H διασφάλιση ανταγωνιστικού κόστους ηλεκτρικής ενέργειας για την βιομηχανία και ο αποκλεισμός της επανάληψης μηχανισμών τύπου ΝΟΜΕ που ζημίωσαν με εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τη ΔΕΗ, χωρίς να επιτευχθεί ο στόχος για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, είναι οι βασικές θέσεις με τις οποίες προσέρχεται το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας στην διαπραγμάτευση με τους θεσμούς που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων.
Η διαπραγμάτευση συνεχίζεται αυτήν την εβδομάδα στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα, όπου την Πέμπτη αναμένεται συνάντηση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστή Χατζηδάκη με τους εκπροσώπους των θεσμών.
Οι δημοπρασίες ΝΟΜΕ, μέσω των οποίων η ΔΕΗ διέθετε στους ανταγωνιστές της προμηθευτές ρεύματος τη λιγνιτική και υδροηλεκτρική παραγωγή της, ήταν η λύση που συμφωνήθηκε μεταξύ των εταίρων και της προηγούμενης κυβέρνησης για τη συμμόρφωση της χώρας προς την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, με την οποία υπήρξε καταδίκη για το μονοπώλιο της ΔΕΗ στη λιγνιτική παραγωγή ρεύματος.
Τα ΝΟΜΕ ζημίωσαν σωρευτικά τη ΔΕΗ κατά 600 εκατομμύρια ευρώ και καταργήθηκαν με νόμο που ψηφίστηκε από την σημερινή κυβέρνηση.
Σύμφωνα με αρμόδιες πηγές, η Κομισιόν εξακολουθεί να θεωρεί ότι υπάρχει ζήτημα συμμόρφωσης της Ελλάδας προς την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου παρά το γεγονός ότι η λιγνιτική παραγωγή αφενός μεν δεν αποτελεί πλέον συγκριτικό πλεονέκτημα (αντίθετα επιβαρύνει το κόστος της ΔΕΗ), αφετέρου δε η σημερινή κυβέρνηση αποφάσισε το κλείσιμο όλων των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ ως το 2028.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η Κομισιόν αναζητά ασφαλιστική δικλείδα για την περίπτωση που δεν εφαρμοστεί το χρονοδιάγραμμα της απολιγνιτοποίησης. Μια πρόταση που έχει τεθεί στο τραπέζι προβλέπει την διάθεση από πλευράς ΔΕΗ ενέργειας στις ενεργοβόρες βιομηχανίες, χωρίς δημοπρασίες αλλά με διοικητικά οριζόμενη τιμή.
Πιέσεις ασκούνται προκειμένου να περιληφθούν στους αγοραστές - πέραν της βιομηχανίας - και οι προμηθευτές ρεύματος, με την κυβέρνηση να αντιτείνει ότι οι προμηθευτές δεν έχουν πλέον μειονέκτημα έναντι της ΔΕΗ, καθώς η αποκλειστικότητα της τελευταίας στη λιγνιτική παραγωγή - λόγω της αύξησης των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα που επιβαρύνουν κατά κύριο λόγο τους λιγνίτες - δεν αποτελεί πλεονέκτημα, αλλά βάρος.
Συνολικά η κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι το ζήτημα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας πρέπει να εξεταστεί με βάση τα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στην αγορά, στα οποία περιλαμβάνεται η απολιγνιτοποίηση, η εκτόξευση του κόστους της λιγνιτικής παραγωγής, ο σταδιακός περιορισμός του μεριδίου αγοράς της ΔΕΗ, η αυξανόμενη διείσδυση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ο εθνικός ενεργειακός σχεδιασμός και η λειτουργία του Χρηματιστηρίου Ενέργειας από τα μέσα του 2020.
«Παραμένουμε συνεπείς στις θέσεις μας και δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχθούμε οποιαδήποτε λύση προταθεί από την άλλη πλευρά. Άλλωστε αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα είχαμε ήδη καταλήξει σε συμφωνία», σχολίαζαν οι ίδιες πηγές, εκτιμώντας ότι δεν αποκλείεται να μην υπάρξει συμφωνία ούτε σε αυτόν τον γύρο των συζητήσεων.
Κ.Βουτσαδάκης
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)