Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Για μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση σε Ελλάδα και Ευρώπη

O Γιώργος Αρβανιτίδης, βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης και υπεύθυνος Περιβάλλοντος και Ενέργειας του Κινήματος Αλλαγής  αρθρογραφεί στην ThessNews για τα συμπεράσματα από τις συναντήσεις στην Γερμανία για την ενεργειακή μετάβαση σε Ελλάδα και Ευρώπη.





Είχα την ευκαιρία πρόσφατα στο Βερολίνο να κάνω μια εξαιρετικά εποικοδομητική συνάντηση εργασίας με τον βουλευτή του γερμανικού σοσιαλιστικού κόμματος SPD κ. Bernd Westphal, ο οποίος είναι επικεφαλής του SPD στην επιτροπή Οικονομίας και Ενέργειας του Γερμανικού Κοινοβουλίου και μέλος της επιτροπής για την αειφόρο ανάπτυξη.

Ο κ. Westphal με ενημέρωσε για την ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), με σημεία αναφοράς το 2022, όπου θα καταργηθούν πλήρως τα πυρηνικά εργοστάσια και το 2038, όπου θα σταματήσουν πλήρως όλα τα λιγνιτικά εργοστάσια της χώρας.

 Αυτή τη στιγμή το 50% της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη Γερμανία προέρχεται από πυρηνικά και λιγνίτες. Αυτό το 50% θα αντικατασταθεί από ΑΠΕ τα επόμενα χρόνια και στο πλαίσιο αυτό ο κ. Westphal μου ανέπτυξε το σχέδιο κατασκευής ενός τεράστιου φωτοβολταϊκού πάρκου διαστάσεων 100.000 στρεμμάτων (10χλμ Χ 10χλμ) σε μια περιοχή που ήταν ένα παλιό λιγνιτορυχίο της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Αυτό το πάρκο προβλέπεται να έχει ισχύ από 5.000 έως 6.000 Μw. Θα έχει δηλαδή την πενταπλάσια ισχύ των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε Αρκαδία και Φλώρινα, που βρίσκονται αυτήν την περίοδο προς πώληση.

Από τη συζήτηση που κάναμε ήταν ξεκάθαρο το συμπέρασμα ότι η Γερμανία είναι αποφασισμένη να κάνει την ενεργειακή μετάβαση δουλεύοντας πάνω σε τέσσερις προτεραιότητες. Πρώτη, είναι η ανάπτυξη ολοένα και περισσότερων ΑΠΕ, συνδυάζοντας κινεζική και γερμανική τεχνογνωσία. Δεύτερη, η προώθηση της έρευνας στον τομέα της  αποθήκευσης της ενέργειας. 

Τρίτον, η επέκταση της τεχνολογίας του υδρογόνου σε αυτοκίνηση και μεταφορές και τέταρτον η χρησιμοποίηση του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου για τα επόμενα περίπου 20 χρόνια ακόμα. Ειδικά για τη διασφάλιση των αναγκαίων ποσοτήτων, από διαφοροποιημένες πηγές, του φυσικού αερίου, το γερμανικό ενδιαφέρον είναι μεγάλο αυτή την περίοδο, αρκεί να αναφέρω μόνο το εντυπωσιακό στοιχείο ότι μια κορυφαία βιομηχανία πετροχημικών καταναλώνει σε ετήσια βάση τόση ποσότητα φυσικού αερίου, όση ολόκληρη η γειτονική τους χώρα η Δανία.

Από πλευράς μου σημείωσα τις δυνατότητες των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων να αναπτύξουν υλικά και υπηρεσίες στην αλυσίδα αυτής της νέας ενεργειακής οικονομίας καθώς και την από κοινού συμβολή των δύο χωρών στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, μέσω νέων οδών προμήθειας ενεργειακών πηγών, που θα τροφοδοτούνται από τα ελληνικά και κυπριακά κοιτάσματα φυσικού αερίου.

Παράλληλα, τόνισα την ανάγκη ότι εν μέσω των πολλαπλών προκλήσεων της νέας ψηφιακής οικονομίας, της τεχνητής νοημοσύνης, των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής μετάβασης, θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική αποστολή των προοδευτικών δυνάμεων η διασφάλιση των μετασχηματισμών αυτών με δίκαιο τρόπο για τους μη προνομιούχους, ώστε η τεχνολογική και οικονομική πρόοδος να μεταφράζεται και σε κοινωνική πρόοδο.

Δεν μπορεί για παράδειγμα η Ευρώπη να φιλοδοξεί να είναι ηγέτιδα δύναμη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να έχει πολίτες σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας, διαφορετικά «ο βασιλιάς είναι γυμνός»! Πρέπει να θέσουμε τέλος στην ενεργειακή φτώχεια! Σήμερα, πάνω από 50 εκατομμύρια Ευρωπαίοι ζουν σε συνθήκες ενεργειακής φτώχειας. 

Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να πληρώσουν για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο που χρειάζονται, πράγμα που μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία και την ευημερία τους. 

Η καθαρή και προσιτή ενέργεια είναι ένα βασικό δικαίωμα για κάθε Ευρωπαίο! Δεν μπορεί να βάζουμε στόχους βελτίωσης των ενεργειακών αποδόσεων για το 2030 και το 2050 και να μην βάζουμε στόχους για την βελτίωση συνθηκών ζωής των ανθρώπων.

Τέλος, με τον Γερμανό συνάδελφο συμφωνήσαμε να οργανωθεί μια ανταλλαγή νέων επιστημόνων μεταξύ των δύο κομμάτων μας, το προσεχές διάστημα, για την προώθηση της ενεργειακής συνεργασίας των δυο χωρών, σε θέματα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ενεργειακής ασφάλειας και της διασφάλισης των προϋποθέσεων για μια δίκαιη ενεργειακή μετάβαση σε Ελλάδα και Ευρώπη.