Στα υψηλότερα επίπεδα από τότε που ξεκινήσαν οι μετρήσεις στην Ελλάδα για τις πειραγμένες αντλίες και τις ελλειμματικές παραδόσεις κινούνται τα ποσοστά παραβατικότητας στην αγορά των καυσίμων. Μέσα σε μια δεκαετία η κλοπή στην αντλία διπλασιάστηκε.
Το ποσοστό στις πειραγμένες αντλίες έχει ξεπεράσει κατά πολύ το 30% έναντι 27% πέρυσι και 15% το 2016, και αυξάνεται εκθετικά, σύμφωνα με την εικόνα που μετέφεραν πηγές της ίδιας της αγοράς στο περιθώριο της χθεσινής εκδήλωσης της ΕΛΙΝ για τα 70 της χρόνια.
Και το καλύτερο απ’ όλα είναι ότι ουδείς σε κυβερνητικό επίπεδο δείχνει πραγματικά να απασχολείται από τη διόγκωση της νοθείας και του λαθρεμπορίου. Σαν η κλοπή να έχει γίνει μια κανονικότητα την οποία οι αρμόδιοι φορείς αποδέχονται ως ένα αναγκαίο κακό, με τους καταναλωτές, οι αναρτήσεις των οποίων στο διαδίκτυο για πειραγμένες αντλίες αυξάνονται εκθετικά, να εύχονται απλώς να μην τους τύχει.
Το δείχνει το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, παρά τις διαχρονικές κραυγαλέες αποτυχίες της πολιτείας απέναντι στο λαθρεμπόριο, αντί οι αρμοδιότητες να συγκεντρωθούν σε ένα φορέα, αυτές παραμένουν διάσπαρτες σε πέντε διαφορετικά υπουργεία, ενισχύοντας την έλλειψη συντονισμού, με υπηρεσίες απολύτως υποστελεχωμένες, ενώ τα εργαλεία των κυκλωμάτων γίνονται όλο και εξυπνότερα.
Η μεγάλη κλοπή κάτω από τη «μύτη» του κράτους
Το δείχνει επίσης η εκτίμηση της αγοράς ότι τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας του ΕΜΠ (αφορούσε το 2023) που είχε υπολογίσει ότι οι καταναλωτές χάνουν ετησίως από τη κλοπή στην αντλία 120 εκατ. ευρώ, είναι πλέον συντηρητικά και θα πρέπει να αναθεωρηθούν προς τα πάνω.
Καθώς επίσης ότι ενώ οι πάντες γνωρίζουν πώς αυξάνονται οι πειραγμένες αντλίες ειδικά στα πρατήρια με χαμηλότερη τιμή που προτιμούν οι καταναλωτές, εντούτοις το τμήμα Μετρολογίας της Γενικής Γραμματείας Βιομηχανίας (υπ. Ανάπτυξης), που συνεχίζει να είναι αρμόδιο για τους σχετικούς ελέγχους, αριθμεί ακόμη και σήμερα μόλις δύο άτομα.
Την ίδια στιγμή ο τελευταίος και κατά γενική ομολογία σε θετική κατεύθυνση, νόμος (Δεκέμβριος 2023) για τη «δέουσα επιμέλεια», είναι ενός άλλου υπουργείου, του υπουργείου Οικονομικών.
Σε μια μάχη που δείχνει χαμένη με το «καλημέρα» από τις στρεβλώσεις της ελληνικής διοίκησης, ακόμη και ένας καλός νόμος, όπως ο τελευταίος, μένει στα χαρτιά εξαιτίας του κατακερματισμένου και αποδυναμωμένου κρατικού μηχανισμού. Σύμφωνα με αυτόν, οι εταιρείες καυσίμων και τα διυλιστήρια οφείλουν πλέον να ενημερώνουν την ΑΑΔΕ όταν το πρατήριο με το οποίο συνεργάζονται, δεν παρέχει στοιχεία φορολογικού μητρώου, δεν έχει άδεια λειτουργίας, πιστοποιητικά και λοιπά προβλεπόμενα στοιχεία, δεν επιτρέπει τη λήψη δείγματος καυσίμων που διακινεί για έλεγχο ή δεν έχει εγκαταστήσει σύστημα εισροών - εκροών.
Ενα μέτρο θετικό που από μόνο του δεν φτάνει, χώρια το γεγονός ότι ο κρατικός ελεγκτικός μηχανισμός περιορίζεται να απευθύνει ερώτημα στις εταιρείες για το τι έχουν κάνει με τη δέουσα επιμέλεια των πρατηρίων τους, μόνο μια φορά τον χρόνο.
Παραβατικά πρατήρια ανοικτά μέχρι τη δικάσιμο
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι αρχές δεν εντοπίζουν πρατήρια για νοθεία (διαλύτες, χημικά). Αλλά αρκετές φορές τα Πρωτοδικεία, εγκρίνουν την αίτηση αναστολής και τα αφήνουν ανοικτά μέχρι τη δικάσιμο που μπορεί να οριστεί σε ένα με δύο χρόνια, που σημαίνει ότι συνεχίζουν ατιμώρητοι να λειτουργούν κανονικά.
Η ειρωνία είναι ότι οι πειραγμένες αντλίες αυξάνονται σε μια συγκυρία που το υπουργείο Οικονομικών έχει βάλει σε εφαρμογή το νέο πλαίσιο, που ψηφίστηκε στο τέλος του 2023. Αυστηρότερες ποινές για κρούσματα λαθραίων και νοθευμένων καυσίμων (λουκέτα και απαγόρευση δραστηριότητας έως δύο χρόνια για τα πρατήρια, χρηματικά πρόστιμα έως 30.000 ευρώ στις εταιρείες εμπορίας και δημοσιοποίηση της ταυτότητας των παραβατών κτλ), αλλά και βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος εισροών - εκροών.
Το σύστημα που προβλήθηκε ως το κατεξοχήν μέτρο για την πάταξη του λαθρεμπορίου και κόστισε συνολικά σε πρατηριούχους και Δημόσιο (χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Δαπανών) πάνω από 200 εκατ. ευρώ, και ακόμη και σήμερα τα αποτελέσματα του αμφισβητούνται.
Η παραβατικότητα επίσης μεγεθύνεται σε μια συγκυρία που οι ελεγκτές έχουν βάλει στο στόχαστρο τα ειδικά «πειρατικά» λογισμικά που παρακάμπτουν το σύστημα εισροών - εκροών μαζί με τις εταιρείες εγκαταστάτες τους. Κι όμως παρά τα όπλα που διαθέτει ο κρατικός μηχανισμός, η κλοπή και οι ελλειμματικές παραδόσεις αυξάνονται και οι πραγματικά κερδισμένοι στο χώρο των καυσίμων είναι οι παραβατικοί, προφανώς γιατί υπάρχει το ανάλογο έδαφος.
Συμπερασματικά, η εικόνα στο χώρο των καυσίμων που μεταφέρουν πηγές της αγοράς είναι ένα συνεχιζόμενο πάρτι λαθρεμπορίας κάτω από την «μύτη» του ίδιου του κράτους. Η ίδια δυστοπική κατάσταση, με υψηλή παραβατικότητα, που κατήγγειλαν και πριν πέντε, δέκα και δεκαπέντε χρόνια.
Εικόνα που κάνει τον καθένα να αναρωτιέται ποια είναι η τόσο μεγάλη δυσκολία να χτυπηθεί η παραβατικότητα, όταν η ίδια η αγορά συνεχίζει να μιλά για πετρέλαιο θέρμανσης και ναυτιλίας (αδασμολόγητο) που πωλούνται ως κίνησης, καύσιμα που ενώ δηλώνονται ως εξαγωγές, καταλήγουν σε πρατήρια εντός της χώρας, σλέπια που αντί να ανεφοδιάζουν πλοία με ναυτιλιακό καύσιμο, το μεταφέρουν στα πρατήρια για να πουληθεί ως καύσιμο κίνησης, εργαστήρια με διαλύτες για τη νοθεία που δουλεύουν κάτω από τη «μύτη» του κρατικού μηχανισμού.