Η παγκόσμια αγορά αποθήκευσης ενέργειας θα αυξηθεί στα 942 γιγαβάτ μέχρι το 2040, προσελκύοντας 620 δισεκατομμύρια δολάρια σε επενδύσεις, προβλέπει το Ίδρυμα Νέας Ενέργειας Bloomberg.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η συνολική ικανότητα παραγωγής αιολικής και ηλιακής ενέργειας αναμένεται να ξεπεράσει εκείνη του φυσικού αερίου λίγο μετά το 2040, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αυτές οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες σταματούν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια κατά διαστήματα, όπως μετά τη δύση του ηλίου ή όταν η ένταση των ανέμων είναι χαμηλή, θα απαιτήσουν επαρκή δυνατότητα αποθήκευσης ώστε να γίνουν οικονομικά βιώσιμες.
Φυσικά, τα ηλεκτρικά οχήματα που κινούνται με μπαταρίες θα αποτελέσουν τον κυριότερο παράγοντα ανάπτυξης του τομέα, καθώς ο παγκόσμιος στόλος ηλεκτρικών οχημάτων αυξάνεται με συντελεστή ετήσιας ανάπτυξης 52% τα τελευταία πέντε χρόνια. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να κυμανθεί περίπου στο 25% έως το 2025. Σήμερα υπάρχουν τρία εκατομμύρια ηλεκτροκίνητα οχήματα στους δρόμους και περίπου 1,2 εκατομμύρια από αυτά πωλήθηκαν το 2017, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% όλων των πωλήσεων αυτοκινήτων πέρυσι.
Η πτώση του κόστους των μπαταριών ιόντων λιθίου αποτελεί τη βασική αιτία των αυξανόμενων απαιτήσεων για την αποθήκευση των μπαταριών. Τα ιόντα λιθίου είναι η κορυφαία τεχνολογία αποθήκευσης μπαταριών μέχρι σήμερα, αν και αρχίζουν να αναπτύσσονται εναλλακτικές λύσεις. Η τιμή των μπαταριών ιόντων λιθίου μειώθηκε κατά 80% μεταξύ 2010 και 2017, ενώ το κόστος προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 52% μεταξύ 2018 και 2030. Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Αυστραλία, Νότια Κορέα και Ηνωμένο Βασίλειο ηγούνται των αγορών αποθήκευσης ενέργειας, αντιπροσωπεύοντας τα δύο τρίτα της εγκατεστημένης δυναμικότητας ως το 2040.
Το κύριο εμπόδιο για την τεχνολογία είναι το κόστος, καθώς εξακολουθεί να είναι απαγορευτικά υψηλό και η τεχνολογία δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί για έργα μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, καθώς οι μπαταρίες συνεχίζουν τη διείσδυσή τους στον ενεργειακό τομέα, οι αγορές και οι κανονισμοί αναμένεται να προσαρμοστούν. Η κλιμάκωση θα συνεχίσει να μειώνει τις τιμές και οι χαμηλότερες τιμές θα προσελκύσουν περαιτέρω επενδύσεις, προβλέπουν οι αναλυτές του Bloomberg.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η συνολική ικανότητα παραγωγής αιολικής και ηλιακής ενέργειας αναμένεται να ξεπεράσει εκείνη του φυσικού αερίου λίγο μετά το 2040, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αυτές οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι οποίες σταματούν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια κατά διαστήματα, όπως μετά τη δύση του ηλίου ή όταν η ένταση των ανέμων είναι χαμηλή, θα απαιτήσουν επαρκή δυνατότητα αποθήκευσης ώστε να γίνουν οικονομικά βιώσιμες.
Φυσικά, τα ηλεκτρικά οχήματα που κινούνται με μπαταρίες θα αποτελέσουν τον κυριότερο παράγοντα ανάπτυξης του τομέα, καθώς ο παγκόσμιος στόλος ηλεκτρικών οχημάτων αυξάνεται με συντελεστή ετήσιας ανάπτυξης 52% τα τελευταία πέντε χρόνια. Το ποσοστό αυτό αναμένεται να κυμανθεί περίπου στο 25% έως το 2025. Σήμερα υπάρχουν τρία εκατομμύρια ηλεκτροκίνητα οχήματα στους δρόμους και περίπου 1,2 εκατομμύρια από αυτά πωλήθηκαν το 2017, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 1,5% όλων των πωλήσεων αυτοκινήτων πέρυσι.
Η πτώση του κόστους των μπαταριών ιόντων λιθίου αποτελεί τη βασική αιτία των αυξανόμενων απαιτήσεων για την αποθήκευση των μπαταριών. Τα ιόντα λιθίου είναι η κορυφαία τεχνολογία αποθήκευσης μπαταριών μέχρι σήμερα, αν και αρχίζουν να αναπτύσσονται εναλλακτικές λύσεις. Η τιμή των μπαταριών ιόντων λιθίου μειώθηκε κατά 80% μεταξύ 2010 και 2017, ενώ το κόστος προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 52% μεταξύ 2018 και 2030. Κίνα, ΗΠΑ, Ινδία, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Αυστραλία, Νότια Κορέα και Ηνωμένο Βασίλειο ηγούνται των αγορών αποθήκευσης ενέργειας, αντιπροσωπεύοντας τα δύο τρίτα της εγκατεστημένης δυναμικότητας ως το 2040.
Το κύριο εμπόδιο για την τεχνολογία είναι το κόστος, καθώς εξακολουθεί να είναι απαγορευτικά υψηλό και η τεχνολογία δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί για έργα μεγάλης κλίμακας. Ωστόσο, καθώς οι μπαταρίες συνεχίζουν τη διείσδυσή τους στον ενεργειακό τομέα, οι αγορές και οι κανονισμοί αναμένεται να προσαρμοστούν. Η κλιμάκωση θα συνεχίσει να μειώνει τις τιμές και οι χαμηλότερες τιμές θα προσελκύσουν περαιτέρω επενδύσεις, προβλέπουν οι αναλυτές του Bloomberg.