Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Ανοίγει το κεφάλαιο υδρογόνο η κυβέρνηση - Ο ρόλος των Γερμανών και το επενδυτικό ενδιαφέρον SNAM, ΔΕΠΑ, ΕΛΠΕ

Ταχύτερα του αναμενόμενου θα τρέξουν όπως φαίνεται οι διαδικασίες για να ανοίξει η αγορά υδρογόνου στην Ελλάδα και να δημιουργηθεί το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο, που σύμφωνα με το στόχο του ΥΠΕΝ θα πρέπει να είναι έτοιμο μέχρι τον Ιούλιο.





Ταρίφες, ενισχύσεις, τεχνικές προϋποθέσεις για την έγχυση υδρογόνου στο δίκτυο φυσικού αερίου, μαζί με το μέγιστο ποσοστό ανάμιξης των δύο καυσίμων, είναι σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Energypress”, ανάμεσα στα θέματα που θα περιλαμβάνει το νέο αυτό πλαίσιο, το οποίο φυσικά θα συνοδευτεί από μελέτη για τη βιωσιμότητα των συγκεκριμένων μονάδων.

Τέτοιες μελέτες που να εξετάζουν την ανταγωνιστικότητα αυτών των υποδομών και πόσο συμφέρουν από πλευράς κόστους, προς το παρόν δεν υπάρχουν. Οταν επομένως γίνουν -με τη συμμετοχή και του ΔΕΣΦΑ- τότε μόνο θα μπορεί να πει κανείς πόσες παρόμοιες εγκαταστάσεις αντέχει η ελληνική αγορά, στην οποία πάντως εγχώριοι και ξένοι επενδυτές βλέπουν ευκαιρίες.

Τόσο τα ΕΛΠΕ που έχουν εκφράσει δημόσια το ενδιαφέρον να κατασκευάσουν τον πρώτο σταθμό εφοδιασμού οχημάτων με υδρογόνο στη χώρα μας, όσο επίσης η ΔΕΠΑ, αλλά και οι Ιταλοί της SNAM, όπως μετέφερε προς τον Πρωθυπουργό, ο επικεφαλής της Mαρκο Αλβερά, και επανέλαβε χθες κατά τη πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του ΔΕΣΦΑ.

Στην ουσία, τρεις λόγοι, που σχετίζονται με το επενδυτικό ενδιαφέρον, την στρατηγική απόφαση διείσδυσης των ΑΠΕ, αλλά και με την επικείμενη γερμανική προεδρία της ΕΕ, βρίσκονται πίσω από τη πρόθεση του ΥΠΕΝ να επιταχύνει τις διαδικασίες.

Σε περίπου έξι μήνες, οι Κροάτες παραδίδουν την ευρωπαϊκή προεδρία στους Γερμανούς, οι οποίοι ενδιαφέρονται τα μέγιστα για το υδρογόνο και είναι ένας από τους τομείς που πρόκειται να τρέξουν. Αυτό σημαίνει ότι όποια χώρα έχει ως το καλοκαίρι έτοιμο ένα καλό θεσμικό πλαίσιο, θα μπορεί και να εκμεταλλευτεί τις όποιες ευκαιρίες παρουσιαστούν από την ενεργειακή πολιτική επί γερμανικής προεδρίας.

Ο τρίτος λόγος σχετίζεται με τη στρατηγική απόφαση της κυβέρνησης για ταχεία αύξηση των ΑΠΕ, γεγονός που καθιστά ιδανική τη συγκυρία να ανοίξει η συζήτηση για το υδρογόνο.

Το βασικό στοιχείο που καθιστά ελκυστικό το συγκεκριμένο καύσιμο είναι ότι βοηθά στη σύζευξη διαφόρων ενεργειακών τομέων, δηλαδή την παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, με άλλες χρήσεις. Στην ουσία από την πράσινη ενέργεια θα παράγεται μέσω μονάδων, υδρογόνο, το οποίο και θα εγχέεται στο δίκτυο φυσικού αερίου για την κάλυψη αναγκών θέρμανσης.

Ενόψει μάλιστα της στρατηγικής απόφασης για αύξηση συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο, η παραγωγή τους μπορεί να μην απορροφάται στη διάρκεια της ημέρας, είτε επειδή δεν υπάρχει η ανάλογη ζήτηση, είτε επειδή η τιμή είναι χαμηλή. Τότε για εκείνες τις ώρες, θα μπορούσε από την περίσσεια αυτή ενέργεια να παράγεται υδρογόνο. Ενέργεια δηλαδή που θα έμενε αναξιοποίητη, θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός άλλου καυσίμου.

Ταρίφες και ρυθμιστικό πλαίσιο

Στη λογική των παραπάνω, το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο θα ορίζει, σύμφωνα με πηγές του ΥΠΕΝ :

1. Τις τεχνικές προϋποθέσεις για την έγχυση υδρογόνου στο δίκτυο φυσικού αερίου, με το μέγιστο ποσοστό ανάμιξης, όριο που διεθνώς βρίσκεται κάτω του 10%. Όλα αυτά θα γίνουν σε συνεργασία με τον αρμόδιο διαχειριστή φυσικού αερίου.

2. Το σύστημα πιστοποίησης βάσει του οποίου θα πρέπει να αποδεικνύεται ότι το υδρογόνο που παρήχθη, προήλθε από ΑΠΕ.

3. Μηχανισμό στήριξης των νέων επενδύσεων, δηλαδή ενός είδους ταρίφες. Εδώ θα εξεταστούν όλες οι πιθανές επιλογές, προκειμένου το καύσιμο να είναι οικονομικό για την κοινωνία. Σύμφωνα με ένα σενάριο, η επενδυτική ενίσχυση ή ταρίφα, μπορεί να προκύπτει από τη τιμή του φυσικού αερίου, συν το επιπρόσθετο κόστος παραγωγής του από τις ΑΠΕ.

Τα παραπάνω "κουμπώνουν" και με τη λογική της αποθήκευσης. Από τη περίσσεια ποσότητα που θα προκύπτει όταν η παραγωγή υδρογόνου, είτε δεν βρίσκεται κοντά σε δίκτυο φυσικού αερίου, είτε είναι μεγαλύτερη απ' όση μπορεί αυτό να απορροφήσει, θα μπορεί να ξαπαναραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, όταν το σύστημα την έχει ανάγκη. Στην ουσία οι μονάδες αυτές, εκτός του γεγονότος ότι θα παράγουν ενέργεια που θα εγχέεται στο δίκτυο φυσικού αερίου, θα μπορούν να λειτουργούν και ως “μπαταρίες”.

Κλειδί φυσικά για όλα τα παραπάνω είναι η ανταγωνιστικότητα των τιμών. Η μελέτη που θα γίνει, θα κρίνει και το κατά πόσο συμφέρουν τέτοιες μονάδες, καθώς διαφορετικά θα περιοριστούν σε πιλοτικά projects.

Η μελέτη της SNAM

Κρίνοντας ωστόσο από το εμπορικό ενδιαφέρον της αγοράς, τα έργα μπορούν να έχουν προϋποθέσεις βιωσιμότητας.

Οπως είχε δηλώσει το Νοέμβριο ο πρόεδρος των ΕΛΠΕ Γιάννης Παπαθανασίου, ο όμιλος φιλοδοξεί να κατασκευάσει το πρώτο σταθμό εφοδιασμού οχημάτων με υδρογόνο στην Ελλάδα, ενώ από τη πλευρά της η ΔΕΠΑ, μελετά την είσοδο στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας με την ανάπτυξη υποδομών υδρογόνου και μεθανίου.

Την πρόθεση της εταιρείας να μπει, μέσω του ΔΕΣΦΑ, στην αγορά υδρογόνου, όταν και εφόσον ετοιμαστεί το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, μετέφερε σύμφωνα με πληροφορίες στον Πρωθυπουργό, κατά τη προχθεσινή τους συνάντηση, και ο διευθύνων σύμβουλος της Ιταλικής SNAM, M.Αλβερά.

Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε για λογαριασμό της SNAM, η McKinsey, και αφορούσε στην ιταλική αγορά, το υδρογόνο θα μπορέσει να καλύψει το 23% της εγχώριας ενεργειακής ζήτησης το 2050 σε ένα σενάριο με 95% απανθρακοποίηση. Η αύξηση της χρήσης του μπορεί να έρθει μέσω της πτώσης του κόστους των τεχνολογιών ΑΠΕ, αλλά και της ηλεκτρόλυσης.
(energypress)