Ισχυρά αναμένεται να μπει το 2025 στο μέτωπο της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας, με τον Προϋπολογισμό να προβλέπει έσοδα που προσεγγίζουν τα 2 δισ. ευρώ.
Το ποσό φαντάζει μικρότερο από το φετινό που περιελάμβανε την παραχώρηση της Αττικής Οδού, ωστόσο φαίνεται πως to 2025 θα έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού θα «τρέξουν» εξίσου σημαντικά projects.
Στο μέτωπο των αποκρατικοποιήσεων απομένει η ΔΕΠΑ Εμπορίου, η συμμετοχή του δημοσίου στο Helleniq Energy και κάποια περιφερειακά λιμάνια και μαρίνες, αλλά και η επαναμεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο δημόσιο.
Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων αναμένεται να προέλθει από την παραχώρηση της Εγνατίας Οδού, που αναμένεται να ολοκληρωθεί μέσα στο α’ εξάμηνο του 2025 και θα βάλει στα κρατικά ταμεία περί τα 1,3 δισ. ευρώ, όπως θα προβλέπει το τελικό κείμενο της Εισηγητικής Έκθεσης του προϋπολογισμού για το 2025, που θα κατατεθεί στη Βουλή μέσα στο Νοέμβριο.
Ο ρόλος του Υπερταμείου
Με νόμο που ψηφίστηκε πριν από λίγο καιρό, το Υπερταμείο ενισχύεται οργανωτικά μέσω της απορρόφησης σε αυτό του ΤΑΙΠΕΔ και του ΤΧΣ.
Η αποστολή τους έχει σε πολύ μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί και όλα θα μπουν κάτω από την «ομπρέλα» της Ελληνικής Εταιρείας Συμμετοχής και Περιουσίας (το λεγόμενο Υπερταμείο), το οποίο όμως θα εξελιχθεί στο Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο.
Για τη δημιουργία του νέου Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου, το Υπερταμείο θα διαθέσει 300 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή το ήμισυ του ποσού που θα εισπράξει από την επαναμεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο Δημόσιο.
Πρόκειται για ένα επενδυτικό εργαλείο, αντίστοιχο με εκείνα που λειτουργούν στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο θα παρέχει κίνητρα για αναπτυξιακές πρωτοβουλίες ιδιαίτερα σε τομείς που δεν καλύπτονται επαρκώς αλλά έχουν προστιθέμενη αξία για την οικονομία.
Η επαναμεταβίβαση των μετοχών της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ στο δημόσιο
Το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έχει κληθεί να εφαρμόσει στο σύνολό της παλαιότερη απόφαση του ΣτΕ, σύμφωνα με την οποία το δημόσιο δεν επιτρεπόταν να ιδιωτικοποιήσει τις εταιρείες ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ και, επιπλέον, θα έπρεπε να επαναφέρει το 51% της κάθε μιας από το Εθνικό Επενδυτικό Ταμείο στη διαχείριση του δημοσίου.
Αυτή η διαδικασία θα περάσει μέσα από το ελληνικό χρηματιστήριο, με το κράτος να παραμένει βασικός μέτοχος των δυο εταιρειών.
Στην ΕΥΔΑΠ το ελληνικό δημόσιο κατέχει το 11,3% των μετοχών, που με βάση την κεφαλαιοποίηση της εταιρείας αντιστοιχεί σε περίπου 70 εκατ. ευρώ, ενώ διαθέτει και το 24,02% της ΕΥΑΘ, με την αξία των μετοχών να προσεγγίζουν τα 30 εκατ. ευρώ.
Πληροφορίες αναφέρουν πως η διάθεση των μετοχών δεν θα πραγματοποιηθεί σε πρώτη φάση στο σύνολό τους, αλλά «σπαστά».
Εξαίρεση ίσως αποτελέσει η περίπτωση της ΕΥΔΑΠ, ωστόσο τόσο για την ΕΥΑΘ όσο και για την Helleniq Energy, εκτιμάται πως θα γίνει μέρος διάθεση μέρους της συμμετοχής και η διαδικασία θα ολοκληρωθεί εν ευθέτω χρόνω.
Η Helleniq Energy
Άλλωστε, στην Helleniq Energy η συμμετοχή του ΤΑΙΠΕΔ ανέρχεται στο 30% και με βάση την τρέχουσα κεφαλαιοποίηση η αξία των μετοχών αγγίζει τα 630 εκατ. ευρώ.
Κάτι αντίστοιχο, άλλωστε είχε γίνει και πριν λίγους μήνες, όταν η Helleniq Energy είχε διαθέσει, σε συνεννόηση με τον δεύτερο βασικό μέτοχο, την Paneuropean 11% της εταιρείας.
Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε στο τέλος του 2023 μέσω 10 πακέτων στο χρηματιστηριακό ταμπλό, στην τιμή των 7 ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι το ΤΑΙΠΕΔ και η Paneuropean Oil and Industrial Holdings (POIH) συμφώνησαν να πωλήσουν 33.619.870 μετοχές της HELLENiQ Energy Holdings, που αντιστοιχούν στο 11% του κεφαλαίου της στην τιμή των 7 ευρώ.
Πάντως, εξελίξεις θα υπάρξουν στο μέτωπο της ΔΕΠΑ Εμπορίας, στην οποία συμμετέχει η Helleniq Energy με ένα ποσοστό 35%. Αν και στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού δεν θα υπάρξει πρόβλεψη για αυτό το project, θεωρείται πως θα απασχολήσει ιδιαίτερα το ΤΑΙΠΕΔ τους επόμενους μήνες.
Το ελληνικό δημόσιο θα αποκτήσει το 35% των μετοχών της ΔΕΠΑ Εμπορίας, φτάνοντας έτσι στον έλεγχο του 100% του μετοχικού κεφαλαίου. Αυτή η «απεμπλοκή» της Helleniq Energy από τη ΔΕΠΑ θα πραγματοποιηθεί μέσω της αποπληρωμής με μερίσματα.
Με δεδομένο πως πέρυσι το ποσό άγγιξε τα 80 εκατ. ευρώ και το συνολικό τίμημα τα 200 εκατ., εκτιμάται πως η διαδικασία ολοκλήρωσης της απόκτησης του 35% θα χρειαστεί άλλα 2 με 3 χρόνια, κάτι που εξηγεί και τον λόγο για τον οποίο η συγκεκριμένη διαδικασία δεν θα αναφερθεί στον προϋπολογισμό του 2025.