Εξαιρετικά διστακτικό εμφανίζεται το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης στο να εισηγηθεί μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης καυσίμων στον πρωθυπουργό προκειμένου να αντιμετωπιστεί το κύμα ανατιμήσεων.
Το πρόβλημα στην αγορά είναι ήδη υπαρκτό. Το πετρέλαιο θέρμανσης θα βγει με μέση τιμή άνω του 1,07 και θα είναι ακριβότερο κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση με πέρυσι. Αντίστοιχη (ή και μεγαλύτερη) είναι προς το παρόν η ανατίμηση στο φυσικό αέριο (σε επίπεδο λιανικής) ενώ βενζίνη, υγραέριο κίνησης και πετρέλαιο κίνησης κοστίζουν από 13% έως και 20% παραπάνω συγκριτικά με τις αρχές της χρονιάς. Κοιτάζοντας τα στοιχεία των εισπράξεων, το οικονομικό επιτελείο εντόπισε αρκετά μειονεκτήματα στις προτάσεις για παρεμβάσεις στους ειδικούς φόρους.
Το πρώτο μειονέκτημα έχει να κάνει με τον οριζόντιο χαρακτήρα του μέτρου. Μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης, επιδρά μεν άμεσα στην τιμή (καθώς όλη η μείωση μετακυλίεται αυτόματα στην τιμή λιανικής) αλλά από την άλλη αυτή την ελάφρυνση την καρπώνονται όλοι ανεξάρτητα από το ύψος του εισοδήματός τους. Δεδομένου ότι ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος είναι συγκεκριμένος, αν επιλεγεί μικρή μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, το όφελος για τα φτωχά νοικοκυριά δεν θα είναι θα είναι σημαντικό ενώ αν μπει βαθιά το μαχαίρι στον ειδικό φόρο, το δημοσιονομικό κόστος θα εκτοξευτεί. Ακόμη και το 2020 που ήταν μια ειδική χρονιά, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης απέδωσε 457 εκατ. ευρώ, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στην ηλεκτρική ενέργεια 159 εκατ. ευρώ, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο φυσικό αέριο 32 εκατ. ευρώ, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης 1,319 δις. ευρώ και ο ειδικός φόρος κατανάλωσης στις βενζίνες 1,9 δις. ευρώ με τον ειδικό φόρο στο υγραέριο να αποδίδει 94 εκατ. ευρώ. Σύνολο: κοντά στα 4 δις. ευρώ.
Έτσι, ακόμη και μια μείωση της τάξεως του 10% αφαιρεί έσοδα άνω των 400 εκατ. ευρώ (για έναν χρόνο ή 200 εκατ. ευρώ για ένα εξάμηνο) με τους συγκεκριμένους πόρους στην πραγματικότητα να πριμοδοτούν τις εισαγωγές. Στην πραγματικότητα, το κόστος θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο. Διότι επί των ειδικών φόρων κατανάλωσης επιβάλλεται στην Ελλάδα και ΦΠΑ. Κάτι που σημαίνει ότι θα προκαλούνταν απώλεια εσόδων και από αυτό το «μέτωπο». Ακόμη και να επικεντρωνόταν κανείς στον ειδικό φόρο της ηλεκτρικής ενέργειας, θα δαπανούσε περί τα 160 εκατ. ευρώ δημοσιονομικού χώρου γνωρίζοντας ότι μέρος αυτών των χρημάτων θα έφταναν ακόμη και σε ιδιοκτήτες πολυτελών ακινήτων.
Οι αριθμοί λοιπόν δείχνουν ότι η προσπάθεια καταπολέμησης των συνεπειών του κύματος ανατιμήσεων θα επιχειρηθεί να γίνει με την άμεση εισοδηματική ενίσχυση και την επιδοματική πολιτική. Οι πλατφόρμες και του επιδόματος θέρμανσης και του κοινωνικού τιμολογίου είναι έτοιμες και το μόνο που μένει είναι να αυξηθεί ο διαθέσιμος προϋπολογισμός για να φτάσουν οι ενισχύσεις στοχευμένα σε αυτούς που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη.
(moneyreview.gr)