Υπό την οπτική των "σκληροπυρηνικών" της Μόσχας, η εκρηκτική ανάπτυξη της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου, η οποία μετέτρεψε τις ΗΠΑ σε κορυφαίο εξαγωγέα αργού, κατέστησε επίσης την Ουάσινγκτον πιο επιθετικό παράγοντα στις διάφορων τύπων διαπραγματεύσεις.
Ακόμη και στις αρχές Μαρτίου, οι χαμηλές τιμές αποτελούσαν ευπρόσδεκτο μέσο για την εξώθηση των Αμερικανών παραγωγών αργού στα όρια επιβίωσής τους. Η ισχυρή θέση των κρατικών ταμείων της Ρωσίας και τα χαμηλότερα κόστη των πετρελαϊκών της εταιρειών σήμαιναν αντίθετα ότι εκείνη μπορούσε να αντέξει τον "πόνο" των μειωμένων τιμών.
Αυτά όμως ίσχυαν τότε.
Το διπλό πλήγμα
Πλέον, η εξάπλωση της πανδημίας του κορονοϊού έχει αναγκάσει τη χώρα να "παγώσει" κι εκείνη την οικονομική δραστηριότητα μέχρι τα τέλη Απριλίου, ενώ αντιμετωπίζει παράλληλα και ένα πρωτοφανές πλήγμα στη ζήτηση του πετρελαίου.
Πρόκειται για διπλό απροσδόκητο πλήγμα ακριβώς τη στιγμή που ο πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, του οποίου η δημοτικότητα φθίνει σταθερά στο εσωτερικό της χώρας, προετοιμάζεται να παρατείνει τη δυνατότητα παραμονής του στην ηγεσία του κράτους.
Μια συμφωνία περικοπής της παραγωγής με τις υπόλοιπες πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, ακόμη και τέτοια που απλώς να μετριάζει την πτώση των εσόδων, είναι πλέον επιθυμητή από τη Μόσχα προκειμένου να ανακόψει την "κατρακύλα" τόσο της ρωσικής οικονομίας, όσο και της δημοτικότητας του προέδρου Πούτιν. Το εάν ο συγκεκριμένος στόχος του Κρεμλίνου θα επιτευχθεί είναι άλλο θέμα.
Η Ρωσία είναι φυσικά λιγότερο ευάλωτη σε σχέση με το παρελθόν, εν μέρει χάρη στα ταμειακά αποθέματα τα οποία ενθαρρύνθηκε να συγκεντρώσει, μεταξύ άλλων και λόγω των κυρώσεων από πλευράς ΗΠΑ.
Όπως η Σαουδική Αραβία, με την οποία η Μόσχα εισήλθε στη συγκεκριμένη καταστροφική αντιπαράθεση για το ζήτημα του ύψους της πετρελαϊκής παραγωγής, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει τις υψηλές τιμές πετρελαίου για να μειώσει το εξωτερικό της χρέος.
Η δημοσιονομική σύνεση έχει δημιουργήσει πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, ενώ τα αποθέματα σε ξένο συνάλλαγμα έχουν αυξηθεί. Το εταιρικό χρέος σε ξένο νόμισμα έχει μειωθεί. Η χώρα είναι πια ακόμη πιο αυτάρκης όσον αφορά στα τρόφιμα.
Το "κάστρο" Ρωσία έχει αυξήσει τα συναλλαγματικά του αποθέματα για να προστατευτεί έναντι των διεθνών κυρώσεων
Τα προβλήματα βιωσιμότητας
Ωστόσο, οι τιμές του πετρελαίου έχουν μειωθεί στο μισό από τις αρχές του έτους. Το Brent διαπραγματεύεται στα 34 δολάρια το βαρέλι, με το αμερικανικό αργό τύπου WTI και το ρωσικό Urals να κινούνται κάτω από τα 30 δολάρια.
Αυτά είναι πολύ κακά νέα για τη Μόσχα, και όχι μόνον επειδή ο προϋπολογισμός της Ρωσίας εξισορροπείται με τιμή αναφοράς λίγο πάνω από τα 40 δολάρια ή επειδή ο Πούτιν ξεκίνησε το έτος με υποσχέσεις σημαντικών κοινωνικών δαπανών.
Ο προϋπολογισμός μπορεί να αναμορφωθεί στη βάση ενός πετρελαίου στα 20 δολάρια το βαρέλι - και πράγματι, αυτό ακριβώς συμβαίνει. Η Ρωσία εξάλλου έχει ακόμη τη δυνατότητα να δανειστεί.
Στις τρέχουσες τιμές, ωστόσο, τα περιθώρια κέρδους αρχίζουν να μοιάζουν αδύναμα ακόμη και για τους Ρώσους παραγωγούς, για τους οποίους κοστίζει λιγότερο από 20 δολάρια - συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιακών δαπανών - να αντλήσουν και να μεταφέρουν ένα βαρέλι, μολονότι οι τελευταίοι επωφελούνται επίσης από την πτώση του ρουβλίου και το ευέλικτο φορολογικό πλαίσιο.
Δεν πρόκειται μόνο για τον κρατικό προϋπολογισμό: οι επενδύσεις στον κλάδο της ενέργειας θα περιοριστούν, επηρεάζοντας την απασχόληση και την κατανάλωση. Σε συνδυασμό με την εντολή οι πολίτες της Ρωσίας να παραμείνουν κλεισμένοι στα σπίτια τους, οι προοπτικές για την ευρύτερη οικονομία μοιάζουν ζοφερές.
Η εθνική καραντίνα θα μπορούσε να κοστίσει 1,5% - 2% του ΑΕΠ, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας. Το χειρότερο σενάριο της κυβέρνησης, τον περασμένο μήνα, προέβλεπε συρρίκνωση του ΑΕΠ σε ετήσια βάση κατά 10%. Πρόκειται για δραματική πτώση για μια χώρα το εισόδημα των πολιτών της οποίας είναι ήδη αποδυναμωμένο.
Ο αστάθμητος παράγοντας
Η λογική της "συντριβής" των παραγωγών σχιστολιθικού αργού δεν έχει εξαφανιστεί μεταξύ των ιθυνόντων στη Μόσχα, ενώ το ίδιο ισχύει και για την επιρροή του Ιγκόρ Σέτσιν, του σκληροτράχηλου "ισχυρού άνδρα" της Rosneft, κρατικού πετρελαϊκού κολοσσού.
Τα "κυβικά" του τελευταίου αυξήθηκαν αναμφισβήτητα μετά την αλλαγή κυβέρνησης στη Ρωσία τον Ιανουάριο. Με την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου να είναι πιθανό να παραμείνει αρκετά κάτω από τα 100 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα για αρκετό καιρό, η Ρωσία θέλει μεγαλύτερο μερίδιο σε ό,τι έχει απομείνει.
Ωστόσο, σε αυτά τα επίπεδα τιμών, τα φιλόδοξα σχέδια της χώρας, όπως το σύμπλεγμα Bazhenov, δηλαδή η εκμετάλλευση της μεγαλύτερης πηγής σχιστολιθικού πετρελαίου παγκοσμίως, μοιάζουν ανέφικτα.
Ο πραγματικά αστάθμητος παράγοντας εδώ ήταν ο κορονοϊός. Όχι μόνο ως προς το άμεσο οικονομικό χτύπημα, αλλά και ως προς την άνευρη αρχική αντίδραση του Πούτιν και την έλλειψη δημοσιονομικής ώθησης, που σημαίνει ότι ο Ρώσος πρόεδρος δεν διείδε την επίδραση του φαινομένου έστω μέσω των δημοσκοπήσεων, που βοήθησαν τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και άλλους πολιτικούς ηγέτες να βρουν προσανατολισμό μέσα στην κρίση.
Ο Nigel Gould-Davies, από το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών, υποδεικνύει ότι ο κίνδυνος είναι μια επανάληψη για τον Πούτιν της πανωλεθρίας του Κουρσκ πριν από δύο δεκαετίες, όταν αυτό που έγινε αντιληπτό ως απουσία ηγεσίας εκ μέρους του κατά τη διάρκεια της τραγωδίας του υποβρυχίου πυροδότησε εκτεταμένη κριτική.
Δεν πρόκειται εδώ για απειλή προς το σχέδιο αναθεώρησης του συντάγματος που έχει ως στόχο την παραμονή του στο ύπατο αξίωμα του κράτους, αλλά για το στοίχημα της οριστικής μετατροπής του σε "πατέρα του έθνους", που μπορεί να γίνει πιο δύσκολο να επιτευχθεί, ειδικά εάν το υποχρηματοδοτούμενο σύστημα υγείας της Ρωσίας "λυγίσει".
Μια συμφωνία περιορισμού της παραγωγής πετρελαίου, ακόμη και σήμερα, δεν πρόκειται να λύσει πρόβλημα της χαμηλής τιμής του αργού, δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή βιώνουμε τη μεγαλύτερη κρίση υπερπροσφοράς στην ιστορία. Είναι επίσης αρκετά δύσκολο για τη Ρωσία να περικόψει πολύ την παραγωγή της, ακόμη κι αν το θέλει.
Ο Saad Rahim, επικεφαλής οικονομολόγος στην Trafigura, εκτιμά ότι η Μόσχα θα επιδιώξει μια μείωση κατά μόλις 500.000 έως το πολύ 1 εκατομμυρίου βαρελιών την ημέρα, καθώς ο μεγάλος αριθμός παλαιότερων και με οριακά περιθώρια κέρδους πετρελαϊκών πεδίων της σημαίνει ότι οποιαδήποτε μεγαλύτερη περικοπή θα σήμαινε πρακτικά μακροπρόθεσμου χαρακτήρα ζημιά για την πετρελαϊκή της βιομηχανία.
Και δεν υπάρχει βέβαια τρόπος να αποζημιωθούν οι απώλειες τις οποίες θα υποστεί το κρατικό επενδυτικό fund της χώρας. Για ορισμένους αναλυτές, δεν μοιάζει λογικό η Ρωσία να ενδώσει αυτή τη στιγμή, όταν στο εσωτερικό της πολλοί άνθρωποι δεν έχουν βιώσει ακόμη καμία συνέπεια από τη μείωση των πετρελαϊκών εσόδων.
Ο αναγκαίος συμβιβασμός
Όσο περισσότερο όμως "τραβήξει" αυτή η κατάσταση, τόσο μικρότερη οικονομική δυνατότητα θα έχει η Ρωσία και οι τράπεζές της να παρέχουν στήριξη στις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Το χειρότερο, η χώρα έχει επίσης περιορισμένες δυνατότητες αποθήκευσης πετρελαίου.
Η Μόσχα είναι μια πραγματιστική δύναμη. Ο Τραμπ, ωστόσο, θα χρειαστεί να κάνει κάποιο θόρυβο που να μοιάζει με παραχώρηση κάποιου τύπου περικοπών από πλευράς των Αμερικανών παραγωγών, προκειμένου ο Πούτιν να διασώσει το γόητρό του.
Δεν είναι εύκολη εξίσωση, ωστόσο δεδομένων των shut-in που ήδη προκαλούνται από την πτώση των τιμών, δεν είναι και αδύνατον τα πράγματα να εξελιχθούν έτσι, με μια μικρή βοήθεια από τις ρυθμιστικές αρχές ενέργειας των ΗΠΑ.
Πιθανόν να χρειαστεί να συμμετάσχουν στις περικοπές και άλλα πετρελαιοπαραγωγοί χώρες εκτός OPEC. Η απειλή επιβολής δασμών, ένα αγαπημένο "όπλο" του Τραμπ, θα ήταν περισσότερο επιζήμιο παρά αποτελεσματικό σε αυτή τη φάση, τουλάχιστον για τη Ρωσία, η οποία πωλεί και στέλνει το μεγαλύτερο μέρος του πετρελαίου που εξάγει σε προορισμούς εκτός ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο οικονομικός "πόνος" θα είναι για όλους αναπόφευκτος.
(της Clara Ferreira Marques, Bloomberg Opinion, capital.gr)