Την κρισιμότητα του ρόλου του τομέα της ενέργειας στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, υπογράμμισε ο Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ομιλία του σε συνάντηση των μελών του φόρουμ για την ενέργεια, που έγινε στο ΕΒΕΑ.
«Το ανταγωνιστικό συνολικό κόστος της ενέργειας είναι προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας. Για τις δε ενεργοβόρες βιομηχανίες, το κόστος της ενέργειας συνιστά παράγοντα που επηρεάζει την ίδια τη βιωσιμότητά τους», είπε ο κ. Μίχαλος, αναφέροντας ότι ιδιαίτερα στις βιομηχανίες έντασης ενέργειας, το ενεργειακό κόστος αποτελεί το 30% έως και 50% του κόστους παραγωγής ή μεταποίησης.
Σημείωσε, δε, ότι οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες λαμβάνουν μέτρα για τη στήριξη της βιομηχανίας τους. «Αξιοποιούν μια σειρά εργαλείων, προκειμένου να εξασφαλίσουν πρόσβαση σε ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας και χαμηλότερους φόρους. Γι’ αυτό και το κόστος ενέργειας είναι έως και 30 = 40% χαμηλότερο του ελληνικού», είπε.
Αναφερόμενος στους περιβαλλοντικούς φόρους, ανέφερε ότι σήμερα καλύπτουν το 10,21% των συνολικών εσόδων και οι φόροι στην ενέργεια το 8,16%, ενώ στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι περιβαλλοντικοί φόροι αντιστοιχούν στο 6,1% του συνόλου των εσόδων από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές.
Όπως είπε, «για να μπορέσουν οι ελληνικές βιομηχανίες να επιβιώσουν και να γίνουν ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον, χρειάζεται δραστική μείωση του τελικού κόστους των ενεργειακών προϊόντων που χρησιμοποιούν. Ιδιαίτερα απαιτείται μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου, ώστε να φθάσουμε σε επίπεδα ανάλογα των ευρωπαίων ανταγωνιστών. Μείωση του ΕΦΚ στο φυσικό αέριο που προορίζεται για βιομηχανική χρήση και ηλεκτροπαραγωγή. Η σημερινή τιμή των 5,4 ευρώ ΜW/h είναι διπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ενσωμάτωση των κατευθυντήριων γραμμών της Ε.Ε. για τις κρατικές ενισχύσεις στους τομείς του περιβάλλοντος και της ενέργειας, οι οποίες παρέχουν τη δυνατότητα ελάφρυνσης συγκεκριμένων κλάδων της ενεργοβόρου βιομηχανίας, με τρόπο συμβατό στο ευρωπαϊκό δίκαιο ανταγωνισμού. Όταν αυξάνεται ο ανταγωνισμός και η διαφάνεια, υπάρχουν οφέλη για όλους τους καταναλωτές. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι όπου έχει δημιουργηθεί Χρηματιστήριο Ενέργειας, υπήρξε μείωση του ενεργειακού κόστους, με αποτέλεσμα καλύτερες τιμές για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά».
Αναφορικά με την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, ο κ. Μίχαλος υπογράμμισε ότι χρειάζεται επιτάχυνση των διαδικασιών για την απελευθέρωση της αγοράς, ιδιαίτερα όσον αφορά την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ενώ σχετικά με την ανάπτυξη δικτύων τόνισε πως «η ολοκλήρωση της ενεργειακής ένωσης θα ωφελήσει σημαντικά τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου. Ειδικά για τη βιομηχανία, για την οποία η ενέργεια αποτελεί κινητήριο δύναμη, η επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα θα είναι καταλυτική. Καθώς με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει να αντισταθμιστεί ένα μέρος του κόστους που δημιουργούν οι πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής».
Σχετικά με τις επενδύσεις σε ΑΠΕ, σημείωσε ότι χρειάζεται εξορθολογισμός και απλοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών, όπως και ειδικά χωροταξικά σχέδια, τα οποία θα αποσαφηνίζουν το τοπίο για τις επενδύσεις στην ενέργεια και ειδικότερα στις ΑΠΕ, αλλά και ένα πλαίσιο, το οποίο θα είναι ελκυστικό για τους επενδυτές, αλλά ταυτόχρονα βιώσιμο και σταθερό.
Αυτό σημαίνει, όπως είπε, να μην φορολογούνται οι παραγωγοί για έσοδα τα οποία δεν έχουν εισπράξει. «Το θέμα της σταθερότητας και της αξιοπιστίας του επενδυτικού πλαισίου είναι ίσως το σοβαρότερο που θα πρέπει να λάβει υπόψη της η Πολιτεία στον ενεργειακό τομέα – όπως βεβαίως και σε όλους τους τομείς της οικονομίας», κατέληξε ο κ. Μίχαλος.