Οι τιμές του πετρελαίου έχουν ξεπεράσει τα 80 δολάρια το βαρέλι για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια, ενώ, χθες, Τρίτη, τα ολλανδικά συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης του φυσικού αερίου αυξήθηκαν κατά 12%, επίπεδα πρωτόγνωρα για την αγορά.
Οι υψηλές τιμές ασκούν πίεση στους λογαριασμούς ενέργειας των νοικοκυριών και της βιομηχανίας ενώ οι μεταφορές μετά από τα lockdown που επέβαλε η πανδημία έχουν να αντιμετωπίσουν έναν ακόμη «ύπουλο» εχθρό.
Η πρόσφατη απόφαση των ΗΠΑ να υποδεχθούν επισκέπτες από την Ευρώπη και το Ηνωμένο Βασίλειο από τον Νοέμβριο θα δώσει ώθηση στα υπερατλαντικά ταξίδια τα οποία έχουν καταγράψει πτώση κατά 20% σε σχέση με το 2019. Οι σύμβουλοι της JBC Energy εκτιμούν ότι η αύξηση της ζήτησης καυσίμων αεροσκαφών τους τελευταίους τρεις μήνες του έτους θα κυμανθεί στα 400.000 βαρέλια την ημέρα.
Όμως σε όλους τους κλάδους, τα ακριβά καύσιμα ασκούν πληθωριστικές πιέσεις ακριβώς εν όψει της χειμερινής περιόδου και η αγορά αντιμετωπίζει χρονικά και φυσικά εμπόδια που δεν της επιτρέπουν να απορροφήσει τους κραδασμούς. Τα αποθέματα είναι περιορισμένα, η ζήτηση βαίνει αυξανόμενη, η παραγωγή διακοπτόμενη ή σε παύση λόγω των στρατηγικών αποφάσεων των μεγάλων πετρελαϊκών ενώ οι υποεπενδύσεις του παρελθόντος αφήνουν ακάλυπτο το κοντινό μέλλον.
Οι χώρες παραγωγής πασχίζουν να καλύψουν τις εγχώριες ανάγκες και κλείνουν τις στρόφιγγες στις εξαγωγές. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες θεωρούνται από πολλούς η «Σαουδική Αραβία» του φυσικού αερίου, αδυνατούν να καλύψουν τη ζήτηση στο εξωτερικό όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και σε άλλες αγορές όπως είναι η Ασία. Και φυσικά το έλλειμμα οδηγεί σε αύξηση τιμών. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης φυσικού αερίου στη Νέα Υόρκη έχουν υπερδιπλασιαστεί μέχρι τώρα και η περίοδος αιχμής της ζήτησης δεν έχει καν ξεκινήσει. Η τιμή αναφοράς των ΗΠΑ αυξήθηκε σε υψηλό επτά ετών αυτήν την εβδομάδα και θα μπορούσε να υπερδιπλασιαστεί τους επόμενους μήνες, σύμφωνα με την ερευνητική εταιρεία BTU Analytics.
Οι υψηλές τιμές δεν επηρεάζουν μόνο τους λογαριασμούς θέρμανσης των νοικοκυριών. Η σημερινή κατάσταση στην Ευρώπη αποτελεί μια πρόγευση για το τι θα ακολουθήσει, με την καταστροφική έλλειψη προσφοράς που οδήγησε σε τιμές ρεκόρ, εκτεταμένες ζημιές σε εταιρείες, πτωχεύσεις παρόχων και σύγχυση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και λουκέτα σε πολλές βιομηχανίες που δεν άντεξαν το κόστος παραγωγής. Και φυσικά, το παρατεταμένο ράλι των τιμών της ενέργειας επιτείνει τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό.
Οι υποεπενδύσεις αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα. Οι πετρελαϊκές στρέφονται σε πιο καθαρές επενδύσεις και σε πράσινες στρατηγικές με βάση τα κριτήρια ESG. Στην Ευρώπη, ο παράγοντας αυτός δεν ισχύει ως προς την παραγωγή καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη είναι κατεξοχήν χώρες εισαγωγής φυσικού αερίου και πετρελαίου (αλλά επηρεάζονται λόγω του ελλείμματος που καταγράφεται στις χώρες που παράγουν και εξάγουν).
Σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία, το αέριο που αποθηκεύεται σε υπόγεια σπήλαια των ΗΠΑ και υδροφόρους ορίζοντες που έχουν εξαντληθεί είναι μειωμένο κατά 21% σε σχέση με τον μέσο όρο των 10 τελευταίων ετών.
Από την άλλη, η ελιγμοί στους οποίους μπορούν να καταφύγουν η αγορά και οι ρυθμιστικές αρχές αυτή τη στιγμή είναι περιορισμένοι και οι παραγωγοί βρίσκονται με «δεμένα τα χέρια». Όποιος στήσει εξέδρα και αρχίσει να τρυπάει ένα φρεάτιο φυσικού αερίου σήμερα δεν μπορεί ρεαλιστικά να ελπίζει ότι θα αρχίσουν να ρέουν τα καύσιμα νωρίτερα από πέντε ή έξι μήνες (και μπορεί και περισσότερο). Και με τις εγχώριες μονάδες υγροποίησης που προετοιμάζονται για αποστολές στο εξωτερικό ήδη να δουλεύουν στο μέγιστο της ικανότητάς τους ,δεν υπάρχουν περιθώρια για εξαγωγές μεγαλύτερων ποσοτήτων καυσίμων ακόμη και αν υπήρχαν προμήθειες, όπως εκτιμούν διεθνείς αναλυτές.
Η Citigroup προειδοποίησε ότι οι τιμές μπορεί να φτάσουν τα 100 δολάρια κατά τους τελευταίους τρεις μήνες του έτους, καθώς οι παραγωγοί ενέργειας, οι εταιρείες κοινής ωφέλειας και οι κατασκευαστές στο βόρειο ημισφαίριο διεκδικούν προμήθειες. Αυτό είναι υπερδιπλάσιο από την προηγούμενη πρόβλεψη της τράπεζας.
OΠΕΚ: Σημαντική αύξηση της ζήτησης τα επόμενα χρόνια
Το πρόβλημα των υποεπενδύσεων θα γίνει ακόμη πιο αισθητό τα αμέσως επόμενα χρόνια καθώς σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του ΟΠΕΚ+ η ζήτηση για πετρέλαιο θα αυξηθεί απότομα τα επόμενα χρόνια εν μέσω της ανάκαμψης των οικονομιών από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Στην ετήσια έκθεσή του για την αγορά πετρελαίου (World Oil Outlook 2021), ο οργανισμός εκτιμά ότι η χρήση αργού θα αυξηθεί κατά 1,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2023, φτάνοντας στα 101,6 εκατομμύρια βαρέλια, εφόσον θα συνεχιστεί η ισχυρή ανάκαμψη της αγοράς και μετά το 2021 και το 2022, ωθώντας τη ζήτηση υψηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα του 2019.
(insider.gr)