Μετρήσιμες, κάποιες φορές και καταλυτικές, οικονομικές επιπτώσεις στις εγχώριες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με καύσιμο το φυσικό αέριο αλλά και συνολικά στο κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς έχει προκαλέσει η έκτακτη εισφορά των 10 ευρώ/MWh που επέβαλε από την 1η Νοεμβρίου το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί, παρουσιάζει σε επιστολή του προς τον ΥΠΕΝ Κώστα Σκρέκα ο Σύνδεσμος των Ανεξάρτητων Ηλεκτροπαραγωγών (ΕΣΑΗ).
Η εικόνα επιδεινώθηκε τις πρώτες εβδομάδες του νέου έτους, κατά τις οποίες, σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεση του το energypress, παρά την πτώση των τιμών του φυσικού αερίου TTF, εντούτοις η Ελλάδα έχει ...καταφέρει να έχει στη χονδρική το ακριβότερο ρεύμα σε σχέση με τις γειτονικές και άλλες χώρες της Ε.Ε. Η εισφορά των 10 ευρώ στις ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες δεν είναι ο μόνος λόγος, συμβάλλει όμως, πλέον, σε σημαντικό βαθμό.
Η επιβολή των 10 ευρώ/MWh στις τιμές του φυσικού αερίου που αγοράζουν οι ηλεκτροπαραγωγοί για τις μονάδες τους ήρθε σε μία περίοδο κατά την οποία η τιμή του φυσικού αερίου TTF ήταν στα επίπεδα των 120 με 130 ευρώ/MWh. Αυτό το επιπρόσθετο κόστος αντιστοιχούσε, τότε, περίπου στο 8% του TTF.
Σε κόστος ηλεκτροπαραγωγής η επιβάρυνση είναι 20 ευρώ/MWh, όπως υποστηρίζουν οι καθετοποιημένοι όμιλοι.
Τον περασμένο χρόνο οι ηλεκτροπαραγωγοί για να προμηθευτούν φυσικό αέριο σε χαμηλότερες τιμές στράφηκαν στην προμήθεια ποσοτήτων LNG, το οποίο επωλείτο με discount στην τιμή. Ουσιαστικά αυτά τα 10 ευρώ/MWh, λένε στο energypress παράγοντες της αγοράς, εξανεμίστηκαν.
Σταδιακά και όσο υποχωρούν οι τιμές του TTF, η προμήθεια LNG δεν συμφέρει αφού πια το προϊόν διατίθεται με premium. Η πτώση των τιμών δε, στα επίπεδα των 55 με 60 ευρώ/MWh, έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό του κόστους για τους εγχώριους ηλεκτροπαραγωγούς με μονάδες ευρώ. Κι αυτό καθώς με πολύ απλά λόγια, τα 10 ευρώ/MWh αντιστοιχούν πλέον περίπου στο 14% της τιμής του φυσικού αερίου.
Αύξηση εισαγωγών
Το αποτέλεσμα της επιβάρυνσης του κόστους των εγχώριων ηλεκτροπαραγωγών ήταν να καταστούν πιο συμφέρουσες οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας κι ας είναι από παλαιότερης τεχνολογίας και ρυπογόνα εργοστάσια. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πρώτο 20ήμερο του Ιανουαρίου, το μερίδιο των εισαγωγών στο εγχώριο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής κυμαίνεται από 20% έως και 40% όταν όλο το 2022 οι εισαγωγές καταλάμβαναν μόλις το 8%. Αντίθετα το μερίδιο των ελληνικών μονάδων ηλεκτροπαραγωγής υποχώρησε στο 10% με 30% όταν το 2022 ήταν στο 39%.
Η χονδρεμπορική αγορά
Δεδομένου ότι οι τιμές καθορίζονται από τις μονάδες φυσικού αερίου, η έκτακτη εισφορά έχει ως αποτέλεσμα να επηρεάσει συνολικά το κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.
Σύμφωνα με στοιχεία η Ελλάδα κατά μέσο όρο στο 20ήμερο του Ιανουαρίου ήταν ακριβότερη έναντι των άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας ήταν στα 239,98 ευρώ/MWh, στη Βουλγαρία 209,27 ευρώ, στην Ιταλία σχεδόν στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα, στην Αυστρία 211,99 ευρώ, στην Ουγγαρία 217,13 ευρώ, στη Ρουμανία 210,53 ευρώ, στη Σερβία 208,04 ευρώ/MWh, στην Ελβετία 225,23 ευρώ/MWh κ.ο.κ.
Οι επιδοτήσεις
Μία από τις επιπτώσεις που προκαλεί επίσης η έκτακτη εισφορά στην τιμή του φυσικού αερίου που χρησιμοποιούν οι ηλεκτροπαραγωγοί είναι και στα έσοδα του ΤΕΜ.
Όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς, οι εισαγωγές ρεύματος εξαιρούνται από το πλαφόν στη χονδρεμπορική αγορά. Άρα καταλαμβάνοντας μεγαλύτερο μερίδιο στο ενεργειακό μίγμα, μειώνονται οι εισπράξεις, που μέχρι τώρα είχε το ΤΕΜ από τους εγχώριους ηλεκτροπαραγωγούς ρεύματος.
Το ΤΕΜ έτσι αντλεί χαμηλότερα έσοδα για την επιδότηση των λογαριασμών ρεύματος.