για τις κοινότητες που εδώ και πολλά χρόνια εξαρτώνται από αυτόν και αντλούν φορολογικά έσοδα. Η απώλεια εσόδων από τα ορυχεία, τις μονάδες άνθρακα και τους εργαζομένους συνεπάγεται λιγότερα χρήματα διαθέσιμα για σχολεία, για οδικά δίκτυα αλλά και για την επιβολή του νόμου. Πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Ασπεν διαπίστωσε πως από το 1980 έως το 2019 οι περιοχές στις οποίες μειώθηκε η παραγωγή άνθρακα κατέγραψαν σημαντική πτώση εσόδων και απασχόλησης και μειώσεις πληθυσμού, ιδιαιτέρως μεταξύ των νεαρών ηλικιών. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευθεί πως θα βοηθήσει τις κοινότητες αυτές να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Θέλει να αποφύγει μια άνοδο του λαϊκισμού σαν αυτή που έπληξε τους Δημοκρατικούς όταν η παγκοσμιοποίηση είχε αποτέλεσμα να φύγουν οι μονάδες παραγωγής και να κατευθυνθούν στην Κίνα. Εξάλλου, οι υποσχέσεις για επαναφορά των χαμένων θέσεων εργασίας στον τομέα του άνθρακα ήταν αυτές που έφεραν τον Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία το 2016.
(kathimerini.gr)