Φαινόταν πως ο πόλεμος τιμών ανάμεσα στη Σαουδική Αραβία και στη Ρωσία δεν θα απέβαινε προς όφελος κανενός εκ των δύο, αφού σε συνδυασμό με την αναστολή της οικονομικής δραστηριότητας ανά τον κόσμο οδήγησε τον «μαύρο χρυσό» στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 18 ετών.
Την ώρα που ο ασιατικός οικονομικός γίγαντας βγαίνει από την αδράνεια που επέβαλε η πανδημία και η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει, οι κινεζικές επιχειρήσεις σπεύδουν μαζικά να προμηθευθούν φθηνό πετρέλαιο από τις χειμαζόμενες αμερικανικές εταιρείες. Αγοράζουν μεγάλο όγκο «μαύρου χρυσού» αλλά και υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ, σε μια στιγμή που η παγκόσμια αγορά ουσιαστικά έχει πλημμυρίσει από ένα πλεόνασμα προσφοράς τόσο από τον ΟΠΕΚ όσο και από τη Ρωσία.
Το όφελος είναι, όμως, διπλό για την Κίνα, καθώς πέρα από τις χαμηλές τιμές, το Πεκίνο εμφανίζεται να συμμορφώνεται με τις προβλέψεις της προκαταρκτικής εμπορικής συμφωνία με την Ουάσιγκτον, που προβλέπει αύξηση των εισαγωγών ενέργειας από τις ΗΠΑ.
«Μόνο οι Κινέζοι αγοράζουν και όλος ο άλλος κόσμος πουλάει», σχολίασε στο Reuters διαπραγματευτής συμβολαίων, που τόνισε πως το αποτέλεσμα είναι να προσφέρουν οι αμερικανικές ενεργειακές πολύ μεγάλες εκπτώσεις στην πελατεία τους από την Κίνα. Και βέβαια το φθηνό πετρέλαιο θα βοηθήσει την Κίνα να μειώσει το κόστος των εισαγωγών της ενώ την ίδια στιγμή οι αμερικανικές εταιρείες έχουν όλο και λιγότερα έσοδα.
Σύμφωνα με πηγές που μίλησαν στο Reuters, τα συμβόλαια παράδοσης αμερικανικού αργού Σεπτεμβρίου πουλήθηκαν στις κινεζικές επιχειρήσεις με έκπτωση από 7 έως 9 δολάρια στην τιμή του βαρελιού. Οι ίδιες πηγές ανέφεραν πως οι εταιρείες που πούλησαν με αυτήν την έκπτωση ήταν ενδεχομένως οι ΒΡ και Equinor, ενώ δεν έχουν υπάρξει έως τώρα πληροφορίες για το ποιες ήταν οι κινεζικές επιχειρήσεις που αγόρασαν. Στο μεταξύ, η αυξημένη ζήτηση για μεταφορά αμερικανικού αργού στην Κίνα έχει οδηγήσει σε αύξηση του ναύλου, με το κόστος της μεταφοράς να φτάνει έτσι στα 8 με 10 δολάρια το βαρέλι.
Παρέμβαση Τραμπ
Την ίδια ώρα, πάντως, σοβεί ο πόλεμος τιμών ανάμεσα στο Ριάντ και στη Μόσχα και η προσπάθεια μεσολάβησης του Αμερικανού προέδρου έχει ώς τώρα αποδειχθεί ατελέσφορη. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει από την Τρίτη το βράδυ εκφράσει την πρόθεση να μεσολαβήσει ανάμεσα στους δύο πρώην συμμάχους και νυν αντιπάλους και τόνισε μάλιστα πως δεν θέλει να δει τον ενεργειακό κλάδο «να συνθλίβεται». Επικοινώνησε, έτσι, τόσο με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και με τον Σαουδάραβα πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, σε μια προσπάθεια να επιτύχει μια ανακωχή ανάμεσα στις δύο πετρελαιοπαραγωγούς χώρες με τις μεγαλύτερες εξαγωγές «μαύρου χρυσού» στον κόσμο.
Οπως, όμως, αναφέρει το Bloomberg, η Σαουδική Αραβία δεν φαίνεται να υποκύπτει στις πιέσεις της Ουάσιγκτον. Αρχισε τον μήνα αυξάνοντας την παραγωγή της περαιτέρω κατά 12 εκατ. βαρέλια την ημέρα, καταγράφοντας, έτσι, τη μεγαλύτερη αύξηση στην ιστορία της. Το Ριάντ εμμένει έως τώρα στη θέση του ότι θα αλλάξει στάση και θα σταματήσει να πλημμυρίζει την αγορά με πετρέλαιο μόνο αν συμφωνήσουν να μειώσουν την παραγωγή τους όλες οι σημαντικές πετρελαιοπαραγωγοί χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ.
Η Ρωσία τηρεί μια πιο συναινετική στάση δηλώνοντας πρόθυμη να μην αυξήσει περαιτέρω την παραγωγή της. Δεν έχει, όμως, έως τώρα παρουσιάσει συγκεκριμένες προτάσεις ως κλάδο ελαίας στην ανταγωνίστριά της και ντε φάκτο ηγέτιδα δύναμη του ΟΠΕΚ. Εξάλλου, καμία από τις δύο χώρες δεν δείχνει διάθεση να προσεγγίσει την άλλη. Ετσι οι τιμές του αργού δυτικού Τέξας παραμένουν καθηλωμένες σε επίπεδα γύρω στα 20,60 δολάρια το βαρέλι, ενώ η τιμή του Brent υποχώρησε χθες στα 25,52 δολάρια το βαρέλι.
Σύμφωνα δε με την Goldman Sachs, ακόμη κι αν καταλήξουν κάποια στιγμή σε νέα συμφωνία για μείωση της παραγωγής, θα είναι πολύ αργά για να εξισορροπήσει την τεράστια μείωση της κατανάλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη στον κόσμο ανεξάρτητη εταιρεία διαπραγμάτευσης πετρελαίου Vitol SA, η ζήτηση θα μειωθεί τον Απρίλιο κατά 30 εκατ. βαρέλια την ημέρα. Και στο μεταξύ, τα στρατηγικά αποθέματα πετρελαίου των ΗΠΑ έχουν αυτή την εβδομάδα σημειώσει τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία αύξηση που έχει καταγραφεί από το 2017.
(Καθημερινή)