Καθώς οι ΗΠΑ πιέζουν για μια ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, το ερώτημα αν τα μέλη της ΕΕ θα πρέπει να επαναφέρουν τις εισαγωγές μεγάλης κλίμακας του φαινομενικά φθηνότερου ρωσικού φυσικού αερίου συζητείται ήδη από ορισμένους ηγέτες, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα. Η επιστροφή στο ρωσικό φυσικό αέριο κινδυνεύει να διασπάσει τη συναίνεση μεταξύ των κρατών.
Σύμφωνα με ανάλυση του Bruegel, η αξιοποίηση του ρωσικού φυσικού αερίου με τη χρήση αδρανών αγωγών μπορεί να φαίνεται ελκυστική, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το αυξανόμενο κόστος ενέργειας και τα χαμηλά επίπεδα αποθήκευσης φυσικού αερίου. Ωστόσο, μια διχασμένη ευρωπαϊκή προσέγγιση για τις εισαγωγές θα ωφελήσει τον Πούτιν, επιτρέποντάς του να αξιοποιήσει τις προμήθειες φυσικού αερίου και να χειραγωγήσει την τιμολόγηση, να διχάσει πολιτικά την ΕΕ και να απειλήσει τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή ασφάλεια του μπλοκ. Θα μπορούσε επίσης να παρεμποδίσει τις προσπάθειες της ΕΕ για ενεργειακή μετάβαση, με το φθηνότερο φυσικό αέριο να υπονομεύει τις επενδύσεις σε καθαρή ενέργεια.
Η τρέχουσα κατάσταση των πραγμάτων
Το 2021, η Ρωσία προμήθευσε την ΕΕ με 157 bcm φυσικού αερίου, δηλαδή περίπου το ήμισυ των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού εισήχθη μέσω 4 αγωγών, (Nord Stream 1, διαμετακόμιση μέσω Ουκρανίας, Yamal και TurkStream), καθώς και φορτίων LNG. Μέχρι το 2024, οι ρωσικές εισαγωγές φυσικού αερίου είχαν μειωθεί στα 54 δισ. κυβικά μέτρα, αντιπροσωπεύοντας το 18% των εισαγωγών φυσικού αερίου της ΕΕ.
Ενώ οι ροές ρωσικού φυσικού αερίου προς την ΕΕ έχουν μειωθεί σημαντικά, η Ρωσία συνεχίζει να προμηθεύει ορισμένες ευρωπαϊκές εταιρείες. Παρά το γεγονός ότι αρκετές χώρες, όπως η Λιθουανία, η Λετονία, η Εσθονία και η Πολωνία, έχουν επιβάλει εθνικές απαγορεύσεις στο ρωσικό φυσικό αέριο, δεν υπάρχουν ισχυροί νομικοί περιορισμοί σε επίπεδο ΕΕ για την είσοδο ρωσικού φυσικού αερίου μέσω αγωγών.
Παρόλα αυτά, αρκετές συμβάσεις μεταξύ της ρωσικής Gazprom και ενεργειακών εταιρειών της ΕΕ έχουν καταγγελθεί. Από την άλλη, αρκετές εταιρείες εξακολουθούν να έχουν μακροχρόνιες συμβάσεις με την Gazprom με ρήτρες «take or pay», που τις αναγκάζουν να αγοράζουν ρωσικό αέριο για να αποφύγουν κυρώσεις.
Το μεγαλύτερο μέρος της ρωσικής υποδομής αγωγών εξακολουθεί να υφίσταται. Αν και η επαναλειτουργία του Yamal είναι απίθανη, δεδομένης της στάσης της Πολωνίας έναντι της ρωσικής ενέργειας, και η χωρητικότητα του TurkStream χρησιμοποιείται πλήρως, παραμένουν δύο επιλογές: η αποκατάσταση της διαμετακόμισης μέσω της Ουκρανίας ή η χρήση του Nord Stream 2.
Η σύμβαση για τη διαμετακόμιση ρωσικού φυσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας έληξε τον Ιανουάριο του 2025. Η ΕΕ συζήτησε την πιθανή ανανέωση της ουκρανικής διαμετακόμισης, με τη Σλοβακία να απειλεί να εμποδίσει τη στήριξη προς την Ουκρανία εάν δεν λυθεί το θέμα της διαμετακόμισης.
Από την άλλη, ο Nord Stream 2 που ολοκληρώθηκε το 2021, δεν έχει πιστοποιηθεί για λειτουργία από τη Γερμανία ή την ΕΕ και υπέστη μερική ζημιά κατά τη διάρκεια έκρηξης το 2022, αφήνοντας έναν άθικτο αγωγό με ετήσια χωρητικότητα 28 δισ. κυβικών μέτρων. Παρά τις συζητήσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας όμως, η επαναλειτουργία του αγωγού αντιμετωπίζει οικονομικά εμπόδια, καθώς ο διαχειριστής του, μέλος της ρωσικής Gazprom, έχει προθεσμία έως τις 9 Μαΐου 2025 για να αναδιαρθρώσει το χρέος, διαφορετικά θα αντιμετωπίσει πτώχευση.
Εκτίμηση των πολιτικών μέτρων
Σύμφωνα με την ανάλυση, η επιβολή εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου θα μείωνε αμέσως την εξάρτηση και θα έθετε τέλος στα έσοδα της Ρωσίας από τις πωλήσεις φυσικού αερίου. Ωστόσο, ένα πλήρες εμπάργκο θα προκαλούσε πιθανότατα προσωρινές αιχμές στις τιμές, ιδίως στην Ουγγαρία και τη Σλοβακία.
Αντ’ αυτού, η ΕΕ θα μπορούσε να εξετάσει μέτρα για τη σταδιακή μείωση του ρωσικού φυσικού αερίου που θα δημιουργούσαν μικρότερη οικονομική επιβάρυνση και θα ήταν πιο βιώσιμα από πολιτική άποψη. Οι δύο κύριες επιλογές είναι οι ποσοστώσεις, δηλαδή τα όρια που περιορίζουν τον όγκο του φυσικού αερίου που μπορεί να εισαχθεί στην ΕΕ, ή οι εισαγωγικοί δασμοί, δηλαδή οι εισφορές που θα επιβάλλει η ΕΕ στο ρωσικό φυσικό αέριο. Οι δασμοί είναι προτιμότεροι από τις ποσοστώσεις, διότι δημιουργούν έσοδα για την ΕΕ αντί να αυξάνουν τα έσοδα της Ρωσίας.
Νομικά, οι δασμοί στην ΕΕ μπορούν να εισαχθούν με ειδική πλειοψηφία, σε αντίθεση με το εμπάργκο, το οποίο απαιτεί ομοφωνία.
Βέβαια, το βασικό ερώτημα για το σχεδιασμό των δασμών είναι ο βαθμός εξάρτησης της Ρωσίας από την ΕΕ ως εξαγωγική αγορά για το φυσικό αέριο της και όχι η εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο. Για να καταστούν οι δασμοί φυσικού αερίου αποτελεσματικοί, η ΕΕ πρέπει να αποτρέψει τις παραβιάσεις που αποκρύπτουν την προέλευση του ρωσικού φυσικού αερίου, όπως η Τουρκία που μετατρέπει το ρωσικό πετρέλαιο σε δικό της, ενώ εμπορεύεται ένα «τουρκικό μείγμα» φυσικού αερίου από διάφορες πηγές.
Εν κατακλείδι
Συμπερασματικά, το Bruegel σημειώνει πως, η πρόσφατη ενεργειακή κρίση κατέδειξε με σαφήνεια γιατί η ΕΕ πρέπει να επιταχύνει τη μετάβασή της από τα ορυκτά καύσιμα. Αυτή η στρατηγική αποσύνδεση είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των κλιματικών στόχων και τον τερματισμό του κινδύνου αξιοποίησης της ενέργειας ως όπλο, καθώς και για την ενίσχυση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας.
Χρειάζεται επειγόντως ένα αποτελεσματικό κοινό εργαλείο για τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου, καθώς διαφορετικά η Ρωσία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και πάλι την προοπτική επιλεκτικών προμηθειών, για να τροφοδοτήσει βαθιά διχόνοια μεταξύ των κρατών μελών.
Θα πρέπει να επιδιωχθεί η επιβολή δασμών στις υπόλοιπες ροές ρωσικού φυσικού αερίου. Αυτό αποτελεί μια βιώσιμη επιλογή, καθώς οι δασμοί θα μπορούσαν να ωθήσουν τους Ρώσους προμηθευτές να μειώσουν τις τιμές για να παραμείνουν ανταγωνιστικοί, δημιουργώντας έσοδα για τη στήριξη των ευάλωτων χωρών της ΕΕ κατά τη μετάβασή τους από το ρωσικό φυσικό αέριο.