Η ανάκαμψη των οικονομιών κατά το τελευταίο έτος έχει οδηγήσει πλέον τη ζήτηση για πετρέλαιο σε επίπεδα προ της πανδημίας, γεγονός που πιθανώς θα διαψεύσει όσους θεώρησαν ότι φτάσαμε ήδη στο Peak oil σε όρους ζήτησης.
Ταυτόχρονα, έχουμε πλέον πίσω μας ήδη πάνω από έξι μήνες διαδοχικών μηνιαίων αυξήσεων της παραγωγής από τον ΟΠΕΚ+, ή πιο σωστά αναστολής των προηγούμενων περικοπών του.
Παρόλα αυτά, η τιμή του μαύρου χρυσού επιμένει να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα που πλέον ξεπέρασαν τα 85 δολάρια και για τα δύο βασικά συμβόλαια (Brent, WTI), πράγμα που φανερώνει αυξητική πίεση στην αγορά.
Ήδη, αρκετοί έμποροι έχουν ποντάρει σε αυξήσεις της τιμής στα 100, στα 120 ή ακόμα και στα 150 δολάρια μέσα στο έτος που διανύουμε. Σύμμαχός τους είναι το γεγονός ότι σε περιόδους έντονης μεταβλητότητας και πιθανών βραχυπρόθεσμων επιπλοκών (γεωπολιτικών, τεχνικών, κτλ), ακόμα και η τιμή μεγάλων εμπορευμάτων μπορεί να συμπεριφερθεί σαν τα... κρυπτονομίσματα, όπως μάθαμε τόσο από τον Απρίλιο του 2020, όταν το πετρέλαιο είχε πρόσκαιρα αρνητική τιμή, αλλά και από το φυσικό αέριο στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες.
Δύο σημαντικοί παράγοντες πρόκειται να επηρεάσουν φέτος την πετρελαϊκή τιμή: Ο ένας είναι η συρρικνωμένη υπερβάλλουσα παραγωγική δυνατότητα του ΟΠΕΚ+, δηλαδή το "μαξιλαράκι" παραγωγής που κρατάει πάντα στην άκρη για όταν χρειαστεί. Πλέον, η δυνατότητα αυτή έχει υποχωρήσει στα 2,5 εκατ. βαρέλια, ενώ αναλυτές έχουν τονίσει ότι περιορίζεται μονάχα σε τρία μέλη του οργανισμού. Η μείωσή της σημαίνει ότι μειώνονται οι πιθανές κινήσεις του καρτέλ σε σχέση με πριν. Την ίδια στιγμή, κατά τους τελευταίους μήνες διαφαίνεται η δυσκολία αρκετών μελών του ΟΠΕΚ+, ανάμεσά τους και η Ρωσία, να ανεβάσουν την παραγωγή τους με βάση τις αποφάσεις που έλαβαν.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι τα μειωμένα αποθέματα στις χώρες-καταναλωτές του ΟΟΣΑ, τα οποία έφτασαν σε χαμηλό επταετίας το Νοέμβριο. Ο ΙΕΑ είχε προειδοποιήσει σχετικά ότι "αν η ζήτηση συνεχίσει να αυξάνεται ισχυρά ή η παραγωγή απογοητεύσει, τότε τα χαμηλά αποθέματα και η περιορισμένη υπερβάλλουσα παραγωγική δυνατότητα σημαίνουν πως η αγορά πετρελαίου μπορεί να έχει ακόμη ένα έτος μεταβλητότητας το 2022".
Το σημαντικό στην περίπτωση του πετρελαίου σε σχέση με το φυσικό αέριο είναι ότι η άνοδος δεν οφείλεται τόσο σε συγκυριακούς παράγοντες ή σε βραχυπρόθεσμες τάσεις. Είναι σε μεγάλο βαθμό απόρροια της δραματικής έλλειψης παραγωγικών επενδύσεων στον κλάδο επί σειρά ετών. Κατ' επέκταση, το θέμα είναι δομικό.
Υπάρχει, όμως, και ένας μηχανισμός που θα μπορούσε να κάνει μια άνοδο της τιμής ακόμα πιο εκρηκτική. Πρόκειται για τα options, που επίσης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο τον Απρίλιο του 2020.
Όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος του Bloomberg, Τζαβιέ Μπλας, όταν η τιμή αυξηθεί κι άλλο, πάνω από τα 90-95 δολάρια, τότε αναλαμβάνει δράση η 'μαγεία' της αγοράς των options:
"Καθώς οι τιμές αυξάνονται προς την αξία των στοιχημάτων [για 100, 120, 150 δολάρια], οι τράπεζες που πούλησαν τα λαχεία αυτά βρίσκονται ξαφνικά στη λάθος μεριά της συναλλαγής. Επί της ουσίας σορτάρουν μέσα σε μια ανοδική αγορά. Έτσι, πρέπει να προστατευτούν και ο μόνος τρόπος είναι ποντάροντας προς τα επάνω.
Καθώς το πράττουν αυτό, ρισκάρουν να δημιουργήσουν ένα φαύλο κύκλο: Οι τιμές ανεβαίνουν, οι τράπεζες αγοράζουν περισσότερα futures που προκαλούν κι άλλη άνοδο, που προκαλεί περισσότερες αγορές. Η κατάσταση αυτή είναι γνωστή ως "γάμμα" στην αγορά των options και η πετρελαϊκή αγορά την έχει βιώσει στο παρελθόν και προς τα επάνω και προς τα κάτω".