Μετά τις εκλογές θα κριθεί η τύχη των νεοθεσπισμένων διατάξεων για την προστασία εργαζομένων και την αιτιολόγηση απολύσεων.
Ο ΣΕΒ επιδιώκει την κατάργησή τους, ενώ διεκδικεί επιπλέον και μείωση του ύψους των αποζημιώσεων απόλυσης. Το θέσει λοιπόν το θέμα προς συζήτηση, πιέζοντας τη νέα κυβέρνηση για αποφάσεις που "θα βοηθήσουν την ανταγωνιστικότητα" των ελληνικών επιχειρήσεων και "θα ενισχύσουν την κινητικότητα στην αγορά εργασίας".
Με τον ν. 4611/2019, το πλαίσιο των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα κατέστη αυστηρότερο, καθώς ο εργοδότης θα πρέπει να αιτιολογεί επαρκώς την απόλυση, κάτι που προκάλεσε τις αντιδράσεις των εργοδοτικών φορέων.
Ωστόσο την ώρα που ο ΣΕΒ και οι άλλοι εργοδοτικοί φορείς κόπτονται για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, το οξύμωρο είναι πως η πρόβλεψη του νέου νόμου για τον αιτιολογημένο λόγο απόλυσης, είναι απλά μεταφορά στο εθνικό μας δίκαιο του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (Αναθ. ΕΚΧ), μίας διεθνούς συνθήκης που είχε ήδη από το 2016 κυρωθεί (με τον ν. 4359/2016) αποκτώντας έτσι αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων.
Ειδικότερα το άρθρο 48 του ν. 4611/2019, το οποίο ισχύει ήδη από τις 17 Μαΐου 2019, αλλάζει το καθεστώς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, δηλαδή την απόλυση εργαζομένου που έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι: «Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A' 5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης».
Η παραπομπή στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη σημαίνει ότι «βάσιμος» λόγος απολύσεως, θα πρέπει να αναζητηθεί «στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου και στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας».
Δηλαδή, μόνον οι λόγοι που σχετίζονται άμεσα με αυτές τις δύο κατηγορίες μπορούν να καταστήσουν έγκυρη την απόλυση.
Ωστόσο παραμένει σε ισχύ η πρόβλεψη του νόμου ότι ο «σπουδαίος λόγος» για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνο, όπως λόγου χάρη μη εκτέλεση της εργασίας, επανειλημμένες απουσίες, πράξεις ανταγωνισμού προς τον εργοδότη, μη τήρησης εχεμύθειας, μη συμμόρφωση με τις εντολές του εργοδότη, παράνομες πράξεις κ.λπ. αποτελούν βάσιμο λόγο απόλυσης.
Τι ίσχυε μέχρι τις 16 Μαΐου
Μέχρι πρότινος, ο νόμος προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή ο εργαζόμενος θα έπρεπε να αποδείξει ότι ο λόγος της απόλυσής του ήταν βάσιμος, ενώ τώρα ο εργοδότης είναι εκείνος που θα πρέπει να τεκμηριώσει ότι ο λόγος της απόλυσης είναι «βάσιμος».
Δηλαδή, με βάση τα ισχύοντα έως 16 Μαΐου 2019, η καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου μπορούσε να γίνει για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, υπό την προϋπόθεση τήρησης των τυπικών προϋποθέσεων και εφόσον δεν υπήρχε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη για απόλυση του εργαζομένου.
Επίσης, με τα έως τώρα ισχύοντα, εφόσον ο εργαζόμενος αμφισβητούσε την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, θα έπρεπε να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούσαν την απόλυση καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη.
Με το νέο Κοινοτικό και Εθνικό πλαίσιο, εάν ο εργοδότης δεν πείσει για τη βασιμότητα του λόγου της απόλυσης, θα υποχρεωθεί να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο!
Προκειμένου δε να στηρίξει τη βασιμότητα του λόγου της απόλυσης θα πρέπει, πριν την απόλυση, να έχει κοινοποιήσει στον εργαζόμενο γραπτώς τα όποια παράπονα έχει και τις παραλείψεις τις οποίες χρεώνει στον εργαζόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ισχυρισμοί του εργοδότη κατά του εργαζόμενου, θα υποστηριχθούν με προφορικές καταθέσεις στο δικαστήριο, οι οποίες σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο ισχυρές όσο οι έγγραφες αποδείξεις.
Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ορίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν βάσιμους λόγους απόλυσης τα ακόλουθα:
Η φυλή, χρώμα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, εγκυμοσύνη, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, εθνικότητα, κοινωνική καταγωγή.
Η υποβολή παραπόνου ή η προσφυγή σε αρμόδιες αρχές σχετικά με παράβαση νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων από τον εργοδότη.
Και μείωση των αποζημιώσεων!
Το νέο πλαίσιο των απολύσεων παρότι είναι ευρωπαϊκό δίκαιο που μεταφέρθηκε στην εθνική νομοθεσία προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του ΣΕΒ, ο οποίος το θεωρεί «αντιαναπτυξιακό μέτρο»!
Επίσης θεωρεί ότι πρέπει να μειωθούν και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους απολυμένους τις οποίες θεωρεί υψηλές.
Ειδικότερα, σε ανακοίνωσή του στις 13 Μαΐου ανέφερε: χαρακτηριστικά: «Αν η κυβέρνηση έχει σκοπό να εισάγει σύστημα αιτιολογημένης απόλυσης θα πρέπει να προβεί σε μία συνολική, και δη ριζική, αναμόρφωση του δικαίου απόλυσης, που να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της αιτίας της απόλυσης, όσο, και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της καταβολής νόμιμης αποζημίωσης, όχι κατ΄ ανάγκη στην κατεύθυνση της κατάργησής της, αλλά του εξορθολογισμού, τόσο του καταβαλλόμενου ποσού όσο και των περιπτώσεων που θα πρέπει να καταβάλλεται».
Με τον ν. 4611/2019, το πλαίσιο των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα κατέστη αυστηρότερο, καθώς ο εργοδότης θα πρέπει να αιτιολογεί επαρκώς την απόλυση, κάτι που προκάλεσε τις αντιδράσεις των εργοδοτικών φορέων.
Ωστόσο την ώρα που ο ΣΕΒ και οι άλλοι εργοδοτικοί φορείς κόπτονται για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, το οξύμωρο είναι πως η πρόβλεψη του νέου νόμου για τον αιτιολογημένο λόγο απόλυσης, είναι απλά μεταφορά στο εθνικό μας δίκαιο του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (Αναθ. ΕΚΧ), μίας διεθνούς συνθήκης που είχε ήδη από το 2016 κυρωθεί (με τον ν. 4359/2016) αποκτώντας έτσι αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων.
Ειδικότερα το άρθρο 48 του ν. 4611/2019, το οποίο ισχύει ήδη από τις 17 Μαΐου 2019, αλλάζει το καθεστώς καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, δηλαδή την απόλυση εργαζομένου που έχει προσληφθεί με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.
Το συγκεκριμένο άρθρο προβλέπει ότι: «Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, μόνο αν οφείλεται σε βάσιμο λόγο, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4359/2016 (A' 5), έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για τον ΕΦΚΑ (τ. ΙΚΑ) μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, το βάρος επίκλησης και απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων έγκυρης καταγγελίας φέρει ο εργοδότης».
Η παραπομπή στο άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη σημαίνει ότι «βάσιμος» λόγος απολύσεως, θα πρέπει να αναζητηθεί «στην ικανότητα ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου και στις λειτουργικές απαιτήσεις της επιχείρησης, της εγκατάστασης ή της υπηρεσίας».
Δηλαδή, μόνον οι λόγοι που σχετίζονται άμεσα με αυτές τις δύο κατηγορίες μπορούν να καταστήσουν έγκυρη την απόλυση.
Ωστόσο παραμένει σε ισχύ η πρόβλεψη του νόμου ότι ο «σπουδαίος λόγος» για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνο, όπως λόγου χάρη μη εκτέλεση της εργασίας, επανειλημμένες απουσίες, πράξεις ανταγωνισμού προς τον εργοδότη, μη τήρησης εχεμύθειας, μη συμμόρφωση με τις εντολές του εργοδότη, παράνομες πράξεις κ.λπ. αποτελούν βάσιμο λόγο απόλυσης.
Τι ίσχυε μέχρι τις 16 Μαΐου
Μέχρι πρότινος, ο νόμος προέβλεπε ακριβώς το αντίθετο. Δηλαδή ο εργαζόμενος θα έπρεπε να αποδείξει ότι ο λόγος της απόλυσής του ήταν βάσιμος, ενώ τώρα ο εργοδότης είναι εκείνος που θα πρέπει να τεκμηριώσει ότι ο λόγος της απόλυσης είναι «βάσιμος».
Δηλαδή, με βάση τα ισχύοντα έως 16 Μαΐου 2019, η καταγγελία της σύμβασης αορίστου χρόνου μπορούσε να γίνει για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, υπό την προϋπόθεση τήρησης των τυπικών προϋποθέσεων και εφόσον δεν υπήρχε καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος του εργοδότη για απόλυση του εργαζομένου.
Επίσης, με τα έως τώρα ισχύοντα, εφόσον ο εργαζόμενος αμφισβητούσε την εγκυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, θα έπρεπε να επικαλεστεί και να αποδείξει τους λόγους που καθιστούσαν την απόλυση καταχρηστική και εντεύθεν άκυρη.
Με το νέο Κοινοτικό και Εθνικό πλαίσιο, εάν ο εργοδότης δεν πείσει για τη βασιμότητα του λόγου της απόλυσης, θα υποχρεωθεί να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο!
Προκειμένου δε να στηρίξει τη βασιμότητα του λόγου της απόλυσης θα πρέπει, πριν την απόλυση, να έχει κοινοποιήσει στον εργαζόμενο γραπτώς τα όποια παράπονα έχει και τις παραλείψεις τις οποίες χρεώνει στον εργαζόμενο. Σε διαφορετική περίπτωση, οι ισχυρισμοί του εργοδότη κατά του εργαζόμενου, θα υποστηριχθούν με προφορικές καταθέσεις στο δικαστήριο, οι οποίες σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο ισχυρές όσο οι έγγραφες αποδείξεις.
Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί ότι το άρθρο 24 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ορίζει ότι σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν βάσιμους λόγους απόλυσης τα ακόλουθα:
Η φυλή, χρώμα, φύλο, οικογενειακή κατάσταση, εγκυμοσύνη, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις, εθνικότητα, κοινωνική καταγωγή.
Η υποβολή παραπόνου ή η προσφυγή σε αρμόδιες αρχές σχετικά με παράβαση νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων από τον εργοδότη.
Και μείωση των αποζημιώσεων!
Το νέο πλαίσιο των απολύσεων παρότι είναι ευρωπαϊκό δίκαιο που μεταφέρθηκε στην εθνική νομοθεσία προκάλεσε τη σφοδρή αντίδραση του ΣΕΒ, ο οποίος το θεωρεί «αντιαναπτυξιακό μέτρο»!
Επίσης θεωρεί ότι πρέπει να μειωθούν και οι αποζημιώσεις που καταβάλλονται στους απολυμένους τις οποίες θεωρεί υψηλές.
Ειδικότερα, σε ανακοίνωσή του στις 13 Μαΐου ανέφερε: χαρακτηριστικά: «Αν η κυβέρνηση έχει σκοπό να εισάγει σύστημα αιτιολογημένης απόλυσης θα πρέπει να προβεί σε μία συνολική, και δη ριζική, αναμόρφωση του δικαίου απόλυσης, που να αντιμετωπίζει τόσο το ζήτημα της αιτίας της απόλυσης, όσο, και, μεταξύ άλλων, το ζήτημα της καταβολής νόμιμης αποζημίωσης, όχι κατ΄ ανάγκη στην κατεύθυνση της κατάργησής της, αλλά του εξορθολογισμού, τόσο του καταβαλλόμενου ποσού όσο και των περιπτώσεων που θα πρέπει να καταβάλλεται».
Σημειώνεται ακόμη ότι με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο η αποζημίωση καταβάλλεται ακόμη και αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα ή παράβαση των υποχρεώσεων του εναγομένου»