Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

Πώς μετασχηματίζονται οι ενεργειακοί κολοσσοί - Νικητές και ηττημένοι του Covid-19 - Οι τάσεις που θα επηρεάσουν τον κλάδο

Οι ενεργειακές εταιρείες υλοποιούν τεκτονικούς μετασχηματισμούς, ώστε να προσαρμοστούν στα δεδομένα της πράσινης μετάβασης αλλά και τις ανατροπές που επιφέρει ο Covid-19. Αξίζει να εστιάσουμε σε κάποια παραδείγματα εταιρικής αναδιάρθρωσης και αλλαγής προσανατολισμού, τα οποία σηματοδοτούν ουσιώδεις μεταβολές, με ισχυρή οικονομική και κοινωνική διάσταση.


Μέσα από την ανάλυσή τους, αναδεικνύονται νικητές και ηττημένοι της πανδημίας, ενώ εξάγονται οι τάσεις που θα επηρεάσουν καταλυτικά τον ενεργειακό χώρο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εξής σημεία:

(α) Πώς αντιδρούν οι πετρελαϊκοί κολοσσοί στα δεδομένα της πανδημίας;

(β) Τι σημαίνουν οι τρέχουσες συγκυρίες για την αξιοποίηση κοιτασμάτων φυσικού αερίου;

(γ) Πώς η ψηφιακή μετάβαση διασφάλισε ανθεκτικότητα και ευελιξία στην κρίση;

(δ) Πώς άλλαξαν τη δομή του χαρτοφυλακίου τους οι Γερμανικοί κολοσσοί, RWE και EoN, ανατρέποντας την ανταγωνιστική τους σχέση;

(ε) Ποιες τάσεις αναδύονται στον χώρο των ΑΠΕ;

1. Πετρελαϊκές - Στροφή σε ΑΠΕ, Υδρογόνο, Πλαστικά 

Απώλειες. Οι 5 πετρελαϊκοί κολοσσοί (Exon, BP, Chevron, Shell, Total) σημείωσαν σοβαρές απομειώσεις της αξίας των περιουσιακών τους στοιχείων, που υπερέβησαν τα 50 δις $, το 2ο τρίμηνο του 2020. Αντιδρώντας στις νέες συνθήκες, οι εταιρείες αναθεωρούν τα επενδυτικά τους σχέδια, προβαίνουν σε εσωτερική αναδιάρθρωση, αναστέλλουν εξορύξεις, ειδικά σε νέα πεδία, και επικεντρώνονται σε «πράσινες» επενδύσεις.  Στις παρουσιάσεις των τριμηνιαίων αποτελεσμάτων τους, στα τέλη Ιουλίου, κυριαρχεί το τρίπτυχο «Stop, Defer, Reduce».

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Shell, που εμφάνισε 16.8 δις € write-offs, περιορίζει τα ετήσια λειτουργικά της έξοδα κατά 3-4 δις €, με αφετηρία τον Μάρτιο 2020. Παράλληλα, μειώνει τις επενδυτικές της δαπάνες κατά 5 δις € στο τρέχον έτος, διενεργώντας γεωτρήσεις μόλις σε 22 από τα 77 πεδία που είχε εντάξει στον σχεδιασμό της. Στην ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της, η Shell τόνισε τον προσανατολισμό της στην ενέργεια, κάνοντας ειδική αναφορά στο πλέον πρόσφατο έργο που διασφάλισε, ένα υπεράκτιο αιολικό πάρκο στην Ολλανδία, χωρίς μάλιστα επιδότηση. Αντίστοιχα, η BP, που υπέστη πλήγμα 17 δις $, ανακοίνωσε ότι θα δεκαπλασιάσει τις επενδύσεις της σε ΑΠΕ, διοχετεύοντας 5 δις $ σε ετήσια βάση, ενώ παράλληλα, θα περιορίσει την παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου κατά 40%. Πρόσφατα, ανακοινώθηκε η σύναψη συμφωνίας με την Νορβηγική Equinor, για την αγορά μεριδίου 50% σε υπεράκτια αιολικά στις ΗΠΑ έναντι 1.1 δις $, αλλά και η κατάργηση 10 χιλιάδων θέσεων εργασίας, παγκοσμίως, δηλαδή του 15% του προσωπικού της.

Οι 4 εκ των 5 πετρελαϊκών κολοσσών επέλεξαν να αποτυπώσουν τώρα τις δραματικές απομειώσεις της αξίας τους, καθώς δεν αναμένουν επαναφορά της ζήτησης στο επόμενο διάστημα. Αν και η Exxon δεν προέβη ακόμη σε σημαντικές υποτιμήσεις παγίων, αυτό θεωρείται δεδομένο, καθώς περιόρισε κατά 20% ή 4.4. δις βαρέλια τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου.  Επιπρόσθετα, 23 εταιρείες στις ΗΠΑ, με upstream δραστηριότητα, σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο, δήλωσαν πτώχευση, με σωρευτικά χρέη άνω των 30 δις $. To δυσμενές κλίμα ισχυροποιήθηκε στο 2ο τρίμηνο του 2020, όπου καταγράφηκαν οι 18 από τις 23 πτωχεύσεις.  

Επισημαίνεται ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου υποχώρησε έως και 30%, στο αποκορύφωμα του lockdown τον Απρίλιο, και παραμένει εύθραυστη καθώς το 2ο κύμα βρίσκεται σε εξέλιξη, με τις εκτιμήσεις αρκετών αναλυτών να έχουν αναθεωρηθεί στο 20%. Είναι ενδεικτικό ότι στις εναέριες μεταφορές, η ζήτηση καυσίμων υποχώρησε κατά 70% τον Ιούλιο του 2020 συγκριτικά με τον ίδιο μήνα του 2019. 

Πλαστικά. Ο πετρελαϊκός κλάδoς, που είχε αντιμετωπίσει συμπίεση κερδών τα προηγούμενα έτη, εν μέρει από την εφαρμογή πράσινων πολιτικών, είχε ήδη στραφεί στον τομέα των πλαστικών, αξιοποιώντας παράπλευρα προϊόντα του ως πρώτη ύλη. Ενδεικτικά, η Shell επένδυσε 6 δις $ για την κατασκευή εργοστασίου διάσπασης αιθυλενίου και την παραγωγή ετησίως 1.6 εκατ. τόνων πολυαιθυλενίου, ενός υλικού με ευρύτατη χρήση, από πλαστικές συσκευασίες έως εξαρτήματα αυτοκινήτων. Αντίστοιχα, η Chevron υπέγραψε συμφωνία με την Qatar Petroleum για επένδυση 8 δις $ στην Ακτή του Κόλπου, με ετήσια παραγωγή 2 εκατ. τόνους αιθυλενίου. Η Exxon Mobil ανέπτυξε συνεργασία με την Σαουδική Αραβία για παραγωγή 1.8 εκατ. τόνων στο Χιούστον. Η τάση αυτή αναμένεται να ισχυροποιηθεί. Ο ΔΟΕ εκτιμά ότι έως το 2050 η ζήτηση πετρελαίου για την παραγωγή πλαστικών θα υπερβεί την κατανάλωση από αυτοκίνητα. Άλλωστε, όσο οι γεωπολιτικές εξελίξεις, όπως οι αντιδράσεις Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας, βυθίζουν την τιμή του πετρελαίου, τόσο οι πετρελαϊκοί κολοσσοί θα αναζητούν εναλλακτικές οδούς για να αντισταθμίσουν οικονομικές απώλειες. 

Υδρογόνο: Οι πετρελαϊκές εταιρείες κυριαρχούν σταδιακά και στα μεγάλα projects πράσινου υδρογόνου, εμφανίζοντας σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως κέντρα απορρόφησης της ζήτησης (διυλιστήρια, πετροχημεία, βιομηχανικά clusters, ιδιοκατανάλωση) και εφοδιαστικές αλυσίδες. Στην Αυστραλία η έμφαση είναι στις εξαγωγές υδρογόνου προς Ασία, κυρίως Ιαπωνία και Κίνα. Η Ευρώπη εστιάζει στον τομέα των πετροχημικών, ενώ οι ΗΠΑ στις μεταφορές. Μεταξύ των μεγάλων έργων που αναπτύσσονται, διακρίνεται της BP στην Αυστραλία, της Shell στην Ολλανδία, της Equinor στην Αγγλία, και της ACWA στη Σαουδική Αραβία (4 GW). Οι προκλήσεις παραμένουν ισχυρές. Το επιχειρηματικό μοντέλο προϋποθέτει πολύ χαμηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και υψηλό βαθμό αξιοποίησης των υποδομών ηλεκτρόλυσης, ενώ τα σημεία ζήτησης, όπου θα διοχετευτεί το υδρογόνο, και ο τρόπος μεταφοράς αντιμετωπίζουν βασικά κενά στο θεσμικό πλαίσιο. Ωστόσο, τα τεχνικά και οικονομικά δεδομένα εξελίσσονται με αλματώδεις ρυθμούς.

2. «Meltdown» στο Φυσικό Αέριο

Τον Ιούνιο 2020, ο ΔΟΕ (Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας) εκτίμησε ότι η επίδραση του Covid-19 θα έχει μακροπρόθεσμη διάρκεια στον τομέα του φυσικού αερίου,  προβλέποντας ετήσια υποχώρηση ζήτησης κατά 75 bcm έως το 2025, ισόποση δηλαδή με την άνοδο που είχε σημειωθεί το 2019. Είναι χαρακτηριστικοί οι τίτλοι που επέλεξε για τη μεσοπρόθεσμη δυναμική του τομέα:  «cool down» για το έτος 2019, «meltdown» για το 2020 και «rebound» για την περίοδο 2021-25. Οι εκτιμήσεις του ΔΟΕ για υποχώρηση της παγκόσμιας ζήτησης αερίου κατά 4%, δηλώνουν διπλάσια επίπτωση από την οικονομική κρίση του 2008, και εγείρουν σοβαρές ανησυχίες.

Η βύθιση τιμών είναι τόσο ισχυρή, που πλέον τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια καθιστούν επιτρεπτές τις αρνητικές spot τιμές (όπως το ΕΕΧ από 1.10.2020). Στην Ιαπωνία η τιμή εισαγωγής αερίου σχεδόν υποδιπλασιάστηκε στο 1ο εξάμηνο του 2020, ενώ στην Αγγλία σε κάποιες περιόδους καταγράφηκε η χαμηλότερη τιμή παγκοσμίως, με τον δείκτη NBP να υποχωρεί κάτω από τον Αμερικανικό δείκτη αναφοράς (Henry Hub). Σε έρευνα της McKinsey που εκπονήθηκε τον Απρίλιο 2020, εκτιμήθηκε ότι το 60% του χαρτοφυλακίου των εταιρειών θα εστιάζει πλέον σε βραχυπρόθεσμα συμβόλαια και spot φορτία, ενώ για μακροπρόθεσμα συμβόλαια βασικό κριτήριο είναι η ευελιξία παραδόσεων και όγκων (ιδίως κατάργηση ρητρών take-or-pay και μη δεσμευτικά σημεία παραλαβής). 

Μια κρίσιμη παράμετρος για τον τομέα είναι το σημαντικό πλεόνασμα (oversupply) που έχει πλέον διαμορφωθεί, καθώς γιγάντιες επενδύσεις υλοποιήθηκαν ή δρομολογήθηκαν τα τελευταία χρόνια, με έμφαση στο υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG). Αντανακλώντας την επανάσταση του shale gas (σχιστολιθικού αερίου) και την απανθρακοποίηση στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής, η παγκόσμια δυναμικότητα υποδομών υγροποίησης εκτινάχθηκε το 2020 στους 410 εκατ. τόνους, ενώ  η νέα δυναμικότητα, υπό κατασκευή, άγγιζε τους 125 εκατ. τόνους, σύμφωνα με στοιχεία της Nexant. Επιπρόσθετα, στις αρχές του 2020, έργα συνολικής δυναμικότητας 200 εκατ. τόνων βρισκόταν κοντά στο στάδιο της τελικής επενδυτικής απόφασης.

Όλη αυτή η δυναμική έχει πλέον ανατραπεί. Στις ΗΠΑ, η αξιοποίηση κομβικών τερματικών σταθμών υγροποίησης κυμάνθηκε από 6% έως 33%, τον Ιούλιο 2020. Η  Κίνα, που αποτελούσε κρίσιμη παράμετρο στη βιωσιμότητα των επενδύσεων, ως βασικός προορισμός LNG, εμφανίζει πλέον ρυθμό ανάπτυξης 1.2%, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, έναντι εκτιμήσεων 6% προ πανδημίας. Η Ευρώπη δεν μπορεί να απορροφήσει το πλεόνασμα αερίου, λειτουργώντας ως «LNG sink» όπως άλλοτε, καθώς εμφανίζει συμπιεσμένη ζήτηση και πληρότητα στους χώρους αποθήκευσης. Στην Αμερική η ευελιξία των συμβάσεων μετουσιώθηκε σε δεκάδες ακυρώσεις φορτίων κατά τη θερινή περίοδο (άνω των 100 στο δίμηνο Ιούλιος-Αύγουστος).

Δεν απουσιάζουν ωστόσο, και οι αισιόδοξες εκτιμήσεις, όπως της Tellurian, στις αρχές Σεπτεμβρίου, που θεωρεί ότι o περιορισμός των εξορύξεων φυσικού αερίου σε μόλις 72 πεδία στις ΗΠΑ, έναντι 162 τον Αύγουστο του 2019,  θα προκαλέσει ανοδική πίεση στις τιμές του αερίου διεθνώς. Ωστόσο, η εταιρεία ανέστειλε ήδη κατά 1 έτος την επενδυτική της απόφαση για το πεδίο Driftwood, καθώς ο επικείμενος επενδυτής, η Petronet, που συνιστά τον μεγαλύτερο εισαγωγέα της Ινδίας, ακύρωσε προκαταρτική συμφωνία για επένδυση $2.5 δις. H Tellurian προσφέρει τιμές (free-on-board) $3.5/MMBtu και επιδιώκει πλήρη αποδέσμευση από τον δείκτη Henry Hub, ένα σχήμα τιμολόγησης που θεωρούνταν ενδιαφέρον, καθώς η χρέωση υγροποίησης στις ΗΠΑ κυμαίνεται γύρω στα $3/MMBtu, ενώ προστίθεται και η έκθεση στην spot αγορά. Για τους όρους αυτούς, η εταιρεία απαιτεί από τους επενδυτές $500 εκατ. συνεισφορά για κάθε εκατ. τόνους εγγυημένης ποσότητας ετησίως. Ο CEO της Petronet δήλωσε ότι με spot τιμές $2/MMBtu δεν χρειάζεται να συνάψει μακροχρόνια συμβόλαια, αλλά οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν.

Η ετήσια έκθεση του Διεθνούς Συνδέσμου φυσικού αερίου εκτιμά αύξηση της ζήτησης όταν η πανδημία τεθεί σε έλεγχο, ένα χρονικό σημείο που παραμένει ωστόσο, απροσδιόριστο. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αντιληπτή η παγκόσμιας κλίμακας αναστολή εξορύξεων, που επηρέασε και την εξέλιξη των projects σε Κύπρο και Ελλάδα. Είναι επίσης σαφές, ότι το κοίτασμα στη Μαύρη Θάλασσα, που ανακοινώθηκε με έμφαση από την Τουρκία και θα απαιτήσει επένδυση $ 6 δις, αντιμετωπίζει αντίξοες συνθήκες βιωσιμότητας. Γενικότερα, η βιωσιμότητα των υποδομών φυσικού αερίου συναρτάται πλέον άρρηκτα με την τεχνική τους δυνατότητα να φιλοξενήσουν υδρογόνο και την οικονομικότητα της αλυσίδας του υδρογόνου (παραγωγής και μεταφοράς).

3. Ανταγωνιστές ενώνονται και «διασπώνται» - Το παράδειγμα RWEκαι Eon

Ήδη από το 2012, οι εταιρείες παραγωγής ενέργειας της Γερμανίας άρχισαν να αντιμετωπίζουν δύο σημαντικές προκλήσεις. Το αυξανόμενο μερίδιο των ΑΠΕ περιόρισε τον βαθμό λειτουργίας των συμβατικών μονάδων τους και παράλληλα, προκάλεσε συμπίεση των τιμών χονδρεμπορικής, περιορίζοντας αισθητά τα έσοδά τους. Επιπλέον, οι 4 μεγαλύτερες εταιρείες εκλήθησαν να συνεισφέρουν 24 δις € για την αποθήκευση πυρηνικών αποβλήτων, ένα ποσό σημαντικά υψηλότερο, κατά 6.2 δις €, από προηγούμενες εκτιμήσεις.

Οι δύο μεγάλοι ανταγωνιστές, RWE and Εοn, υλοποίησαν έναν σύνθετο και ρηξικέλευθο μετασχηματισμό. Αρχικά κινήθηκαν μονομερώς, μεταβιβάζοντας δραστηριότητες τους σε νέες εταιρείες. Στη συνέχεια αντάλλαξαν πάγια και μετοχές, επαναπροσδιόρισαν τον προσανατολισμό τους, διασφάλισαν συνέργειες (μερίδιο εκατέρωθεν αλλά και παρουσία της Eon στο ΔΣ της RWE), αποφεύγοντας επικαλύψεις τομέων. Η αναδιάρθρωση τους σηματοδοτεί το τέλος της εποχής της καθετοποίησης στη Γερμανία, αποτελώντας εφαλτήριο και για άλλες χώρες.   

Αρχικά, η Eon, εφαρμόζοντας ένα μοντέλο τύπου «bad bank», ίδρυσε την spin-off εταιρεία Uniper, στην οποία μεταβίβασε τους σταθμούς άνθρακα και φυσικού αερίου, και την εμπορία ενέργειας (trading), ενώ διατήρησε τις πιο πράσινες δραστηριότητες: ΑΠΕ, δίκτυα διανομής και υπηρεσίες πελατών. H Eon μετοχοποίησε το μερίδιο της στην Uniper και το 2018 πούλησε το υπόλοιπο ποσοστό στην Φινλανδική Fortum. Μετά τη συμφωνία της με την RWE, επικεντρώνεται πλέον σε δίκτυα ηλεκτρισμού, υπηρεσίες καταναλωτών, ΑΠΕ και πυρηνική παραγωγή. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Uniper, που διαθέτει 9 GW μονάδων φυσικού αερίου, θα συγκροτήσει έως τις αρχές του 2021 σχέδιο απανθρακοποίησης των μονάδων της, σε συνεργασία με την Siemens και την General Electric. Βασικός πυλώνας θα είναι η μετάβαση σε καύσιμο υδρογόνο, το οποίο θα παράγει από τα αιολικά της πάρκα.

Η RWE ακολούθησε την αντίστροφη πορεία.  Μεταβίβασε ΑΠΕ και δίκτυα στην εταιρεία Innogy, που απέκτησε έτσι, τη μεγαλύτερη αξία στον ενεργειακό τομέα της Γερμανίας.  Μέσω του IPO, η RWE άντλησε ρευστότητα 2.6 δις € και μερίδιο 76% σε μια εταιρεία που θα μπορούσε να πουλήσει, αν χρειαζόταν κεφάλαια για επενδύσεις ή δαπάνες πυρηνικών αποβλήτων.  17 μήνες αργότερα, οι Eon και RWE ανακοίνωσαν μια ανατρεπτική συμφωνία για τον ενεργειακό χάρτη της Ευρώπης. Με την ολοκλήρωσή της, την 1η Ιουλίου 2020, οι  μονάδες άνθρακα της RWE συνιστούν πλέον το 30% του χαρτοφυλακίου παραγωγής, με στόχο να συρρικνωθούν στο 10% έως το 2030. Η RWE μετασχηματίστηκε στην 3η μεγαλύτερη εταιρεία ΑΠΕ στην Ευρώπη και στην 2η παγκοσμίως σε υπεράκτια αιολικά.

Ο μηχανισμός που ακολουθήθηκε είναι τεχνικά σύνθετος. Η ΕοΝ εξαγόρασε αρχικά την Innogy και ακολούθησε μια σειρά από ανταλλαγές παγίων και μετοχών, μέχρι η RWE να εξαγοράσει την νέα Innogy. Μέσω της διαδικασίας, μια συναλλαγή αξίας 43 δις €, κατέληξε να απαιτεί ελάχιστη ρευστότητα. Η RWE κατέβαλε μόλις 1.5 δις € στην Eon, ενώ για την Eon το απαιτούμενο κεφάλαιο ήταν 5 δις €, προς τους μετόχους μειοψηφίας της Innogy. Είναι αξιοσημείωτο ότι η μετοχή της RWE αυξήθηκε αρχικά κατά 50%, λόγω της έμφασης σε ΑΠΕ, και της Eon κατά 5%. Η RWE έχει πλέον επενδυτικό πρόγραμμα 5 δις €, εκ των οποίων το 1 δις θα διοχετευτεί στην Γερμανία, με έμφαση στην επαύξηση του χαρτοφυλακίου των 13 GW ΑΠΕ που διαθέτει. 

Τα οικονομικά αποτελέσματα του 1ου εξαμήνου του 2020 αποτυπώνουν σαφώς την επιτυχία του εγχειρήματος. Η Eon είδε τις πωλήσεις σχεδόν να διπλασιάζονται (λόγω της εξαγοράς της Innogy), αγγίζοντας τα 30.5 δις, το EBIT να αυξάνεται, κατά 31%, στα 1.5 δις € και το adjusted ΕΒΙΤ, κατά 26%, στα 2.2 δις €. Αντίστοιχα, η RWE εμφάνισε άνοδο 33% στο adjusted EBIT, που ανήλθε στα 1.1 δις €, και πλέον επεκτείνεται πιο επιθετικά στον τομέα των ΑΠΕ, εξαγοράζοντας την Nordex με χαρτοφυλάκιο 2.7 GW. Η Εοn αύξησε τους πελάτες της κατά 60% και ενίσχυσε τα θεμελιώδη μεγέθη της, ενώ από τις συνέργειες σε δίκτυα διαφορετικών περιοχών, την ανάπτυξη νέων υπηρεσιών, και την κατάργηση 5000 θέσεων εργασίας που απορρέουν από τον μετασχηματισμό της, αναμένει ετήσιο όφελος της τάξης των 800 εκατ. €. Η RWE θα αποσύρει 2.500 MW μονάδων άνθρακα στην επόμενη διετία, και αυτό συνεπάγεται απώλεια 3000 θέσεων εργασίας έως το 2022 και 6000 θέσεων έως το 2030. Τον Μάρτιο του 2019, η ΕΕ εκκίνησε έρευνα για την επίπτωση της συναλλαγής στον ανταγωνισμό, και τον Σεπτέμβριο του 2019, ενέκρινε τη συναλλαγή θέτοντας όρους συμμόρφωσης, οι οποίοι και εκπληρώθηκαν.

4. Ψηφιοποίηση - Το παράδειγμα της Enel

Η αξία της Ιταλικής Εnel αποτιμάται σήμερα σε 86 δις € και θεωρείται μια από τις πιο ανθεκτικές εταιρείες στις προκλήσεις του Covid-19. Η ψηφιακή της μετάβαση ξεκίνησε το 2015, όταν ο νέος CEO, Francesco Starace, ζήτησε να εκπονηθεί μια έρευνα, που απηύθυνε στο προσωπικό, αποκλειστικά το παρακάτω ερώτημα: «How digital are you and what do you plan to do about it?» Η έρευνα ανέδειξε την αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ ψηφιακών δεξιοτήτων και θέσης στην ιεραρχία της εταιρείας.  Ο Francesco αντιλήφθηκε ότι μια πελατειακή βάση 71 εκατ. καταναλωτών ενέργειας θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πλατφόρμα υπηρεσιών και συναλλαγών ευρέος φάσματος, συγκρίσιμη με την Amazon.

Αντί να αναβαθμίσει μεμονωμένα ψηφιακές δεξιότητες και υποδομές, ο CEO της Enel ξεκίνησε έναν ολικό μετασχηματισμό, καταργώντας όρια μεταξύ αυτοτελών τμημάτων, περιορίζοντας αλληλοεπικαλύψεις, και επαναπροσδιορίζοντας τις αλληλεπιδράσεις τους. Ευέλικτες πλέον ομάδες (cross-functional) μπορούσαν να επιλύσουν προβλήματα έως και 6 φορές γρηγορότερα από πριν.  Ολόκληρη η υποδομή IT μεταφέρθηκε στο Cloud και το τμήμα του IT ενσωματώθηκε στα επιμέρους τμήματα της εταιρείας. Το 2017, η ψηφιοποίηση επεκτάθηκε, από τις μετρήσεις έως την παραγωγή ενέργειας και την εκπαίδευση του προσωπικού. Μέσω του “Digital Plant”, υιοθετήθηκαν δράσεις όπως οι έξυπνες συσκευές για την παρακολούθηση λειτουργίας των εργοστασίων και τον εντοπισμό αστοχιών, χωρίς φυσική παρουσία, επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη (AI) για τη βελτίωση προβλέψεων, εφαρμογή υπηρεσιών εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πελατών.

Παράλληλα, το 2017, όλες οι δραστηριότητες, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μη βασικές, συγκεντρώθηκαν στην Enel X. Ενδεικτικά, αξιοποιώντας το ηλεκτρικό δίκτυο, η εταιρεία ανέπτυξε δίκτυο οπτικών ινών, που αποτέλεσε στη συνέχεια, διακριτή, spin-off, εταιρεία, την Open Fiber, η αξία της οποίας ανήλθε στα 8 δις €. Στον τομέα της ηλεκτροκίνησης, πέρα από τη φόρτιση, η Enel χρησιμοποιεί τις μπαταρίες τους για την παροχή υπηρεσιών εξισορρόπησης στο δίκτυο. Το Έξυπνο Λογισμικό (DER) έχει σχεδιαστεί για την ανάλυση σε πραγματικό χρόνο ενεργειακών στοιχείων και πληροφοριών, τη βελτίωση της απόδοσης και τη διαχείριση ενεργειακών assets.

Η Enel X κατέχει πλέον ηγετική θέση παγκοσμίως στην παροχή προηγμένων ενεργειακών υπηρεσιών. Διαθέτει δυνατότητα διαχείρισης ζήτησης άνω των 6 GW, αποθήκευση 110 MW, και 130 χιλ. σταθμούς φόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων. Καθώς η εταιρεία διαπίστωσε ότι μόλις το 1/3 των οικιακών πελατών της στις ΗΠΑ διαθέτουν φωτοβολταϊκό πάνελ, ενώ το 60% θα ενδιαφερόταν για πλήρως πράσινη φόρτιση, ανακοίνωσε πρόσφατα το προϊόν JuiceEco. Πρόκειται για ένα πιστοποιητικό που παρέχει τη δυνατότητα μετακίνησης με 100% καθαρή ενέργεια, ανεξαρτήτως του σημείου φόρτισης. Η προσιτή τιμολόγηση ($30 για εκτιμώμενη απόσταση 16.000 χλμ) ενισχύει την κοινωνική απήχηση του προϊόντος, όπως και οι ειδικές εκπτώσεις για κοινοχρησία οχημάτων (ridesharing), σε συνεργασία με την Uber. Η Enel X έχει λάβει πιστοποίηση για συμμετοχή σε δεκάδες προγράμματα κοινής ωφέλειας στις ΗΠΑ, όπου οι οδηγοί μπορούν να αποκτήσουν έναν οικιακό φορτιστή με μικρό κόστος ή και δωρεάν, με μια απλή διαδικασία, που βασίζεται στην εισαγωγή του ταχυδρομικού τους κώδικα.

Σε αντιδιαστολή με πολλές εταιρείες που ανακάλυψαν το e-billing στην περίοδο της πανδημίας, η Enel συνέχισε να αναπτύσσεται δυναμικά, όπως υπογραμμίζει το παραπάνω παράδειγμα. Είναι ενδεικτικό ότι από το 2018, είχε μετασχηματιστεί σε μια εταιρεία «πλατφόρμα», μειώνοντας κατά 75% τον αριθμό των πληροφοριακών συστημάτων της σε μόλις 10, με πλήρη λειτουργία στο Cloud. Η διοίκησή της δηλώνει ότι ακολουθεί πλέον το μοντέλο «plug-and-play», ώστε να διαθέτει ευελιξία για τους συνδυασμούς που θα καθορίσει το μέλλον.  

5. ΑΠΕ: Συγκέντρωση, Διεθνές χαρτοφυλάκιο, Διμερή Συμβόλαια 

Στον χώρο των ΑΠΕ δεσπόζουν οι εξής τάσεις: η είσοδος πετρελαϊκών, όπως προαναφέρθηκε, η διασπορά χαρτοφυλακίου στον παγκόσμιο χάρτη, οι εξαγορές εταιρειών, και η άνοδος των διμερών συμβολαίων (PPAs), κυρίως με εμπορικούς καταναλωτές, όπως οι εταιρείες δεδομένων και ηλεκτρονικών συναλλαγών (π.χ. Google, Facebook, Amazon).

Ένα πρόσφατο παράδειγμα της ενίσχυσης συγκέντρωσης (consolidation) στην αλυσίδα των ΑΠΕ, είναι η εξαγορά της Vivint Solar στις ΗΠΑ από τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της, την Sunrun, που κατείχε το υψηλότερο μερίδιο στην εγκατάσταση φωτοβολταϊκών σε κατοικίες. Η εξαγορά αυτή, που προσθέτει στο χαρτοφυλάκιο της Sunrun 3 GW και 500 χιλ. πελάτες, την εκτινάσσει στην 3η θέση σε φωτοβολταϊκά όλων των κατηγοριών πελατών. Πρόκειται για εξαγορά ύψους 3.2 δις $, που θυμίζει την εξαγορά της Nest από την Google το 2014 για 3.2 δις $ και της SolarCity από την Tesla το 2016 για 2.6 δις $.

Σύμφωνα με στοιχεία της Bloomberg NEF, η δυναμική των PPAs έχει υπερβεί τον περσινό ρυθμό, καθώς τα νέα συμβόλαια ξεπέρασαν τα 8.900 MW τον Ιούλιο, συγκριτικά με 19.700 MW για όλο το 2019. Οι παράμετροι των συμβολαίων (structuring) γίνονται πιο σύνθετες, ώστε να ληφθεί επαρκώς υπόψη το λεγόμενο «canibalisation effect», δηλαδή η πτώση των τιμών στην χονδρεμπορική αγορά από έργα που υπόκεινται σε σχήμα στήριξης, και η οποία λειτουργεί αρνητικά στη βιωσιμότητα των νέων έργων, χωρίς στήριξη.

Η διεθνής σύνθεση χαρτοφυλακίου αποτελεί απάντηση στις ετερογένειες που εμφανίζουν τα κράτη ως προς τον χρονισμό παύσης των σχημάτων στήριξης, τις ταχύτητες αδειοδότησης, τον βαθμό κοινωνικής αποδοχής των ΑΠΕ, και τον ρυθμό ανάπτυξης των ηλεκτρικών δικτύων. Οι ευρωπαϊκοί κολοσσοί των ΑΠΕ επεκτείνονται συνεχώς στις ΗΠΑ και το αντίστροφο, ενώ διευρύνουν την παρουσία τους σε Ασία, Αφρική και Νότια Αμερική. Παράλληλα, νέοι παίκτες εδραιώνουν τη θέση τους στον παγκόσμιο χάρτη.  

 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Gulf Energy Development, με έδρα την Ταϋλάνδη, που εξαγόρασε τον Ιούλιο το μερίδιο της GIP (Global Infrastructure Partners) σε υπεράκτιο αιολικό στη Γερμανία (460 MW) για 550 εκατ. €. Το έργο λαμβάνει από το 2019 διαφορική προσαύξηση για 9.5 έτη, με εγγυημένο κατώφλι, παρέχοντας έτσι στον αγοραστή μακροπρόθεσμη ορατότητα αλλά και άμεση ρευστότητα, ενώ έχει συνάψει PPA 20ετίας με την Orsted, η οποία ήδη διαθέτει 6.8 GW off-shore αιολικών διεθνώς, και θα αποτελέσει στρατηγικό εταίρο της Gulf σε επόμενα projects. Η Gulf ανακοίνωσε επίσης την εξαγορά αιολικών πάρκων στο Βιετνάμ, ύψους 200 εκατ. $, υπογραμμίζοντας την αξία της διεθνούς διάστασης.      

6. Συμπεράσματα 

Η ενέργεια είναι ενδεχομένως από τους λίγους χώρους, που παρουσιάζουν ισχυρή δυναμική αλλαγών παρά τις αντιξοότητες και αβεβαιότητες της πανδημίας. Η υποχώρηση των συγχωνεύσεων και εξαγορών διεθνώς κατά 65% την περίοδο Απρίλιος-Μάιος, σύμφωνα με στοιχεία του London Business School, αναδεικνύει τη δυσκολία αποτίμησης αξίας και τα προβλήματα ρευστότητας στην εποχή του Covid-19. Ωστόσο, η κλιματική αλλαγή και οι επιτακτικές αλλαγές πολιτικής που επιβάλει, ενισχύουν τη δυναμική προσαρμογή του ενεργειακού τομέα και των υποδομών γενικότερα, ιδίως των μεταφορών.

Όπως αναδείχθηκε από τα παραδείγματα που προαναφέραμε, οι ΑΠΕ, το υδρογόνο, η ψηφιακή μετάβαση και οι καινοτόμες υπηρεσίες, είναι απαραίτητα συστατικά για μια επιτυχημένη προσαρμογή. Παράλληλα, καθίσταται αναγκαία η αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου, καθώς συμβατικές προσεγγίσεις, όπως η καθετοποίηση στη Γερμανία, δεν θα είναι βέλτιστες, ούτε πιθανόν, βιώσιμες. Παραδοσιακοί ανταγωνιστές θα κληθούν να ενώσουν τις δυνάμεις τους, να μειώσουν επικαλύψεις, και κυρίως, να αναπτύξουν νέα αντικείμενα. Εξαγορές μικρής κλίμακας δεν θα είναι επαρκείς.

Η τάση συγκέντρωσης στο χώρο είναι αισθητή, όπως και η ανάγκη για διαχείριση κινδύνου με χαρτοφυλάκια σε ευρύτερη γεωγραφική κλίμακα.  Όσο οι τιμές φυσικού αερίου παραμένουν σε βύθιση, η βιωσιμότητα νέων υποδομών θα παραμένει αμφίβολη και θα κληθεί να συζευχθεί με τις ΑΠΕ, μέσω υδρογόνου ή βιοαερίων.

Θα πρέπει να τονιστεί ότι η Πράσινη Συμφωνία για την Ευρώπη, απαιτεί ήδη άλματα καινοτομίας. Τα αντανακλαστικά που θα επιδείξουμε στην ανάπτυξη του θεσμικού πλαισίου, την αξιοποίηση ευρωπαϊκών κονδυλίων (όπως το Ταμείο Καινοτομίας), και την προσαρμογή των χρηματοδοτικών εργαλείων, στο «πράσινο» σύστημα ταξινόμησης, θα επηρεάσουν σημαντικά τις εξελίξεις στη χώρα μας. Η αναγκαιότητα της διεθνούς διπλωματίας είναι δεδομένη αλλά δεν μπορεί να υποκαταστήσει οικονομοτεχνικά δεδομένα. Οι τελετές υπογραφών σηματοδοτούν, αναμφίβολα, προθέσεις και σημαντικές δεσμεύσεις, αλλά η βιωσιμότητα των υποδομών απαιτεί, παράλληλα, συνεκτικό σχεδιασμό και σύγχρονο προσανατολισμό.