Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Βενζίνη, diesel και ηλεκτρογεννήτριες: Η πολιτική διαπάλη στο Λίβανο και ο σημαντικός αντίκτυπος στην Ελλάδα

Με τις εκλογές για το κοινοβούλιο του Λιβάνου να πλησιάζουν, καθώς έχουν οριστεί για τις 15 Μαΐου, η χρονίζουσα διαπάλη για την προμήθεια βενζίνης και diesel και τη διασφάλιση της λειτουργία των ηλεκτρογεννητριών, από τις οποίες εξαρτάται εν πολλοίς η ενεργειακή τροφοροσία του Λιβάνου αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για τις πολιτικές εξελίξεις. 


Η τελική έκβαση του εν λόγω θέματος αφορά άμεσα και την Ελλάδα, καθώς η χώρα μας βρίσκεται διαχρονικά στην πρώτη ή δεύτερη θέση ως προς τις χώρες από τις οποίες γίνονται εισαγωγές στο Λίβανο, με το μεγαλύτερο μέρος αυτών να αφορά βενζίνη και diesel (για παράδειγμα, το 2020 έφτασαν τα 900 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 94% της αξίας των συνολικών εξαγωγών από την Ελλάδα προς το Λίβανο).

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της ελληνικής πρεσβείας στη Βηρυττό εστιάζει στις εν λόγω εξελίξεις σε πρόσφατο ενημερωτικό του σημείωμα, παραθέτοντας σχετικά στοιχεία από έρευνα της έγκυρης L’orient Today.

Η ανάλυση επεκτείνεται στις κοινωνικές, οικονομικές περιβαντικές και πολιτικές παραμέτρους του προβλήματος της έλλειψης ηλεκτρικής ενέργειας που ταλανίζει το Λίβανο και τα ζητήματα σχετικά με τις ιδιωτικές εφεδρικές ηλεκτρογεννήτριες και την τροφοδοσία τους, που αποτελούν μέρος της λύσης, αλλά και του προβλήματος.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το 2021 δαπανήθηκαν περισσότερα χρήματα για εισαγωγές ντίζελ για γεννήτριες (μεγάλο μέρος τους επιδοτήθηκε από την κεντρική τράπεζα) παρά για καύσιμα για τη ζημιογόνο δημόσια επιχείρηση κοινής ωφέλειας Électricité du Liban (EDL). 

Η κρατική παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας έπεσε κατακόρυφα, με συνεχείς διακοπές ρεύματος, ενώ ο πληθυσμός στα όρια της φτώχειας έπρεπε να πληρώσει για την ολοένα και πιο ακριβή κάλυψη των γεννητριών, ειδικά μετά την άρση των επιδοτήσεων καυσίμων στο τέλος του καλοκαιριού 2020. 

Όπως προκύπτει, σύμφωνα με την έκθεση, όσο λιγότερη ηλεκτρική ενέργεια παρέχεται από το λιβανικό κράτος, τόσο ακριβότεροι γίνονται οι λογαριασμοί ρεύματος των καταναλωτών, ενώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 10 δισ δολάρια έχουν δαπανηθεί για εισαγωγές ντίζελ για γεννήτριες από το 2010.

Από τα στοιχεία που παρατίθενται, προκύπτει ότι οι ιδιωτικές ηλεκτρογεννήτριες κατανάλωσαν σχεδόν το 40% του συνολικού κόστους εισαγωγών καυσίμων για ηλεκτρική ενέργεια, ενώ παράγουν περίπου το 33% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, παρότι η φτωχή τους απόδοση δεν μπορεί καν να συγκριθεί με αυτή των μονάδων της EDL, όπως επισημαίνουν ειδικοί του κλάδου στη L’orient Today.

Έτσι, το συνολικό κόστος για τις γεννήτριες υπερβαίνει τα ποσά που δαπανώνται για εισαγωγές καυσίμων, με τις γεννήτριες να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με πιο ακριβό κοστολόγιο από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής της EDL, ενώ είναι συγκριτικά πιο ρυπογόνες από την κρατική εταιρεία ηλεκτρικής ενέργειας.

Μάλιστα, σύμφωνα με ομάδα ερευνητών του Αμερικανικού Πανεπιστημίου της Βηρυτού, εάν η EDL αναλάμβανε όλη την κάλυψη ηλεκτρικής ενέργειας, οι εκπομπές ρύπων θα ήταν κατά πολύ χαμηλότερες από τις σημερινές τιμές, ενώ οι τοξικές εκπομπές θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 300% εν μέσω της κατάρρευσης της παραγωγής της EDL, κάτι που θα επέφερε περίπου 550 νέες περιπτώσεις καρκίνου και επιπλέον 8 εκ. δολάρια στο κόστος υγείας του λαού του Λιβάνου.

Στην ανάλυση που παραθέτει το Γραφείο ΟΕΥ της ελληνικής πρεσβείας στη Βηρυττό, επισημαίνεται ότι η αναποτελεσματική διαχείριση του ηλεκτρικού τομέα του Λιβάνου όχι μόνο οδήγησε σε αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα την περασμένη δεκαετία, αλλά και σε ένα ολοένα και διευρυνόμενο ηλεκτρικό έλλειμμα, κάτι που προκάλεσε μια υπερδεκαετή σταθερή άνοδο στις εισαγωγές ντίζελ για τις εφεδρικές αυτές γεννήτριες. 

Όπως σημειώνεται, δε, με τα χρήματα που δαπάνησε ο Λίβανος για την ενοικίαση υπεράκτιων φορτηγίδων ηλεκτρικής ενέργειας τουρκικής κατασκευής από το 2013, θα μπορούσε να έχει κατασκευάσει 2-3 νέες χερσαίες μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. 

Αναφέρεται επίσης ότι τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής του Λιβάνου τροφοδοτούνται με πετρέλαιο diesel και βαρύ μαζούτ.  Όταν οι συμβάσεις με την αλγερινή Sonatrac, για τις οποίες εγέρθηκαν διάφορες αμφισβητήσεις, πλησίασαν στο τέλος τους το 2020, οι αρχές του Λιβάνου απέτυχαν να αξιολογήσουν προσφορές για νέες συμβάσεις, αναγκάζοντας τη χώρα να βασιστεί σε πιο ακριβές επιλογές για την προμήθεια καυσίμων για EDL.

Στην ανάλυση σημειώνεται ότι οι γεννήτριες καταλαμβάνουν τη μερίδα του λέοντος των εισαγωγών diesel.

Μάλιστα, εκτιμάται ότι οι εισαγωγείς καυσίμων φαίνεται να ασκούν υψηλότατη πολιτική επιρροή σε εθνικό επίπεδο, καθώς θεωρείται ότι μπορούν να βασίζονται σε διάφορους τρόπους και κανάλια για να επηρεάζουν έμμεσα τη λήψη πολιτικών αποφάσεων, ενώ παρατηρείται και μια επικάλυψη μεταξύ των μετόχων αυτών των εταιρειών και του πολιτικού κατεστημένου της χώρας. Ως παράδειγμα του δεσμού της πολιτικής και των εισαγωγέων καυσίμων, αναφέρεται η περίπτωση της εταιρείας COGICO, ενός από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς diesel, η οποία  ανήκει εν μέρει στον ηγέτη του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος W. Joumblatt. 

Το ζήτημα των εισαγωγών diesel έχει και σοβαρές νομικές επιπλοκές. Προχωρώντας σε αναλυτική παράθεση σχετικών στοιχείων, η έκθεση αναφέρει ότι η μηνιαία παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας της EDL κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 2017, με την προσφορά να μειώνεται από έτος σε έτος πρώτα σταδιακά και στη συνέχεια απότομα καθώς ο Λίβανος έγινε διεθνές πρωτοσέλιδο με την πλήρη διακοπή λειτουργίας των κρατικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής στις 9 Οκτωβρίου 2021. Από το 2005 έως το 2020, τα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής του Λιβάνου βασίζονταν κυρίως σε μαζούτ και πετρέλαιο ντίζελ που παρείχαν αδιαφανή συμβόλαια με την Sonatrach της Αλγερίας και την Kuwait Petroleum Corporation. Συγκεκριμένα, μία από αυτές τις αποστολές, τον Μάρτιο του 2020, προκάλεσε ένα νομικό σκάνδαλο που ενέπλεξε κρατικούς αξιωματούχους καθώς και συγκεκριμένο εισαγωγέα. Τον Απρίλιο του 2020, ο γενικός εισαγγελέας του Όρους Λιβάνου,  άσκησε αγωγή αφού ένα δεξαμενόπλοιο που στάλθηκε βάσει σύμβασης του Λιβάνου με τη Sonatrach παρέδωσε καύσιμο εκτός προδιαγραφών για την EDL. Μεταξύ των συλληφθέντων για την υπόθεση, η οποία φέρεται να αφορά και δωροδοκία δημοσίων αξιωματούχων, απάτη και σκιερές συμφωνίες, ήταν ο τοπικός εκπρόσωπος της Sonatrach. Η Sonatrach, η οποία αρνήθηκε ότι έκανε λάθος, ενημέρωσε τον Λίβανο στις 9 Ιουνίου 2020 ότι δεν θα ανανεώσει τη σύμβασή της στο τέλος του έτους και ισχυρίστηκε ότι η χώρα παραβίαζε τις διεθνείς συμφωνίες της. Από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο του 2020, οι παραδόσεις μαζούτ και πετρελαίου ντίζελ της Sonatrach για EDL μειώθηκαν κατακόρυφα, σύμφωνα με στοιχεία της DGO, οδηγώντας σε απότομη πτώση της παραγωγής της EDL.

Επιπροσθέτως, αναφέρεται ότι το 2020 ο Λίβανος εισήγαγε περισσότερο ντίζελ για την τοπική αγορά από ό,τι σε οποιοδήποτε προηγούμενο έτος, περ. 3 εκ τόνους, με τους εισαγωγείς καυσίμων του ιδιωτικού τομέα να κατέχουν το 67% του μεριδίου αγοράς. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του L'Orient Today, με βάση τις γεννήτριες που καλύπτουν το 60% του χρόνου διακοπής λειτουργίας της EDL, 1,8 εκ τόνοι ντίζελ χρησιμοποιήθηκαν από γεννήτριες εκείνο το έτος. Ακόμη και αφότου άρχισε να αξιοποιεί τη νέα προκαταβολή του ταμείου, η EDL προμηθευόταν πολύ λιγότερα καύσιμα από ό,τι τα προηγούμενα χρόνια. Θα χρειαζόταν πολιτική απόφαση που υλοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο 2020 για να αρχίσει εκ νέου ο Λίβανος να λαμβάνει καύσιμα μέσω ενός περίπλοκου (και αδιαφανούς) μηχανισμού ανταλλαγής με το Ιράκ, και αυτές οι αποστολές θα κάλυπταν μόνο ένα κλάσμα των αναγκών της EDL. Έως τις 7 Νοεμβρίου 2021, ο Λίβανος διέθεσε στην EDL 525,6 εκ δολ.  σε προκαταβολές, δήλωσε εκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών, ενώ μέχρι τον Σεπτέμβριο 2021, όταν έληξαν οι επιδοτήσεις στα καύσιμα, δαπανήθηκαν περίπου 700 εκ δολάρια για καύσιμα για γεννήτριες, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Οι εισαγωγές ντίζελ έως τον Οκτώβριο του 2021 ήταν ελαφρώς μειωμένες από τα νούμερα ρεκόρ του προηγούμενου έτους, με μηνιαίο μέσο όρο 223,2 εκ τόνων, έναντι 248,3 εκ την ίδια χρονική περίοδο το 2020.

Σε σχέση με ανεξάρτητες προσπάθειες εφοδιασμού της αγοράς, στην έρευνα αναφέρεται ότι η Οργάνωση Χεζμπολά μπήκε στη μάχη της κρίσης στα καύσιμα στις 19 Αυγούστου 2021, όταν ο ηγέτης της οργάνωσης ανακοίνωσε ότι ένα φορτίο ντίζελ είχε αποπλεύσει από το Ιράν. Το πλοίο της, FAXON, έφτασε σε Συριακό λιμένα στα μέσα Σεπτεμβρίου 2021 φορτωμένο με 33 εκ λίτρα ντίζελ. Ο στόλος φορτηγών της οργάνωσης άρχισε να παραδίδει το ντίζελ από τη Συρία στο βορειοανατολικό Λίβανο στις 16 Σεπτεμβρίου του ίδίου έτους. Η πρώτη φάση του προγράμματος διανομής ντίζελ ολοκληρώθηκε την 1η Νοεμβρίου, με μια δεύτερη για τη θέρμανση σπιτιών στις 29 Νοεμβρίου του ιδίου έτους. Δύο άλλα πλοία, το καθένα φορτωμένα με περίπου 33 εκατομμύρια κιλά ντίζελ, είχαν φτάσει στη Οργάνωση στα ανοιχτά της Συρίας μετά το FAXON, σύμφωνα με την ιστοσελίδα TankerTrackers.com.

Οι ΗΠΑ - οι οποίες επιβάλλουν κυρώσεις στις εξαγωγές καυσίμων του Ιράν αλλά και στη ίδια την Χεζμπολά - ανέλαβαν δράση αμέσως μετά, υποστηρίζοντας ένα σχέδιο για τον εφοδιασμό του Λιβάνου με Αιγυπτιακό φυσικό αέριο και ηλεκτρική ενέργεια από την Ιορδανία μέσω Συρίας με χρηματοδότηση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το υποστηριζόμενο αυτό σχέδιο, εν τω μεταξύ, προχωρά αργά καθώς ο Λίβανος, η Ιορδανία, η Αίγυπτος και η Συρία ολοκληρώνουν τις συμφωνίες, ενώ διαφορετικές φωνές διατηρούν αμφιβολίες με κάποιους να υποστηρίζουν ότι θα πρόκειται για ισραηλινό προϊόν μια και η Αίγυπτος εξάγει αλλά και εισάγει από την εν λόγω χώρα, μέσω του Παναραβικού αγωγού. 

Τέλος, στις 29 Σεπτ 2021, το νέο υπουργικό συμβούλιο ξεκλείδωσε ένα δάνειο 100 εκ δολαρίων από την κεντρική τράπεζα για τη χρηματοδότηση περισσότερων διαγωνισμών καυσίμων για την EDL. Στις 14 Οκτωβρίου, δύο ημέρες μετά την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου το 2020, ο Πρωθυπουργός κ. Μικάτι υποσχέθηκε ότι η χώρα θα είχε 10-12 ώρες ηλεκτρικής ενέργειας την περίοδο μετά την Πρωτοχρονιά. Ο στόχος δεν επετεύχθη.

Στο τέλος του 2021, η δυναμικότητα της EDL κυμαινόταν μεταξύ 370 και 610 μεγαβάτ, δηλ. μεταξύ περίπου 3 έως 6 ωρών την ημέρα. Οι τιμές των γεννητριών εκτοξεύτηκαν στα ύψη λόγω και της ισοτιμίας της Λίρας με το δολάριο ενώ η κατανάλωση ντίζελ δεν έχει μειωθεί όπως αυτή των λοιπών καυσίμων (βενζίνη) μετά την περικοπή των επιδοτήσεων από την Κεντρ. τράπεζα της χώρας.

Συμπερασματικά, η έκθεση καταλήγει επισημαίνοντας ότι η ιστορία του Λιβάνου σε περιόδους κρίσεων δείχνει ότι η πολιτική διαμάχη για την εισαγωγή καυσίμων δεν είναι κάτι ασυνήθιστο, και οι Λιβανέζοι το έχουν ξαναζήσει, ενώ, σε κάθε περίπτωση, προτιμάται η εφαρμογή εμβαλωματικών λύσεων, αντί μιας βιώσιμης όπως π.χ. οι περιοδικές μεταφορές κεφαλαίων στην EDL χωρίς σοβαρές μεταρρυθμίσεις και μια βιώσιμη λύση που στοχεύει στην παροχή της φθηνότερης παροχής ενέργειας με παράλληλη μεγιστοποίηση της εξάρτησης από εγχώριους φυσικούς πόρους (π.χ. ΑΠΕ ή υδροηλεκτρικά). Στόχος αυτών των παρεμβάσεων η διατήρηση του status quo και, κατά συνέπεια, των συμφερόντων των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της χώρας.