Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Επιστροφή στην Χρυσή Εποχή του Φυσικού Αερίου

Η δημοσίευση της ειδικής έκθεσης της Shell plc για το LNG πριν από λίγες ημέρες, και τις μακροχρόνιες προοπτικές του σε ένα κόσμο που ευρίσκεται σε συνεχή αναταραχή και υπό το άγος γεωπολιτικών απειλών, μας θύμισε το - όχι και το τόσο μακρινό – 2011, όταν το ΙΕΑ είχε ανακοινώσει την δική του έκθεση που είχε ως θέμα την χρυσή εποχή του αερίου. 



Με τίτλο, «Are we entering a Golden Age of Gas?” ο διεθνής οργανισμός, με έδρα το Παρίσι, μέσα από την εν λόγω έκδοση, αφού εξυμνούσε τις πολύ θετικές πλευρές του ευγενούς καυσίμου, προέβλεπε άνοδο της ζήτησης κατά 50% μέχρι το 2035, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2010 όπου το αέριο θα κάλυπτε το ένα τέταρτο της παγκόσμιας ενεργειακής ζήτησης και θα αποτελούσε ένα αξιόπιστο και περιβαλλοντικά αποδεκτό καύσιμο. Μια τοποθέτηση που, ωστόσο, πολύ σύντομα εγκαταλείφθηκε από τον ΙΕΑ χάρη στην αλλαγή κατεύθυνσης του εν λόγω οργανισμού (εδώ), με την υιοθέτηση της ακραίας περιβαλλοντικής ατζέντας του NetZero50, όπου οι υδρογονάνθρακες αποτελούν ανάθεμα (εδώ).


Η κρίση στην Ουκρανία και το πολιτικό παιχνίδι της Ρωσίας με την ενέργεια δαιμονοποίησε περαιτέρω το αέριο, οι τιμές του οποίου εκτοξεύθηκαν και η κατανάλωση του μειώθηκε σημαντικά το 2022 και 2023, σε σχέση με την προ κρίσης περίοδο. Από 573 bcm που ήταν η κατανάλωση αερίου σε όλη την Ευρώπη το 2021, αυτή διαμορφώθηκε στα 498 bcm το 2022, σημειώνοντας συρρίκνωση κατά 13%, με περαιτέρω μείωση το 2023, καθώς πολλοί καταναλωτές, κυρίως βιομηχανίες και επιχειρήσεις, το εγκατέλειψαν αντικαθιστώντας το με άλλα λιγότερο ακριβά καύσιμα. Η καμπάνια των ΗΠΑ- ΕΕ κατά του Ρωσικού αερίου είχε ως αποτέλεσμα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η Ευρώπη να αντικαταστήσει το μεγαλύτερο μέρος του από εισαγόμενο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG), μεγάλο μέρος του οποίου προήλθε από την Αμερική.

Η αλλαγή του ενεργειακού σκηνικού στην Ευρώπη μετά την αποκοπή του ομφάλιου λώρου με την Ρωσία, έδωσε νέα ώθηση στο LNG, καθιστώντας το βασικό καύσιμο από δευτερεύον και υποστηρικτικό που ήταν έως τότε, για πολλές χώρες. Βέβαια, η διεθνής αγορά LNG ανεπτύσσετο με σταθερά και δυνατά βήματα όλη την προηγούμενη δεκαετία, ιδίως μετά την είσοδο των ΗΠΑ στην παγκόσμιο προμήθεια μόλις το 2016. Σήμερα η διεθνής αγορά LNG κυριολεκτικά καλπάζει, με εξαιρετικά θετικές προοπτικές μέχρι το 2040, όπως μας πληροφορεί η ειδική έκθεση της Shell plc για το LNG. Με τίτλο «Shell LNG Outlook 2024», η Shell εκτιμά ότι η παγκόσμια αγορά για το υγροποιημένο φυσικό αέριο πρόκειται να αυξηθεί κατά 50% σε σύγκριση με τα σημερινά επίπεδα, όπου το 2023 έφθασε στους 404 εκατομμύρια τόνους, σε σύγκριση με το 2022 που ήταν στους 397 εκατ. τον. Η εκτίμηση της Shell, που είναι από τους μεγαλύτερους διακινητές LNG παγκοσμίως, είναι ότι η ζήτησή του το 2040 θα διαμορφωθεί στο επίπεδο των 625 με 685 τόννους ετησίως. Η πρόβλεψη αυτή είναι μικρότερη σε σύγκριση με αυτή που είχε διατυπώσει η Shell πέρυσι, όταν εκτιμούσε ότι το 2040 η παγκόσμια ζήτηση θα έφθανε τα 700 εκατ. τόνους.

Βασικός παράγοντας στην ισχυρή ζήτηση LNG τα επόμενα χρόνια αναδεικνύεται για μια ακόμα φορά η Κίνα, καθώς επιχειρεί να απανθρακοποιήσει το σύστημά της αντικαθιστώντας την καύση άνθρακα με φυσικό αέριο, πυρηνικά και ΑΠΕ. Παρά την αύξηση της κατανάλωσης LNG το 2023, η περιορισμένη προμήθεια έδρασε ως τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη της διεθνούς αγοράς με τις τιμές να διαμορφώνονται πάνω ιστορικά μέσα επίπεδα. Μεσοπρόθεσμα η ζήτηση για LNG, ιδίως στην Ασία, πρόκειται να ικανοποιηθεί από νέα παραγωγή, που θα προέλθει κυρίως από ΗΠΑ και Κατάρ, η οποία πρόκειται να ξεκινήσει κατά το δεύτερο ήμισυ της τρέχουσας δεκαετίας.

Η ισχυρή ανάπτυξη της αγοράς LNG έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ναυτιλία, καθώς αυξάνεται ο στόλος των πλοίων που μεταφέρουν το υγροποιημένο αέριο σε θερμοκρασίες -162 βαθμούς Κελσίου. Σήμερα διασχίζουν τις θάλασσες και τους ωκεανούς 469 πλοία LNG (25% από τα οποία ανήκουν σε Ελληνικών συμφερόντων εταιρείες), ενώ 537 είναι υπό κατασκευή ή παραγγελία. Η δε απανθρακοποίηση του LNG αποτελεί σοβαρή πρόκληση για τις 120 εταιρείες που το διακινούν διεθνώς, με σημείο αναφοράς την προσπάθεια μείωσης των εκπομπών μεθανίου κατά το στάδιο παραγωγής και μεταφοράς.