Τις δημοσιονομικές αντοχές της οικονομίας, την κάλυψη κάτω από την «ομπρέλα» στήριξης όσο το δυνατόν περισσότερων επιχειρήσεων, και φυσικά τη συμβατότητα της όποιας λύσης με την κοινοτική νομοθεσία, καθώς και με την ενεργειακή στρατηγική της χώρας, συνυπολογίζει η κυβέρνηση στη λύση που επεξεργάζεται για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας.
Στα τέσσερα αυτά προαπαιτούμενα βρίσκεται σύμφωνα με αρμόδιες πηγές το κλειδί για τη τελική μορφή της κυβερνητικής παρέμβασης, η οποία επιχειρείται να οριστικοποιηθεί μέσα στην εβδομάδα, με καταρχήν στόχο να ανακοινωθεί από τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη κατά την ομιλία του την επόμενη Τρίτη 7 Οκτωβρίου στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες οι διεργασίες συνεχίζονται με αμείωτο ρυθμό, μεθαύριο επίκειται νέα τεχνική συνάντηση στο ΥΠΕΝ, υπό τον υφυπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Νίκο Τσάφο, ενώ τη Πέμπτη θα γίνει διυπουργική υπό τον Κ.Χατζηδάκη με συμμετοχή του επικεφαλής του ΣΕΒ, Σπύρου Θεοδωρόπουλου, και με στόχο τα μέτρα να «κλειδώσουν» αν όχι εντός της εβδομάδας, το αργότερο μέχρι τις αρχές της επομένης.
Την ίδια στιγμή αναμένεται να ενταθούν οι πιέσεις από τη βιομηχανία προς τη κυβέρνηση για να καταλήξει σε αποφάσεις το συντομότερο, με τις επιχειρήσεις να επικαλούνται τις μεγάλες αυξήσεις στη χονδρική του μηνός Σεπτεμβρίου και ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα σε θέση πρωταθλητή στην Ευρωπαική Ενωση.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τα 141,58 €/ MWh που είναι η μέση τιμή σήμερα της χονδρικής και που το βράδυ, μόλις σβήσουν τα φωτοβολταικά, θα εκτιναχθεί στα 425 €/ MWh, αποτελώντας μακράν την υψηλότερη τιμή σήμερα στον χάρτη της ΕΕ, μαζί με Βουλγαρία και Ρουμανία.
Το ράλι στη χονδρική έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετές εβδομάδες, από τότε που έκλεισε το καλοκαιρινό «παράθυρο» της μεγάλης ηλιοφάνειας και των ισχυρών ανέμων, και ο μήνας φεύγει με μέση τιμή, υψηλότερη κατά 24% έναντι του Αυγούστου, γεγονός που εκτός από τα νοικοκυριά, αφορά προφανώς και την βιομηχανία.
Έκτος αντοχών της οικονομίας η πρόταση του ΣΕΒ
Σε αυτό το μοτίβο και ενώ όσο θα πλησιάζουμε προς τη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, είναι βέβαιο ότι θα ενταθούν οι πιέσεις, το κυβερνητικό επιτελείο επεξεργάζεται διάφορα σενάρια, χωρίς ωστόσο κάποιο απ’ αυτά, συμπεριλαμβανομένου και του περίφημου «ιταλικού μοντέλου», να καλύπτει και τα τέσσερα προαναφερθέντα κριτήρια.
Σύμφωνα με όσα μεταφέρουν μάλιστα αρμόδιες πηγές, η πρόταση του ΣΕΒ (https://energypress.gr/news/energy-industrial-reset-ayti-einai-i-protas…), που αφορά τη στήριξη της βιομηχανίας για περίοδο 3ετών, μέσω ενός «ενεργειακού δανείου», και η οποία κοστολογείται στα 285 εκατ ευρώ το χρόνο (855 εκατ. στη τριετία ή και 1 δισ στο σενάριο που η επιδότηση καλύπτει το 100% της κατανάλωσης των επιχειρήσεων), υπερβαίνει τις δημοσιονομικές αντοχές της χώρας.
Τούτων δοθέντων και με δεδομένο ότι η συμμόρφωση των όποιων μέτρων με τις αντοχές της οικονομίας και με την κοινοτική νομοθεσία είναι παράγοντας ανελαστικός, το πιθανότερο είναι πως η τελική φόρμουλα, δεν θα ικανοποιεί στο 100% όλους τους εμπλεκόμενους.
Επιφυλάξεις για το «ιταλικό μοντέλο»
Τα όσα προκύπτουν από τις μέχρι σήμερα διεργασίες γύρω από το θέμα, φαίνεται να επιβεβαιώνουν όσα είχαν διαφανεί μετά τη πρώτη διυπουργική συνάντηση για τη μείωση του ενεργειακού κόστους της βιομηχανίας, αυτήν της προηγούμενης Δευτέρας, υπό τον Κ.Χατζηδάκη, (https://energypress.gr/index.php/news/krisimi-diypoyrgiki-simera-gia-me…).
Αν και η οριστική απόφαση θα ληφθεί σε υψηλό πολιτικό επίπεδο, επιλέγοντας μεταξύ 3-4 σεναρίων που εκτιμάται ότι θα τεθούν τελικά στο τραπέζι, εντούτοις στη κυβέρνηση φαίνεται να εκφράζουν επιφυλάξεις ως προς το κατα πόσο ταιριάζει στην ελληνική πραγματικότητα το «ιταλικό μοντέλο» (Energy Release 2.1, όπως είναι η ονομασία του στη νέα του εκδοχή μετά τη παρέμβαση της Κομισιόν), και αν είναι ικανό να καλύψει τις ανάγκες της εγχώριας αγοράς.
Η υπερκορεσμένη ελληνική αγορά των ΑΠΕ
Το ένα ερώτημα που φαίνεται να προβληματίζει τη κυβέρνηση είναι κατά πόσο εξυπηρετεί το να «πλημμυρίσει» με πολλά νέα έργα ΑΠΕ η ήδη υπερκορεσμένη ελληνική αγορά μέσα στην επόμενη 20ετία, όπως προβλέπεται να γίνει στην Ιταλία. Στην αγορά ωστόσο της γείτονος υπάρχει περισσότερος «ηλεκτρικός χώρος» απ’ ότι στην Ελλάδα για τέτοιες επενδύσεις.
Ο προβληματισμός παραπέμπει στην ίδια την ουσία του «ιταλικού μοντέλου» για παροχή επί μια τριετία στη βιομηχανία ενέργειας σε σταθερή και χαμηλή τιμή (65 ευρώ/MWh), με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση ή κατασκευή από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, νέων έργων ΑΠΕ. Και στην επιστροφή μέσα στην επόμενη 20ετια στο σύστημα από τους ίδιους τους ωφελούμενους της διπλάσιας ενέργειας απ’ αυτήν που απορρόφησαν.
Σύμφωνα με όσα μεταφέρουν αρμόδιες πηγές, είναι εντελώς αδόκιμο για την ελληνική αγορά ένα σχήμα με συμμετοχή των βιομηχανιών σε διαγωνισμούς για τη κατασκευή φωτοβολταϊκών, όταν στην Ελλάδα επικρατεί υπερπροσφορά για τη συγκεκριμένη τεχνολογία και ούτως ή άλλως επιχειρείται μια στροφή υπέρ της αύξησης των αιολικών.
Ο κίνδυνος της μικρής συμμετοχής στο μοντέλο
Το δεύτερο επίσης σημαντικό ερώτημα, αφορά την ίδια τη συνθετότητα του μοντέλου και το κατά πόσο ένα τέτοιο σχήμα στην Ελλάδα θα προσήλκυε το μαζικό ενδιαφέρον των ενεργοβόρων επιχειρήσεων ή τελικά ο αριθμός των συμμετεχόντων θα περιορίζονταν μόνο σε λίγους μεγάλους ομίλους.
Σημειωτέον ότι η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται από επιχειρήσεις αρκετά μικρότερου μεγέθους έναντι των ιταλικών και εκφράζονται σοβαρές επιφυλάξεις ως προς το μαζικό βαθμό ανταπόκρισης των εγχώριων στις απαιτήσεις του Energy Release 2.1. Επειτα, σε ένα τόσο ασταθές και ευμετάβλητο ενεργειακό τοπίο, και με τον ηλεκτρικό χώρο κορεσμένο, είναι ένα ερώτημα πόσες επιχειρήσεις θα δεχτούν να δεσμευτούν σε επενδύσεις έργων ΑΠΕ με ορίζοντα 20 ετών.
Στο «ιταλικό μοντέλο», θυμίζουμε ότι οι επιλέξιμες επιχειρήσεις δανείζονται ενέργεια μεσω ενός συμβολαίου επί της διαφοράς δύο κατευθύνσεων (2-way Contract for Difference, CfD) που συνάπτουν με τον ιταλικό Διαχειριστή ΑΠΕ και Εγγυήσεων Προέλευσης της Ελλάδας (ΔΑΠΕΕΠ). Μετα τα τρία πρώτα χρόνια, ο ιταλικός κρατικός φορέας θα διεξάγει διαγωνισμους για τη κατασκευή νέων έργων ΑΠΕ, οπου θα συμμετέχουν οι ωφελουμενες βιομηχανίες. Το 50% της παραγόμενης πρασινης ενεργειας θα καλύπτεται από ένα 2way CfD συμβόλαιο που θα συνάπτεται με τον ιταλικό ΔΑΠΕΕΠ για 20 έτη. Στο τέλος της περιόδου αυτής, θα εκτιμάται αν το 100% του οφέλους που έλαβαν οι επιχειρήσεις κατά τα πρώτα τρία χρόνια έχει επιστραφεί μέσω του δεύτερου CfD, κ.ό.κ.
Στη κυβέρνηση εκτιμούν ότι είναι πιθανό η συμμετοχή σε ένα τέτοιο σχήμα να περιοριστεί σε ελάχιστες από τις επιχειρήσεις της χώρας που ταλαιπωρούνται από το υψηλό ενεργειακό κόστος, προβληματίζονται στο σενάριο που η αποδοχή αποδειχθεί μικρή, γι' αυτό και αναζητούν το μοντέλο που θα προσελκύσει όσο το δυνατόν περισσότερους.
Η νομική βάση όπου θα «πατά» η λύση
Σε κάθε περίπτωση, όποια λύση και να επιλεγεί τελικά, δεν μπορεί παρά να «πατά» πάνω σε συγκεκριμένες νομικές βάσεις, προκειμένου η απόφαση να μην θεωρηθεί παράνομη κρατική ενίσχυση.
Είτε στην εγκεκριμένη από τη Κομισιόν εκδοχή του «ιταλικού μοντελου», είτε στο νέο πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ για τη βιομηχανία (Clean Industrial State Aid Framework- CISAF), που περιγράφει με ακρίβεια ποιες επιλέξιμες επιχειρήσεις μπορούν να ωφεληθούν από τέτοια μέτρα και με ποιους όρους.
Το τελευταίο προβλέπει ότι η χώρα μπορεί να επιδοτεί το ρεύμα μιας βιομηχανίας για το 50% της συνολικής της ετήσιας κατανάλωσης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, με πλαφόν τα 50 €/ MWh και με το 50% του οφέλους να καταλήγει από τους δικαιούχους σε επενδύσεις στην απανθρακοποίηση, (μπαταρίες, αυτοπαραγωγή ΑΠΕ, κ.ό.κ).
Συνοψίζοντας, η πολυπαραγοντική εξίσωση των τεσσάρων κριτηρίων για την εξεύρεση της φόρμουλας που θα μειώσει το ενεργειακό κόστος της βιομηχανίας - να είναι αποδεκτή από τη κοινοτική νομοθεσία, δημοσιονομικά εφικτή, ολιστική ώστε να αφορά όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις, και συμβατή με την ενεργειακή στρατηγική της χώρας - θα επιχειρηθεί να οριστικοποιηθεί μέσα στο επόμενο δεκαήμερο, χωρίς ωστόσο αυτό να θεωρείται και βέβαιο, δεδομένων των πολλών παραμέτρων του εγχειρήματος.